Η μεσαία τάξη συνεχίζει να αποδεκατίζεται και να φτωχοποιείται. Να περνά με τρόπο οδυνηρό και με ρυθμούς ανεμπόδιστους από μια φάση «νεοπλουτισμού», που συνοδεύτηκε από έντονες καταναλωτικές συμπεριφορές, σε μια φάση κατά την οποία αρχικά προσπάθησε να διατηρήσει το επίπεδο ζωής της και στη συνέχεια να εξασφαλίσει την επιβίωσή της. Η οικονομική κρίση επέφερε πλήγματα στη μεσαία τάξη όλων των χωρών της Ευρώπης. Ωστόσο, η ελληνική μεσαία τάξη ήταν εκείνη που πλήρωσε το πιο βαρύ τίμημα. Οπως εκτιμά η βρετανική εφημερίδα «Telegraph» σε έρευνά της για την κρίση στην Ευρώπη, η μέση ελληνική οικογένεια έχει «χάσει 14 χρόνια προόδου». Τι θα ακολουθήσει μετά και τη νέα φορολογική καταιγίδα; Οι απαισιόδοξοι ερευνητές βλέπουν έναν κύκλο να ολοκληρώνεται: «Η Ελλάδα, μια φτωχή χώρα με φτωχούς κατοίκους, εξελίχθηκε σε μια φτωχή χώρα με πλούσιους κατοίκους και ξαναγίνεται μια φτωχή χώρα με φτωχούς κατοίκους» επισημαίνουν.
Στο οικονομικό δελτίο του ΣΕΒ με τίτλο «Η μεσαία τάξη τρώει τις σάρκες της» (Μάρτιος 2016), στο οποίο καταγράφονται οι επιπτώσεις της κρίσης, αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι το μέσο ελληνικό νοικοκυριό, με βάση το οποίο γίνονται οι υπολογισμοί, είναι μια«στατιστική κατασκευή». Συμπεριλαμβάνει οικογένειες που έχουν εισοδήματα από εξαρτημένη εργασία, ατομικές επιχειρήσεις και ελεύθερα επαγγέλματα. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έκθεσης του ΣΕΒ, «το μέσο ελληνικό νοικοκυριό» κατά τη διάρκεια της κρίσης (2009-2014) απώλεσε λόγω της ύφεσης το 30% του εισοδήματός του. Αυτή η απώλεια, πολλαπλάσια εκείνης των νοικοκυριών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είχε αποτέλεσμα τη δραματική αριθμητική συρρίκνωση της μεσαίας τάξης. Σύμφωνα με έκθεσή της Credit Suisse (Οκτώβριος 2015), η ελληνική μεσαία τάξη, που αριθμούσε 5,8 εκατ. πολίτες, μειώθηκε στα χρόνια της κρίσης σε 4,6 εκατ. Σχεδόν 1,2 εκατ. Ελληνες είδαν τα εισοδήματά τους να καταρρέουν. Ταυτόχρονα, η αξία των περιουσιακών στοιχείων της μεσαίας τάξης μειώθηκε κατά περίπου 500 δισ. ευρώ. Εκτιμάται σε 678 δισ. δολάρια, από σχεδόν 1,2 τρισ. δολάρια το 2007.
Πρόσφατη έρευνα που παρουσιάστηκε στο συνέδριο της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σχετικά με το «Αβέβαιο μέλλον της ελληνικής μεσαίας τάξης», από τους καθηγητές Μαρία Καραμεσίνη και Στέφανο Γιακουμάτο είναι ενδεικτική της κατάρρευσης αυτού που αποκαλείται ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Η έρευνα αυτή επιχείρησε να προσεγγίσει τη μεσαία τάξη με οικονομικά-εισοδηματικά κριτήρια. Οπως εξηγεί στο «Βήμα» ο κ. Γιακουμάτος, ως μεσαία στρώματα υπολογίστηκαν τα ατομικά εισοδήματα που κυμαίνονταν από το 60% έως το 200% του διάμεσου διαθέσιμου ατομικού εισοδήματος, δηλαδή εισοδήματα από 5.022 ευρώ μέχρι και 16.742 ευρώ. Με βάση τα δηλωθέντα εισοδήματα του 2008, η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από το 70,8% του πληθυσμού που δήλωνε εισοδήματα μεσαίων τάξεων, στην αρχή της κρίσης, μόνο το 54,2% έχει εισοδήματα που θα μπορούσαν να το κατατάξουν στη μεσαία τάξη. Στην έρευνα αυτή, εκτός από τη μετακίνηση της μεσαίας τάξης προς τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, προκύπτει επίσης μια αξιοσημείωτη μείωση του αριθμού των οικογενειών που έχουν πάνω από έναν εργαζόμενο. Προκύπτει επίσης, ως προς τη σύνθεση της μεσαίας τάξης, μια αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων.
Ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο επιχειρείται η προσέγγιση της μεσαίας τάξης, είναι κοινή η διαπίστωση της απώλειας του μεγαλύτερου μέρους των εισοδημάτων της. Για παράδειγμα, η Στατιστική Υπηρεσία κατατάσσει τα εισοδήματα των φορολογουμένων σε 4 τεταρτημόρια. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν τα χαμηλά εισοδήματα και στην τελευταία τα υψηλά. Στις δύο ενδιάμεσες κατηγορίες, στις οποίες μπορεί να συμπεριληφθεί μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης, είναι φανερή η μεγάλη μείωση που υπήρξε. Η δεύτερη κατηγορία, από 10.985 ευρώ που δήλωνε κατά μέσο όρο το 2011, έπεσε στις 7.680 το 2014 και η τρίτη κατηγορία, από τις 15.808 στις 11.000. Από τον πίνακα προκύπτει ότι το 25% των Ελλήνων κατέχει το 47% του πλούτου.
Αλλά και στην περίπτωση που κάποιος θελήσει να περιορίσει τη μεσαία τάξη σε εισοδήματα μεταξύ 20.000 και 50.000 ευρώ τον χρόνο, η εικόνα, όπως δείχνουν τα δεδομένα της Εφορίας, παραμένει εξίσου τραγική. Από τα στοιχεία ανάλυσης των φορολογικών δηλώσεων μέχρι το 2015 (οικογενειακό εισόδημα) προκύπτει ότι ο αριθμός των οικογενειών που δηλώνουν εισοδήματα από 20.000 έως 30.000 ευρώ μειώθηκε σε 555.000 από 752.086, ενώ ο αριθμός των οικογενειών που δηλώνουν εισοδήματα από 30.000 έως 50.000 ευρώ είναι 400.000 οικογένειες από 604.000 που ήταν το 2010. Από τα 23 δισ. ευρώ που είχαν δηλωθεί το 2010, σε αυτό το κλιμάκιο έκαναν φτερά 11 δισ. ευρώ σε διάστημα τεσσάρων ετών. Παράλληλα, οι φτωχότεροι, όσοι δηλαδή δήλωναν εισόδημα μέχρι 12.000 ευρώ, αυξήθηκαν σε 3,7 εκατ. από σχεδόν 2,7 το 2010.
Η απαξίωση της ακίνητης περιουσίας
Τα παραπάνω στοιχεία αφορούν τα τρέχοντα εισοδήματα της μεσαίας τάξης. Το παζλ της κατάρρευσης συμπληρώνεται με τη δραματική υποβάθμιση της ακίνητης περιουσίας της. Περί τα 2,5 εκατομμύρια Ελληνες, που σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών διαθέτουν ακίνητα αξίας από 50.000 έως 300.000 ευρώ, είδαν την περιουσία τους να υποβαθμίζεται λόγω της πτώσης των αξιών των ακινήτων, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνά και το 50%. Παράλληλα, επιβαρύνθηκαν λόγω αυτής της περιουσίας με επιπρόσθετους φόρους.
«Το ελληνικό κράτος δεν έχει νόμισμα να υποτιμήσει και διάλεξε την οδό της υποτίμησης αγαθών, με πρώτο την ακίνητη περιουσία. Αποτέλεσμα, από πολίτες με ακίνητα να γίνουμε πωλητές ακινήτων» δηλώνει στο «Βήμα» ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιδιοκτητών Ακινήτων, Στράτος Παραδιάς, και επισημαίνει «ποιος όμως αγοράζει σήμερα; Πόσοι είναι οι πρόθυμοι να βγάλουν τη θηλιά από τον λαιμό του άλλου και να τη φορέσουν στον δικό τους;» Ο χαρακτηρισμός «θηλιά» για την ακίνητη περιουσία, προς την οποία κατευθύνθηκαν οι κόποι και οι αποταμιεύσεις όχι μίας, αλλά δύο και τριών γενιών, λέει πολλά. Η ακίνητη περιουσία, βασικό χαρακτηριστικό, στήριγμα αλλά και πηγή ασφάλειας της μεσαίας τάξης, αποτελεί βραχνά που απομυζά τους ιδιοκτήτες της.
Η εξαφάνιση των αποταμιεύσεων
Η μεσαία τάξη επιχείρησε να αντιδράσει στο σοκ των αλλεπάλληλων μισθολογικών μειώσεων που της στέρησαν μεγάλο μέρος του εισοδήματός της. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΒ, για να διατηρήσει το επίπεδο ζωής του, το μέσο ελληνικό νοικοκυριό αναζήτησε τη λύση στις αποταμιεύσεις του. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2012 η αποταμίευση των νοικοκυριών μηδενίζεται και έκτοτε γίνεται αρνητική. Ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος, η τρέχουσα αποταμίευση των ελληνικών νοικοκυριών από 7,5% το 2006 διαμορφώνεται πλέον σε -6,6% το 2015, με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης να έχουν θετικό ποσοστό αποταμίευσης. Η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, που επίσης πέρασαν τη δοκιμασία του Μνημονίου, έχουν ποσοστό αποταμίευσης περίπου 4,3%.
Το τέλος των αποταμιεύσεων ακολούθησαν η ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων (κοσμήματα κ.λπ.) και η συσσώρευση οφειλών προς την Εφορία. Το μέλλον, από την εποχή που «τέλειωσαν τα έτοιμα», φαντάζει ακόμη πιο ζοφερό. Για την αντιμετώπιση της πτώσης του βιοτικού επιπέδου δεν φαίνεται να υπάρχουν άλλα διαθέσιμα όπλα. Υπάρχει μόνο η μεταφορά στους δρόμους της οργής για όσα έγιναν και της αγωνίας για όσα θα ακολουθήσουν. Στο «κίνημα της γραβάτας» τα διεθνή ΜΜΕ βλέπουν την εκδήλωση της αγανάκτησης τμήματος της μεσαίας τάξης.
ΑΡΙΘΜΟΙ
500 δισ. ευρώ είναι σύμφωνα με με έκθεσή της Credit Suisse η μείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων της μεσαίας τάξης.
70,8% του πληθυσμού δήλωνε εισοδήματα μεσαίων τάξεων, στην αρχή της κρίσης. Σήμερα, μόνο το 54,2% έχει εισοδήματα που θα μπορούσαν να το κατατάξουν στη μεσαία τάξη.
«Μια φτωχή χώρα με φτωχούς κατοίκους»
Πρώην «νεόπλουτοι» καταφεύγουν στις κοινωνικές δομές των δήμων
Σε αντίθεση με την πεποίθηση του Μαρξ ότι θα παρέμενε προνομιούχα αλλά μικρή σε μέγεθος, η μεσαία τάξη αποτέλεσε το κρίσιμο κοινωνικό και οικονομικό μέγεθος των ανεπτυγμένων δυτικών οικονομιών. Στην Ελλάδα, η άνοδος της μεσαίας τάξης συνοδεύτηκε και από την μετακίνησή της από περιοχές του κέντρου προς τα προάστια που προσέφεραν καλύτερη ποιότητα ζωής.
Ο Δημήτρης Στεργίου εκλέγεται δήμαρχος στην Πεντέλη τα τελευταία 20 χρόνια. «Οταν ακούς για την Πεντέλη, ο νους σου πάει σε μια περιοχή πλουσίων με ισχυρή μεσαία τάξη, αλλά τα πράγματα δεν είναι πια έτσι» λέει στο «Βήμα», εξηγώντας ότι η πόλη του εξακολουθεί να έχει έναν σημαντικό αριθμό πλουσίων, αλλά η μεσαία τάξη όπως την ξέραμε δεν υπάρχει πια. «Τείνει να εκλείψει, οδηγείται στη φτωχοποίηση» αναφέρει χαρακτηριστικά. Αυτό δεν αποτυπώνεται μόνο στις επιχειρήσεις που κλείνουν, κάνοντας εύκολη την αναζήτηση φτηνής επαγγελματικής στέγης σε περιοχές που κάποτε ήταν απλησίαστες, ούτε στις αγοραπωλησίες ακινήτων, οι οποίες δείχνουν μια πτώση της τάξης του 50%. Αποτυπώνεται και στην αύξηση του αριθμού των πολιτών που αναζητούν καταφύγιο στα κοινωνικά προγράμματα του δήμου. Ο Δήμος Πεντέλης, για να στηρίξει τους αδύναμους πολίτες, προσφέρει κάθε μήνα ένα δέμα αξίας 80 ευρώ, το οποίο περιλαμβάνει βασικά είδη διατροφής. Ξεκίνησε το 2010 προσφέροντας περί τα 200 δέματα. Σήμερα, ο αριθμός αυξήθηκε στα 600 δέματα και την περίοδο των γιορτών φτάνει τα 1.000. Παράλληλα, οι γονείς που αδυνατούν πλέον να ανταποκριθούν στα έξοδα των φροντιστηρίων στρέφονται προς τα προγράμματα ενισχυτικής διδασκαλίας του δήμου. Ξεκίνησαν με 20 παιδιά και αυτή τη στιγμή εξυπηρετούν περί τα 150.
Τα Βριλήσσια είναι ένα προάστιο προς το οποίο μετακινήθηκαν από το κέντρο της Αθήνας και άλλες υποβαθμισμένες περιοχές της πρωτεύουσας πολίτες που ανήκουν στη μεσαία τάξη και στο μεγαλύτερο μέρος τους απασχολούνταν στον τομέα παροχής υπηρεσιών. Ο δήμαρχος,
Ξένος Μανιατογιάννης, έχει γεννηθεί στα Βριλήσια και θυμάται την εποχή της ανάπτυξης της περιοχής, με τη μαζική εγκατάσταση πολιτών που ανήκαν στη μεσαία τάξη. Η κρίση άλλαξε τα πάντα. Ωστόσο, η εικόνα που μεταδίδει είναι διαφορετική από τις άλλες περιοχές. Υπάρχει, βέβαια, μια αξιοσημείωτη αύξηση των αιτήσεων για τους παιδικούς σταθμούς του δήμου και αυξημένη παρουσία πολιτών στο κοινωνικό παντοπωλείο, το κοινωνικό φαρμακείο και τις υπόλοιπες κοινωνικές δομές δήμου, που εξυπηρετούν πάνω από 1.000 οικογένειες. Η οικοδομική δραστηριότητα έχει παγώσει, αλλά οι αξίες των ακινήτων στην περιοχή δεν έχουν μειωθεί δραματικά. Και σε αντίθεση με άλλες περιοχές, όπως αναφέρει «
δεν υπάρχουν τάσεις φυγής. Η πόλη κρατάει, ο κόσμος αντέχει ακόμη μειώνοντας δραστικά τις υποχρεώσεις του».
Το ΒΗΜΑ