Τακτική «στρουθοκαμήλου» τηρεί επί του παρόντος η δημοτική αρχή του Δήμου Ρόδου στο μείζον θέμα που ανέκυψε μετά από απόφαση «βόμβα» του ΣτΕ, που έκρινε ότι οι δήμοι είναι αναρμόδιοι για τη μετατροπή υποχρέωσης παραχώρησης τμήματος γηπέδου από τουριστική μονάδα σε καταβολή χρηματικού ποσού (εισφορά γης σε χρήμα).
Με δεδομένο συγκεκριμένα ότι σε περίπτωση υποβολής αιτήσεων ακύρωσης των διοικητικών πράξεων που έχουν ήδη εκδοθεί και έχουν εκτελεστεί, ο Δήμος Ρόδου θα βρεθεί εκτεθειμένος, αλλά και το γεγονός ότι εκκρεμούν προς έκδοση ακόμη πολλές όμοιες αποφάσεις, δεν δικαιολογείται ο εφησυχασμός που επιδεικνύει η δημοτική αρχή.
Προκαλεί μάλιστα σοβαρά ερωτηματικά η εμμονή της στην έκδοση των αποφάσεων για την είσπραξη εισφορών γης σε χρήμα όταν από την πρώτη στιγμή η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου, δια της νομικής της υπηρεσίας με γνωμοδότηση του κ. Γεωργίου Φιλιππάκου, είχε καταστήσει σαφές ότι ο Δήμος Ρόδου ήταν αναρμόδιος σε διοικητικό και πολιτικό επίπεδο για την τακτοποίηση της πολυετούς εκκρεμότητας.
Στην γνωμοδότηση του κ. Φιλιππάκου αναφέρονται συγκεκριμένα τα εξής:
«Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 282 του Ν. 3852/2010 (Καλλικράτης) Γενικές Μεταβατικές διατάξεις 1 .α. Για τις αρμοδιότητες των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, που περιέρχονται στις περιφέρειες του παρόντος νόμου και στους δήμους, αντιστοίχως, και για τις οποίες οι διατάξεις νόμων και κανονιστικών πράξεων, που τις οριοθετούν, προβλέπουν, ως αρμόδια όργανα άσκησης τους το Νομάρχη, το Νομαρχιακό Συμβούλιο και τη Νομαρχιακή Επιτροπή, από την έναρξη άσκησης των σχετικών αρμοδιοτήτων, για μεν τις περιφέρειες νοούνται, ως αρμόδια όργανα άσκησης τους, ο περιφερειάρχης, το περιφερειακό συμβούλιο και η οικεία οικονομική επιτροπή της περιφέρειας, για δε τους δήμους ο δήμαρχος, το δημοτικό συμβούλιο και η οικεία επιτροπή.
Συνεπώς όπου παρακάτω στη νομοθεσία αναφέρεται «ο νομάρχης » στο εξής νοείται « ο περιφερειάρχης».
Εισαγωγικά επισημαίνεται ιδιαίτερα ότι η εισφορά σε γη ή χρήμα εντάσσεται στο νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τη ρύθμιση χωροταξικών – περιβαλλοντικών θεμάτων (εγκρίσεις – τροποποιήσεις ρυμοτομικών σχεδίων, καθορισμός όρων δόμησης κλπ) και όχι πολεοδομικών.
Ετσι σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί βασίμως να θεωρηθεί ότι οι γενικές διατάξεις του Ν.3852/2010 (Καλλικράτης) όπως αυτή του άρθρου 94 με τις οποίες πλέον μεταβιβάσθηκαν στου Δήμους οι αρμοδιότητες που αφορούν στην έκδοση οικοδομικών αδειών, επεκτείνονται και καταλαμβάνουν και ρυθμιστικές για τη χωροταξία και το περιβάλλον διατάξεις όπως είναι αυτές που αφορούν στο θέμα της εισφοράς σε γη ή χρήμα.
Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται από το σύνολο των διατάξεων τόσο του προϊσχύσαντος δικαίου της σύστασης των αυτοδιοικούμενων περιφερειών όσο και του ισχύοντος σήμερα.
Ενδεικτικά:
1. στα άρθρο 8 και 9 του Ν, 1337/1983 που ρυθμίζουν γενικώς την εισφορά σε γη και χρήμα αντίστοιχα, αρμόδιο αποφασιστικό όργανο για την έκδοση της διαπιστωτικής πράξης είναι ο νομάρχης και τώρα με την τροποποίηση τους με το νόμο 4315/2014 ο περιφερειάρχης.
2. Στο άρθρο 8 παρ. 2 η αρμοδιότητα των Δήμων επί του θέματος είναι αποκλειστικά και μόνο γνωμοδοτική και όχι αποφασιστική ( επί λέξει « μετά από γνώμη του οικείου δημοτικού συμβουλίου»).
3. Στο άρθρο 8 παρ. 10 η αρμοδιότητα έκδοσης της διαπιστωτικής πράξης ανήκει στον περιφερειάρχη.
4. Στο άρθρο 1 του π.δ. 5/1986 η συγκρότηση των Επιτροπών που προσδιορίζουν την αξία των ακινήτων που περιλαμβάνονται στις πράξεις εφαρμογής για τις περιοχές που εμπίπτουν στις διατάξεις περί εισφορών σε γη και χρήμα, γίνεται με απόφαση του περιφερειάρχη.
ΙΙ. Ειδικά επί των τουριστικών εγκαταστάσεων
Αλλά και από τις ειδικότερες για τις τουριστικές εγκαταστάσεις και για τα ειδικά κτίρια διατάξεις επιβεβαιώνεται η αποφασιστική αρμοδιότητα του περιφερειάρχη (παλιότερα του νομάρχη) αλλά κα ιη γνωμοδοτική και μάλιστα απλή αρμοδιότητα των δήμων επί του θέματος. Ετσι:
1. Σύμφωνα με το ΠΔ 30-//1991 (ΠΔ ΦΕΚ Δ 474 1991): Τουριστικές Εγκαταστάσεις εκτός σχεδίου νομών Χαλκιδικής, Κέρκυρας, Ρόδου, Κρήτης. (Άρθρο 1 παρ. 3.):
« Η κατά την παράγραφο 7 του άρθρου 1 του από 20.11.1988 Π.Δ/τος (Δ` 61), υποχρέωση παραχώρησης τμήματος του γηπέδου, είναι δυνατόν να μετατραπεί σε υποχρέωση καταβολής προς τον οικείο ΟΤΑ, του αναλόγου χρηματικού ποσού, εξευρισκομένου επί τη βάσει της τιμής μονάδας αποζημιώσεως, που ορίζεται σύμφωνα με τις περί απαλλοτριώσεως διατάξεις. Προς τούτο, ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει αίτηση προς τον οικείο Νομάρχη, ο οποίος εκτιμών αιτιολογημένως τα δεδομένα του πολεοδομικού σχεδιασμού της περιοχής, δύναται, άνευ άλλης διαδικασίας να αποδεχθεί την αίτηση. Στην περίπτωση αυτή, ισχύουν τα οριζόμενα στην παρ. 8 εδαφ. 5 του άρθρου 1 του από 20.1.1988 Π.Δ/τος (δ` 61).
2. Σύμφωνα με το ΠΔ 28-//1988 (ΠΔ ΦΕΚ Δ 61 1988): Τροπ/ση ΠΔ 6-10-1978 (δόμηση ειδικών κτιρίων εκτός σχεδίου κλπ). (Άρθρο 1 παρ. 8.):
« Μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου προς τη Νομαρχία, η κατά την προηγούμενη υποπαράγραφο υποχρέωση παραχώρησης τμήματος του γηπέδου είναι δυνατόν να μετατραπεί σε υποχρέωση καταβολής προς τον οικείο δήμο ή κοινότητα χρηματικού ποσού. Η τιμή μονάδας στην περίπτωση αυτή ορίζεται σύμφωνα με τις περί απαλλοτριώσεως διατάξεις. Η μετατροπή αυτή πραγματοποιείται με απόφαση του Νομάρχη ύστερα α) από γνωμοδότηση του οικείου δήμου ή κοινότητας και β) από εισήγηση των αρμοδίων υπηρεσιών του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων (Δ/νσεις Πολεοδομίας και ΤΠ και ΠΕ Νομαρχιών). Η γνωμοδότηση του οικείου δήμου ή της κοινότητας εκδίδεται εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών, αφ` ότου ζητηθεί τούτο από τη Νομαρχία, στην περίπτωση δε που η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη η συναίνεση του δήμου ή της κοινότητας θεωρείται δεδομένη. Η απόφαση του Νομάρχη εκδίδεται εντός συνολικής προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή της σχετικής αίτησης του ενδιαφερομένου. Σε περίπτωση που η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη το αίτημα της μετατροπής θεωρείται ότι γίνεται αποδεκτό.
Συμπέρασμα
Από τα παραπάνω και μόνο με τη γραμματική ερμηνεία αλλά και από την νομολογία (ενδεικτικά ΣΤΕ 2138/1999, 4031/1998, 1409/1995, Δεφ749/2013 κ.α), συνάγεται ότι αφενός μεν οι δήμοι μόνο γνωμοδοτική αρμοδιότητα έχουν επί του θέματος, αφετέρου δε η αποφασιστική αρμοδιότητα ανήκει στον περιφερειάρχη (παλιότερα στον νομάρχη)».