Ρεπορτάζ

«Φωτιά» 1 δισ. ευρώ σε 3.500 ακριτικές επιχειρήσεις

Τις επιδοτήσεις 20 ετών (και εντόκως) ζητά πίσω η Κομισιόν, ως μη σύννομες. Το υπουργείο Οικονομικών σπεύδει να υιοθετήσει την απόφαση!.

Μεταποιητικές, βιομηχανικές, βιοτεχνικές, κτηνοτροφικές, ξενοδοχειακές κ.λπ. επιχειρήσεις στους νομούς Καστοριάς, Φλώρινας, Κιλκίς, Ροδόπης, Εβρου, Ξάνθης, στα Δωδεκάνησα αλλά και στα νησιά Λέσβο, Σάμο, Χίο και Εύβοια καλούνται να επιστρέψουν 1 δισ. ευρώ.

Το τελειωτικό χτύπημα για 3.500 επιχειρήσεις, που δραστηριοποιούνται κυρίως σε ακριτικούς νομούς της χώρας, αποτελεί η απαίτηση του Δημοσίου να επιστραφούν αναδρομικά στο κράτος ενισχύσεις συνολικού ύψους 1 δισ. ευρώ, οι οποίες δόθηκαν… κανονικά και με τον νόμο τα προηγούμενα χρόνια. Η ελληνική κυβέρνηση υιοθέτησε αβίαστα και υλοποιεί απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία ορίζει ότι θα πρέπει να ανακτηθούν ως μη σύννομες οι ενισχύσεις που δόθηκαν την τελευταία εικοσαετία (από το 1994!) σε χιλιάδες επιχειρήσεις της περιφέρειας με τη μορφή της επιδότησης επιτοκίου ή της μετατροπής ληξιπρόθεσμων δανείων σε νέα δάνεια.

Σε μια περίοδο που οι περισσότερες ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις στενάζει και βρίσκονται στα πρόθυρα της διάλυσης λόγω της μνημονιακής λαίλαπας και της παντελούς έλλειψης ρευστότητας, το υπουργείο Οικονομικών εκτελεί αδιαμαρτύρητα εντολές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ νίπτει τας χείρας του για τις τεράστιες ευθύνες που έχει στο πρόβλημα που δημιουργήθηκε ερήμην των ενδιαφερομένων.

Αναδρομικός έλεγχος

Ολα ξεκίνησαν από τον αναδρομικό έλεγχο που ξεκίνησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη συμβατότητα ορισμένων νομοθετικών διατάξεων της ελληνικής έννομης τάξης με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο για τον ανταγωνισμό και τις κρατικές ενισχύσεις.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε ότι οι νόμοι με τους οποίους προβλέπονταν ευνοϊκές ρυθμίσεις οφειλών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε όλο το φάσμα της οικονομίας -κυρίως στους ακριτικούς νομούς της χώρας- συνιστούν στην ουσία κρατικές ενισχύσεις υπέρ των εν λόγω εταιρειών. Σύμφωνα με την επίμαχη απόφαση, οι ενισχύσεις έλαβαν διάφορες μορφές και συγκεκριμένα: μετατροπή ληξιπρόθεσμων οφειλών σε νέο δάνειο με προθεσμία αποπληρωμής τα 10 έτη και επιδότηση του επιτοκίου (έως και 10 μονάδες ανάλογα με τον τζίρο), εγγυήσεις του Δημοσίου για την εξόφληση κεφαλαίου και τόκων προς τραπεζικά ιδρύματα. Η Ε.Ε. ισχυρίζεται ότι το νομοθετικό πλαίσιο των ενισχύσεων δεν κοινοποιήθηκε εγκαίρως στην Επιτροπή με ευθύνη των ελληνικών κυβερνήσεων και κατά συνέπεια οι επιδοτήσεις είναι παράνομες. Το Ευρωπαϊκό Δίκαιο ορίζει ότι εάν δεν προηγηθεί η κοινοποίηση και δεν δοθεί η απαραίτητη έγκριση από την Επιτροπή, οι ενισχύσεις κρίνονται παράνομες.

Πώς φτάσαμε ώς εδώ

Και ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κινήθηκε στο γράμμα του νόμου και όχι στο πνεύμα και την ουσία, οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν απάντησαν νομικά (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κ.λπ.), με αποτέλεσμα χιλιάδες επιχειρήσεις (όσες έμειναν όρθιες από την κρίση) να βρίσκονται τώρα στο έλεος των απαιτήσεων της Κομισιόν. Η Επιτροπή, δε, δεν κράτησε καν τα προσχήματα λόγω των ευθυνών που και η ίδια έχει στο ζήτημα, και κάλεσε το ελληνικό Δημόσιο να προβεί σε κάθε αναγκαίο μέτρο προκειμένου να ανακτήσει από τους δικαιούχους κάθε μη συμβατή ενίσχυση και μάλιστα εντόκως.

Ομως τις μεγαλύτερες ευθύνες φέρει η ελληνική πλευρά. Η προχειρότητα, τα κομματικά κριτήρια, η διάθεση να στηριχτούν οι τράπεζες σε δύσκολες γι” αυτές περιόδους, αλλά και η άγνοια του Ευρωπαϊκού Δικαίου, οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση. Τα «σπασμένα» καλούνται τώρα να πληρώσουν οι πληγείσες από την κρίση επιχειρήσεις, την ώρα που η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών δεν δείχνει καμιά διάθεση να βρεθεί λύση στο θέμα. Παρά τις συνεχείς οχλήσεις και εκκλήσεις των ενδιαφερομένων, δεν έχει απαντήσει επί της ουσίας και ετοιμάζεται να πετάξει την «καυτή πατάτα» στους επόμενους, εγκαταλείποντας στην τύχη τους τις επιχειρήσεις της ακριτικής ζώνης. Και αυτό τη στιγμή που η ανεργία στις παραμεθόριες περιοχές έχει φτάσει στο κόκκινο, ενώ συνεχίζεται το μεταναστευτικό κύμα των επιχειρήσεων από τη Βόρεια Ελλάδα προς τις γειτονικές χώρες. Η κυβέρνηση όχι μόνο παρακολουθεί ως θεατής αυτή την κατάσταση αλλά προετοιμάζεται και για τον ρόλο του εισπράκτορα ακολουθώντας πιστά την απόφαση της Ε.Ε. για την εφάπαξ απόκτηση αυτών των επιδοτήσεων. Επί της ουσίας, είναι σαν να ανοίγει η ίδια τον δρόμο για τη μεταφορά της έδρας των εταιρειών σε άλλες χώρες προκειμένου να βρουν «προστασία» σε αναπτυξιακούς νόμους και φορολογική σταθερότητα για επενδύσεις.

Πολιτική λύση

Μιλώντας στην «Εφ.Συν.», ο πρόεδρος του Δικτύου Συνδέσμων Βιοτεχνιών και Βιομηχανιών ακριτικών περιοχών Χρήστος Γιορδαμλής τονίζει ότι το μέγεθος της ζημιάς που θα υποστεί η τοπική οικονομία, αν τελικά δεν δοθεί πολιτική λύση σ” αυτό το πρόβλημα, θα είναι τεράστιο και θα οδηγήσει στη διάλυση του παραγωγικού «ιστού» της χώρας.

Ο κ. Γιορδαμλής επισημαίνει ακόμα ότι «με τους Ν. 4151 και 4152/2013 η πολιτεία κατέστησε τις ενισχύσεις αυτές οφειλή προς το ελληνικό Δημόσιο και, σήμερα, μεγάλος αριθμός μεταποιητικών επιχειρήσεων που απασχολούν χιλιάδες εργαζομένους είναι όμηροι αυτών των αποφάσεων». Για τις δυνατότητες που είχε η Ελλάδα να «ακυρώσει» την κοινοτική απόφαση υπογραμμίζει ότι «δεν έγινε προσφυγή, ούτε χρήση του δικαιώματος προσφυγής…».

Η επίμαχη απόφαση

Σε απόφαση, η οποία δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 2012, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κήρυξε παράνομες τις επιδοτήσεις επιτοκίου που είχε θεσπίσει η ελληνική πολιτεία από το 1993 έως το 2005 σε επιχειρήσεις των παραμεθόριων και προβληματικών περιοχών της χώρας. Ως εκ τούτου ζητούσε την ανάκτηση αυτών των ενισχύσεων από τις εταιρείες (μεταποιητικές, βιομηχανικές, βιοτεχνικές, κτηνοτροφικές, ξενοδοχειακές κ.λπ.) που έκαναν χρήση του μέτρου και ήταν εγκαταστημένες στους νομούς Καστοριάς, Φλώρινας, Κιλκίς, Ροδόπης, Εβρου, Ξάνθης, στα Δωδεκάνησα αλλά και στα νησιά Λέσβο, Σάμο, Χίο και Εύβοια.
Σύμφωνα με την εταιρεία «ΜΕΤΑΞΑΣ και Συνεργάτες», που έχει αναλάβει τη νομική εκπροσώπηση αυτών των εταιρειών, η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που διατάσσει την ανάκτηση των ενισχύσεων που δόθηκαν σε πλείστες επιχειρήσεις στην Ελλάδα αναφέρει τα εξής:

«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αξιολόγησε τη συμβατότητα ορισμένων νομοθετικών διατάξεων της ελληνικής έννομης τάξης με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και συγκεκριμένα με τις διατάξεις που αφορούν την απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων (αρ. 107 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή ΣΛΕΕ). Εκρινε ότι οι νόμοι με τους οποίους προβλέπονταν ευνοϊκές ρυθμίσεις οφειλών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε πλείστους νομούς της Ελλάδας συνιστούν στην ουσία καθεστώτα κρατικών ενισχύσεων υπέρ των εν λόγω επιχειρήσεων». Οι ενισχύσεις έλαβαν, σύμφωνα με την επίμαχη απόφαση, «διάφορες μορφές και συγκεκριμένα: μετατροπή ληξιπρόθεσμων οφειλών σε νέο δάνειο με προθεσμία αποπληρωμής τα 10 έτη και επιδότηση του επιτοκίου, εγγυήσεις του Δημοσίου για την εξόφληση κεφαλαίου και τόκων προς τραπεζικά ιδρύματα. Σύμφωνα με την απόφαση της Επιτροπής αλλά και σε αντιστοιχία με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, εφόσον τα εν λόγω καθεστώτα κρατικών ενισχύσεων δεν κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή εγκαίρως από το ελληνικό Δημόσιο, ήτοι πριν αυτά τεθούν σε εφαρμογή, συνιστούν παράνομες κρατικές ενισχύσεις. Κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και τις διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων, οι ενισχύσεις που κρίνονται ως παράνομες (ήτοι για όσες δεν τηρήθηκε από το κράτος η διαδικαστική υποχρέωση που επιτάσσει την αναστολή εφαρμογής μιας διάταξης που εισάγει κρατική ενίσχυση έως ότου αυτή όχι μόνο κοινοποιηθεί στην Επιτροπή αλλά και εφόσον το κράτος έχει λάβει την έγκριση της Επιτροπής για τη θέσπισή της – αρ. 108 παρ. 3 ΣΛΕΕ), εφόσον κριθούν επιπροσθέτως από την Επιτροπή και ως ασυμβίβαστες με το ενωσιακό δίκαιο, τότε η Επιτροπή διατάσσει την ανάκτηση των ποσών που χορηγήθηκαν από όλους τους αποδέκτες τους.

Αντιστοίχως, με την επίμαχη απόφαση η Επιτροπή διέταξε το ελληνικό Δημόσιο «να προβεί σε κάθε αναγκαίο μέτρο προκειμένου να ανακτήσει από τους δικαιούχους κάθε μη συμβατή ενίσχυση, η οποία χορηγήθηκε βάσει των καθεστώτων που θέσπισε και μάλιστα εντόκως». Στην ίδια απόφαση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει ότι «οι ελληνικές αρχές δοκίμασαν να αποδείξουν ότι οι επίμαχες ενισχύσεις μπορούσαν να ενταχθούν στο πλαίσιο ενός καθεστώτος de minimis. Ομως ο κανόνας αυτός δεν είχε πάντοτε εφαρμογή σε όλους τους τομείς κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος των Υπουργικών Αποφάσεων που συνιστούν τη νομική βάση των επίμαχων καθεστώτων (αυτός άλλωστε ήταν και ένας από τους λόγους για τους οποίους έγινε η κίνηση των διαδικασιών), τα στοιχεία αυτά είναι ελλιπή ακόμη καθ’ ομολογία των ελληνικών αρχών»…

Κανόνας de minimis

Ο Κανόνας de minimis ορίζει ότι οι συνολικές ενισχύσεις που μπορεί να λάβει μια επιχείρηση σε μία τριετία δεν μπορούν να υπερβαίνουν το ανώτατο όριο των 200.000 ευρώ. Ενα ανώτατο όριο 100.000 ευρώ εφαρμόζεται ειδικά για τον τομέα των οδικών μεταφορών. Ο Κανόνας de minimis διέπει μεταξύ άλλων και το επενδυτικό πρόγραμμα ΕΣΠΑ της Ελλάδας, εφαρμόζεται δε μόνο στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας, που όπως λέγεται είναι «διαφανείς».

Των Μάριου Χριστοδούλου, Κώστα Τσάβαλου
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου