Σε εστιατόρια ορισμένων περιοχών έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτοι διπλοί τιμοκατάλογοι.
Ο ένας αναφέρει τις τιμές των εδεσμάτων με ΦΠΑ και ο άλλος χωρίς ΦΠΑ. Το φαινόμενο εντοπίστηκε τις ημέρες του Πάσχα και, εννοείται, σε περιοχή με τουρισμό υψηλού επιπέδου, ο οποίος κάθε άλλο παρά πρόσφορος για εξαπάτηση είναι.
Στον ανεπίσημο τιμοκατάλογο οι τιμές χωρίς ΦΠΑ ήταν μειωμένες κατά 23% –υποθέτουμε ότι πλέον προσαρμόστηκαν με βάση το 24%– και στον επίσημο ισόποσα αυξημένες. Ετσι όλοι είναι ευχαριστημένοι… και ο έμπορος και ο πελάτης.
Αμφότεροι εξαπατούν το κράτος, αλλά, όταν το κράτος είναι αναξιόπιστο, ασυνεπές, αναποτελεσματικό και ενίοτε φαύλο, η εξαπάτηση του πολίτη αποκτά νόημα και υπόσταση… ή τουλάχιστον αυτό υποστηρίζουν οι θιασώτες της έωλης αυτής επιχειρηματολογίας.
Το γνωστό άθλημα της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα, παίρνει πλέον όχι μόνο ανησυχητικές, αλλά και επαγγελματικές διαστάσεις. Η καθυστέρηση του υπουργείου Οικονομικών στη χάραξη μιας στρατηγικής που θα έκανε υποχρεωτική τη χρήση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και φυσικά τη διασταύρωση των σχετικών στοιχείων δίνει τροφή στην παραοικονομία, η οποία, με το επιχείρημα της υψηλής φορολόγησης, γιγαντώνεται κάθε ημέρα όλο και περισσότερο.
Οι ειδικοί στον χώρο των ηλεκτρονικών πληρωμών υπενθυμίζουν ότι το κρίσιμο θέμα στην πάταξη της φοροδιαφυγής δεν είναι μόνον η υποχρεωτικότητα στη χρήση της κάρτας. Το βασικότερο είναι η διασταύρωση των στοιχείων, δηλαδή η αντιπαραβολή των αποδείξεων της ταμειακής μηχανής με το απόκομμα της ηλεκτρονικής πληρωμής, δηλαδή την απόδειξη που εκδίδεται από το μηχάνημα αποδοχής καρτών, το γνωστό POS.
Για του λόγου το αληθές παραπέμπουν στην περιβόητη ΠΟΛ 1077, που ισχύει από το 2010 και η οποία υποχρεώνει σειρά από επιχειρήσεις, όπως τράπεζες, ασφαλιστικές, ιδιωτικά θεραπευτήρια, ιδιωτικά σχολεία, εταιρείες κινητής τηλεφωνίας κ.ά., να αποστέλλουν κάθε χρόνο τα στοιχεία με τις πληρωμές των πελατών τους στη ΓΓΠΣ. Η αποστολή των στοιχείων δεν έχει κανένα άλλο στόχο παρά αυτόν της διασταύρωσης του κατά πόσον το δηλωθέν εισόδημα του φορολογουμένου δικαιολογεί τον τρόπο ζωής του και, παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία αυτά είναι διαθέσιμα, τα αποτελέσματα από την αξιοποίηση αυτής της πληροφορίας είναι πενιχρά.
Αν και η χρήση του «πλαστικού χρήματος» έχει αυξηθεί μετά την επιβολή των capital controls τον περασμένο Ιούλιο και ο τζίρος με τις χρεωστικές και τις πιστωτικές κάρτες εκτιμάται ότι θα φτάσει φέτος τα 15 δισ. ευρώ, η διείσδυσή του στις καθημερινές συναλλαγές παραμένει περιορισμένη. Ο όγκος της ιδιωτικής κατανάλωσης ξεπερνά τα 100 δισ. ευρώ ετησίως και η δαπάνη των 15 δισ. ευρώ που γίνεται μέσω «πλαστικού χρήματος», όσο υπολογίσιμη και αν είναι, αποτελεί σταγόνα στον ωκεανό της φοροδιαφυγής, που εκτιμάται ότι υπερβαίνει πλέον το 30% του ΑΕΠ, ακόμη και με βάση συντηρητικούς υπολογισμούς.
Ακόμη και με αυτή τη μετριοπαθή προσέγγιση, το αδήλωτο εθνικό προϊόν ξεπερνά τα 52 δισ. ευρώ. Ούτε λίγο ούτε πολύ αντιστοιχεί στην απώλεια του ΑΕΠ της χώρας κατά τη διάρκεια της οκταετούς κρίσης.
Καθημερινή