Ποινή κάθειρξης 5 ετών με ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσμα υπό τον περιοριστικό όρο της εμφάνισής του μια φορά κάθε μήνα στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας του, επέβαλε χθες το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων σε έναν λογιστή που κρίθηκε ένοχος με το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμέλειας για απάτη.
Μηνυτής είναι γνωστός επιχειρηματίας, που λειτουργούσε παιδότοπο στα Κοσκινού, ο οποίος οδηγήθηκε σε πτώχευση λόγω των χρεών σε φόρους και ασφαλιστικά ταμεία, που επιβαρύνθηκε.
Ο μηνυτής διατηρούσε από το έτος 1994 κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος και απασχολούσε προσωπικό ενώ είχε προσλάβει ως λογιστή τον μηνυόμενο ο οποίος στη συνέχεια έγινε κουμπάρος του.
Ως λογιστής είχε την αρμοδιότητα να κρατάει και ενημερώνει τα βιβλία εσόδων εξόδων, να υποβάλλει και καταβάλλει τον Φ.Π.Α., τις δηλώσεις φόρου εισοδήματος του και γενικά κάθε δραστηριότητα που σχετιζόταν με τη Δ.Ο.Υ Ρόδου αλλά και κάθε δραστηριότητα που αφορούσε στην καταβολή των ασφαλιστικών του εισφορών στο Ι.Κ.Α για το προσωπικό που απασχολούσε αλλά και στο Τ.Ε.Β.Ε.
Ο μηνυόμενος, όπως ισχυρίζεται ο μηνυτής, του ζητούσε διάφορα χρηματικά ποσά ώστε να αποπληρώνει τις υποχρεώσεις του στη Δ.Ο.Υ. και σε ασφαλιστικά ταμεία.
Περί τα μέσα του έτους 2004 συζητώντας μαζί του και με τη σύζυγό του αποφάσισαν από κοινού να ανοίξουν ένα νέο κατάστημα θεωρώντας ότι θα ήταν μία επικερδής επιχείρηση για όλους. Επειδή ο μηνυόμενος διατηρούσε λογιστικό γραφείο, αποφάσισαν να ιδρύσουν ομόρρυθμη εταιρεία με μέλη τον μηνυτή και τη σύζυγό του, η οποία έως τότε απασχολούνταν μόνο με τα οικιακά.
Ετσι, την 1η Νοεμβρίου του 2004 σύστησαν εταιρεία με σκοπό την εκμετάλλευση του καταστήματος.
Εξαιτίας της ιδιότητας του μηνυόμενου ως λογιστή συμφώνησαν προφορικά να διαχειρίζεται τα οικονομικά του καταστήματος, να προσλαμβάνει προσωπικό της επιλογής του, να κρατάει τις εισπράξεις, να αποπληρώνει όλες τις υποχρεώσεις που θα προέκυπταν από τη λειτουργία της επιχείρησης, όπως καταβολή Φ.Π.Α. και ασφαλιστικών εισφορών στο Ι.Κ.Α, να καταβάλλει τους μισθούς στους εργαζόμενους και να αποδίδει στο τέλος κάθε μήνα στον ίδιο και τη σύζυγό του το καθαρό κέρδος κατά το ποσοστό συμμετοχής τους στην εταιρεία ήτοι 50% έκαστος.
Στην επιχείρηση εργαζόταν κυρίως η σύζυγός του, ενώ ο μηνυτής επιτηρούσε την παροχή υπηρεσιών και την απόδοση των εργαζομένων καθώς διατηρούσε παράλληλα και άλλο κατάστημα.
Τον Ιούνιο του έτους 2012 επιδόθηκε στον μηνυτή έγγραφο-ατομική ειδοποίηση από το I.K.A Ρόδου, το οποίο ανέγραφε ότι η ομόρρυθμη εταιρεία είχε οφειλές ύψους 164.224,77 ευρώ.
Λίγες ημέρες αργότερα, την 15η Ιουνίου πηγαίνοντας στη Δ.Ο.Υ Ρόδου και απευθυνόμενος στο αρμόδιο δικαστικό τμήμα ενημερώθηκε ότι υπήρχαν οφειλές της ομόρρυθμης εταιρείας συνολικού ύψους 31.032,79 ευρώ.
Το Ι.Κ.Α Ρόδου μετά από αίτημά του, εξέδωσε κατάσταση όλων όσων εργάστηκαν στο κατάστημα ώστε να καταλάβει πώς προέκυψαν οι οφειλές από μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών και ποιους εργαζόμενους αφορούσε η οφειλή. Διαβάζοντας τα μηνιαία σύνολα ασφαλισμένων από το έτος 2005 έως και το έτος 2012 αντιλήφθηκε ότι ο λογιστής είχε ασφαλίσει άτομα, τα οποία ποτέ δεν εργάστηκαν στο κατάστημα.
Μετά από συζητήσεις που έγιναν συμφώνησαν να υπογράψουν ιδιωτικό συμφωνητικό αναδοχής χρέους, σύμφωνα με το οποίο κατέστη ανάδοχος η σύζυγός του και εγγυητής ο ίδιος για οφειλές 137.080,39 ευρώ στο ΙΚΑ και 25.375,93 ευρώ στη ΔΟΥ.
To παραπάνω συμφωνητικό υπεγράφη και από τους τρεις (οφειλέτη, ανάδοχο και εγγυητή) στις 11 Ιουνίου 2012. Με το ίδιο συμφωνητικό, συμφωνήθηκε επίσης, ότι θα τροποποιούσαν την ομόρρυθμη εταιρεία σε ετερόρρυθμη με ομόρρυθμο μέλος την σύζυγό του και ετερόρρυθμο τον ίδιο, όπως και έγινε. Σκοπός της εταιρείας ήταν η συνέχιση της λειτουργίας του καταστήματος από την σύζυγό του ώστε να αποπληρώνουν από κοινού τα χρέη. Μετά την υπογραφή του παραπάνω ιδιωτικού συμφωνητικού και τη διευκόλυνση που τους παρείχε, διαπίστωσε, όπως ισχυρίζεται, ότι είχε διαπράξει τα ίδια αδικήματα και σε άλλο κατάστημα.
Τον ιδιοκτήτη του καταστήματος αυτού φέρεται μάλιστα να ασφάλιζε εν αγνοία του ως εργαζόμενο στο έτερο κατάστημα της γυναίκας του!
Απολογούμενος ο λογιστής αρνήθηκε κατηγορηματικά τις κατηγορίες υποστηρίζοντας ότι στην εταιρεία που λειτουργούσε την επιχείρηση μέτοχος ήταν και η σύζυγός του η οποία μάλιστα εργαζόταν εκεί. Ισχυρίστηκε ότι η επιχείρηση ήταν παθητική, ενώ αρνήθηκε ότι εισέπραξε τα ως άνω ποσά για να τα αποδώσει στην ΔΟΥ και στο ΙΚΑ. Τόνισε ότι θα ήταν αδύνατον να ενεργήσει κατά των συμφερόντων της συζύγου του και μητέρας του παιδιού του, που ήταν μέτοχος με ποσοστό 50% στην επιχείρηση.
Ως συνήγορος υπεράσπισης του λογιστή παρέστη ο δικηγόρος κ. Γιάννης Κοκκινογένης και ως συνήγορος πολιτικής αγωγής ο δικηγόρος κ. Γιώργος Βήτας.