Mε απόφαση, που εξέδωσε χθες το Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου, έγιναν δεκτές δύο αιτήσεις για την αναστολή εκτέλεσης των ποινών κάθειρξης, που επιβλήθηκαν σε έναν 49χρονο Ροδίτη, που έχει καταδικαστεί πρωτοδίκως για οικονομικά εγκλήματα.
Το δικαστήριο ανέστειλε συγκεκριμένα την ποινή του, αφήνοντας τον ελεύθερο με τους περιοριστικούς όρους της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της εμφάνισης του μια φορά κάθε μήνα στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας του.
Αναβλήθηκε εξάλλου χθες εξαιτίας της αποχής των δικηγόρων από τα καθήκοντα τους η εκδίκαση ισάριθμων εφέσεων του κατά των πρωτόδικων αποφάσεων καταδίκης του.
Τόσο στις αιτήσεις του όσο και με εξέταση μάρτυρα συγγενούς του ενώπιον του δικαστηρίου ο 46χρονος εξέθεσε ότι η 3ετής παραμονή του στις φυλακές της Κω έχει δημιουργήσει ανυπέρβλητα οικονομικά προβλήματα στην οικογένειά του αλλά και ψυχική βλάβη στην ανήλικη κόρη του.
Εξέθεσε, ότι παρότι υπήρξε φυγόδικος και συνελήφθη σε εκτέλεση διεθνούς εντάλματος σύλληψης στο Βέλγιο, ουδέποτε είχε κρυφτεί αλλά ήταν γνωστός ο τόπος διαμονής του.
Περαιτέρω υποστήριξε ότι είχε μόνιμη εργασία και γνωστή διαμονή ενώ ισχυρίστηκε ότι είχε αναγκαστεί να φύγει από τη χώρα διότι φοβόταν.
Ο ίδιος απευθυνόμενος στο δικαστήριο υποστήριξε ότι καταδικάστηκε αδίκως.
Θυμίζουμε ότι στον 49χρονο έχει επιβληθεί σε μια υπόθεση συνολική ποινή κάθειρξης 11 ετών διότι κρίθηκε ένοχος για το ό,τι στη Ρόδο κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-1999 μέχρι 7-9-2000, όντας διαχειριστής και ταμίας της ομόρρυθμης εταιρείας με αντικείμενο την εμπορία ετοίμων ενδυμάτων και έχοντας καθήκοντα διαχειριστή της περιουσίας της ιδιοποιήθηκε σημαντικά χρηματικά ποσά σε επιταγές τις οποίες φέρεται να οπισθογράφησε και να παρέδωσε σε ιδιοκτήτες καταστημάτων ΠΡΟ-ΠΟ για να τους πληρώσει.
Φέρεται να ιδιοποιήθηκε το ποσό των 16.132.279 δρχ., που ήταν οι εισπράξεις που είχαν πραγματοποιήσει στον ως άνω χρόνο τα δυο καταστήματα της εταιρείας από την πώληση ρούχων σε πελάτες που τα αγόραζαν με πιστωτική κάρτα VISA.
Του αποδίδεται ακόμη ότι στο ίδιο χρονικό διάστημα, αφού έγινε κάτοχος 32 εντύπων επιταγών της Εμπορικής Τράπεζας, ατομικού λογαριασμού όψεως του συνεταίρου του, τις πλαστογράφησε και τις εισέπραξε, είτε τις παρέδωσε σε τρίτους για την εξόφληση οφειλών του.
Η ζημία που κατηγορείται ότι υπέστη ο συνέταιρός του, στην υπόθεση αυτή ανέρχεται στα 88.129.000 δρχ..
Στη δεύτερη υπόθεση, για την οποία καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 6 ετών, κατηγορείται ότι την 24η Δεκεμβρίου 2001 νόθευσε επιταγή της Ιονικής Τράπεζας, επί λογαριασμού όψεως μιας κατοίκου της Ρόδου που διατηρούσε κατάστημα δίπλα σε κατάστημα της ομόρρυθμης εταιρείας στην οποία μετείχε.
Φέρεται συγκεκριμένα να έθεσε δίπλα από την ένδειξη «σε διαταγή» το ονοματεπώνυμό του, ως ημερομηνία εκδόσεως την 24-12-2001, ως τόπο εκδόσεως τη Ρόδο, γράφοντας ολογράφως και αριθμητικώς το ποσό των 46.000.000 δρχ, έτσι ώστε να φέρεται ότι εκδόθηκε από την εγκαλούσα σε διαταγή του.
Περαιτέρω δε επί της παραπάνω πλαστής επιταγής εν αγνοία της εγκαλούσας φέρεται να μεταβίβασε την επιταγή σε έναν δικηγόρο των Αθηνών.
Ως συνήγορος υπεράσπισης του παρέστη ο δικηγόρος κ. Σάββας Παυλίδης.