Ειδήσεις

Του Μάνου Τεχνίτη: Δάνειο σε Ελβετικό Φράγκο και Δυνατότητα Ακύρωσης Καταχρηστικών Όρων

Μετά την απελευθέρωση της ισοτιμίας του Ελβετικού Φράγκου σε Ευρώ τον Ιανουάριο του 2015, πολλά είναι τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν σε δανειολήπτες (ιδιώτες και επιχειρήσεις) που κάποτε είχαν επιλέξει να συνάψουν το δάνειο τους σε Ελβετικό Φράγκο ως πιο “συμφέρον”. Βέβαια, αυτό ήρθε να προστεθεί στα ήδη υπάρχοντα νομικά προβλήματα που παρουσιάζουν ήδη οι δανειακές συμβάσεις των τραπεζών, περιέχουσες καταχρηστικούς για τους δανειολήπτες όρους.

Είναι δεδομένο, ότι οι γενικές πρακτικές των τραπεζών έχουν ήδη δημιουργήσει στους Έλληνες δανειολήπτες αρκετά προβλήματα και η κύρια αιτία αυτού είναι η έλλειψη πληροφόρησης του δανειολήπτη για τα δικαιώματα του έναντι της δανείστριας τράπεζας, αναφορικά με την καταχρηστικότητα των Γενικών Όρων Συναλλαγής που αυτή επιβάλλει.

Στοιχεία της πληροφόρησης λοιπόν, του δανειολήπτη αλλά και όπλα προστασίας είναι ενδεικτικά τα εξής:

1. Οι γενικοί όροι των 281 και 288 του Αστικού Κώδικα οι οποίοι επιβάλλουν η σύμβαση να συνάπτεται και να ακολουθείται με βάση την αρχή της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών. Εμφανές, ότι εφόσον μια δανειακή σύμβαση περιέχει “δυσνόητες έννοιες” ή “κρύβει παγίδες” ή ασάφειες τις οποίες η τράπεζα έπειτα θα σπεύσει να εκμεταλλευτεί, βρίσκεται εκτός των ορίων της καλής πίστης.

2. Ο Νόμος για την προστασία του καταναλωτή (ν. 2251/1994 όπως ισχύει σήμερα).  Ενδεικτικά, σύμφωνα με το αρ. 2 παρ. 6, “Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα την διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση, κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά την σύναψη της σύμβασης και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης από την οποία εξαρτάται”.

Ο ίδιος νόμος επίσης, επιβάλλει και το δικαίωμα ορθής πληροφόρησης του καταναλωτή, το οποίο εκτείνεται από το να είναι διατυπωμένοι οι όροι των συμβάσεων με απλό και κατανοητό τρόπο έως και το να μην είναι η σύμβαση δύσκολη στην ανάγνωση της (απαγορεύονται με λίγα λόγια τα λεγόμενα “ψιλά γράμματα”). Σημειωτέον, δε, ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται μόνο στους “καταναλωτές” με τη στενή έννοια του όρου αλλά και τους επαγγελματίες εφόσον αυτοί είναι οι τελικοί λήπτες του προϊόντος ή της υπηρεσίας.

3. Το άρθρο 28 του νόμου 3606/2007 που ενσωμάτωσε την οδηγία 2004/39 (MiFiD) για τη λειτουργία των ΑΕΠΕΥ (Ανώνυμες Εταιρίες Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών) όπου και πάλι περιλαμβάνεται η υποχρέωση ορθής πληροφόρησης των επενδυτών.

Κατόπιν λοιπών των παραπάνω μπορούμε να αναφέρουμε τα εξής:

α) Σε πάμπολλες δανειακές συμβάσεις παρατηρείται το φαινόμενο να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών (αντί 365!) οπότε σαν αποτέλεσμα ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο, κάτι που βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με το νόμο και προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας και της ορθής ενημέρωσης του δανειολήπτη.

β) Οι δανειακές συμβάσεις σε Ελβετικό Φράγκο είναι εξαιρετικά πολύπλοκές στη λειτουργία τους. Στην ουσία δεν αποτελούν μια δανειακή σύμβαση αλλά ένα επενδυτικό προϊόν, αφού για να προκύψει το επιτόκιο λαμβάνονται υπ’ όψη η τρέχουσα ισοτιμία ή ακόμα και τιμές άλλων παραγώγων (derivatives), οπότε και ο δανειολήπτης αναλαμβάνει τη στιγμή της σύμβασης του έναν επενδυτικό κίνδυνο, τον οποίον ως τόσο δεν τον έχει ενημερώσει κανείς ότι υπάρχει.

Έτσι, λοιπόν σε μία τέτοια σύμβαση, οι όροι της δεν αρκεί να είναι απλώς ορθά γραμματικά διατυπωμένοι αλλά θα πρέπει να μπορεί ο μέσης αντίληψης καταναλωτής να αντιληφθεί πλήρως τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση, τον τρόπο με τον οποίον αυτή λειτουργεί και πώς υπολογίζονται τα τοκοχρεωλύσια. Απαιτείται, δηλαδή να μπορεί χωρίς να έχει εξειδικευμένες ειδικές γνώσεις να μπορεί να αντιληφθεί τους κινδύνους που προκύπτουν από μια τέτοια δανειακή σύμβαση.

γ) Με βάση την πρόσφατη απόφαση 23/2014 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, το δικαστήριο έκρινε ότι είναι καταχρηστικός ο όρος σύμφωνα με τον οποίο ο δανειολήπτης να υποχρεούται να καταβάλει τη δόση του δανείου του σύμφωνα με την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος την ημερομηνία καταβολής, και άρα οι καταβολές θα πρέπει να υπολογίζονται με βάση την ισοτιμία που ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης του δανείου.

Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, το ζήτημα είναι πώς αποκαθίσταται η νομικά η δυσχερής θέση στην οποία έχει περιέλθει ο δανειολήπτης σε τέτοιες περίπτωσης, για τον οποίον μάλιστα μπορούν να εκκρεμούν και διαταγές πληρωμής.

Η πρώτη δυνατότητα είναι η κατάθεση αγωγής ενάντιων τη δανειοδότριας τράπεζας ώστε να ακυρωθούν ως καταχρηστικοί οι όροι της δανειακής σύμβασης που αντίκειται στο νόμο και να αντικατασταθούν με αντίστοιχη επαναφορά στην αρχική ισοτιμία και η δεύτερη (εφόσον εκκρεμεί διαταγή πληρωμής) η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής.

Τέλος, μεγάλης προσοχής χρίζει η νέα πρακτική κάποιων τραπεζών, οι οποίες έρχονται σε επαφή με ορισμένους δανειολήπτες που έχουν λάβει δάνειο σε Ελβετικό Φράγκο, ούτως ώστε να “επαναδιαμορφώσουν” τον τρόπο πληρωμής των δόσεων υπό τον τύπο “χαριστικής ελάφρυνσης”. Αυτή η επαναδιαμόρφωση συνήθως υπογράφεται ξανά από τα μέρη υπό τη μορφή πρόσθετης πράξης τροποποίησης και αναγνώρισης οφειλής από ορισμένη αιτία, κάτι που ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα να απολέσει ο οφειλέτης τη δυνατότητα να προβάλει τις ενστάσεις από την κύρια αιτία.

Εν κατακλείδι, η καταχρηστικότητα των δανειακών συμβάσεων που επέβαλλαν οι τράπεζες  έβρισκε και βρίσκει έδαφος στην άγνοια του δανειολήπτη για τις προϋποθέσεις και την προστασία που του δίνει ο νόμος. Ενδεχομένως, πολλές φορές η καταχρηστικότητα αυτή να μην ήταν τόσο σοβαρή οι δανειολήπτες ακόμα και αν την γνώριζαν δεν έδιναν και τόση σημασία. Όταν, όμως, η κακή πρακτική των τραπεζών (όπως άλλωστε διαπιστώνεται μέσα από τη νέα οδηγία 2014/17/ΕΕ για τα ενυπόθηκα δάνεια) φθάνει σε σημείο να προσφέρει ένα επενδυτικό προϊόν μεσαίου ή υψηλού ρίσκου (όπως οι επενδύσεις με συνάλλαγμα) υπό τη μορφή ενός “αθώου” δανείου, τότε η βαρύτητα των πράξεων αλλά και των νομικών συνεπειών είναι τελείως διαφορετική. Οι καταχρηστικοί όροι, λοιπόν, τέτοιων δανειακών συμβάσεων των τραπεζών μπορούν και είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν νομικά, όπως αποδεικνύεται και με την πρόσφατη απόφαση 23/2014 ΠΠρΞάνθης.

*Ο Μάνος Τεχνίτης είναι δικηγόρος Ρόδου, LL.M. στο Διεθνές και Ευρωπαϊκό Εμπορικό Δίκαιο και LL.M. st. στο Ποινικό Δίκαιο και την Εγκληματολογία.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου