Στον «αέρα» βρίσκεται η πρωτοβάθμια περίθαλψη των ασφαλισμένων του ΕΟΠΥΥ που, λόγω των κινητοποιήσεων των ιδιωτικών διαγνωστικών εργαστηρίων, είναι αναγκασμένοι να πληρώνουν από την τσέπη τους για εργαστηριακές και απεικονιστικές εξετάσεις, εκτός και εάν είναι διατεθειμένοι να περιμένουν στις ατελείωτες ουρές των εργαστηρίων των νοσοκομείων και των κέντρων υγείας του ΕΣΥ. Χθες, οι εκπρόσωποι των διαγνωστικών εργαστηρίων αποφάσισαν να αλλάξουν μορφή στις κινητοποιήσεις τους, ανοίγοντας ξανά από σήμερα τα εργαστήριά τους, αλλά αναστέλλοντας την επί πιστώσει παροχή υπηρεσιών στους ασφαλισμένους του ΕΟΠΥΥ.
Οπως αναφέρεται σε ανακοίνωση των φορέων Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, οι οποίοι μάλιστα επισπεύδουν τις διαδικασίες για καταγγελία της σύμβασης με τον ΕΟΠΥΥ, οι ασφαλισμένοι θα πληρώνουν την ασφαλιστική τιμή που αναγράφεται στο παραπεμπτικό και θα απαλλάσσονται από το 15% συμμετοχής στο κόστος, ενώ με την απόδειξη που θα λαμβάνουν θα διεκδικούν τα χρήματά τους από τον ΕΟΠΥΥ. Δωρεάν θα εξυπηρετούνται οι καρκινοπαθείς, κατά την εκτίμηση του επείγοντος του θεράποντος ιατρού, και τα οξέα περιστατικά όπου κινδυνεύει η ζωή του ασφαλισμένου.
Πάντως, σύμφωνα με τα όσα δήλωσε ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός, χθες, στη δημόσια τηλεόραση, οι ασφαλισμένοι δεν θα λάβουν πίσω τα χρήματα που θα πληρώσουν για τις εξετάσεις τους, καθώς, όπως είπε, μια τέτοια ενέργεια δεν προβλέπεται από τη σύμβαση που έχει συνάψει ο ΕΟΠΥΥ με τα διαγνωστικά κέντρα. Πρόσθεσε, δε, ότι γίνεται προσπάθεια να αυξηθεί η «χωρητικότητα» του δημόσιου συστήματος Υγείας με το να δέχονται χωρίς ραντεβού τα νοσοκομεία και τα κέντρα υγείας ασφαλισμένους για εργαστηριακές και απεικονιστικές εξετάσεις. Επιπλέον, προωθείται η άρση του περιορισμού του αριθμού των εξετάσεων που μπορούν να διενεργούνται στα απογευματινά εργαστήρια των νοσοκομείων.
Ο υπουργός ανέφερε ότι η απόφαση των εκπροσώπων των εργαστηρίων οδηγεί «μοιραία και με μαθηματική ακρίβεια σε ντε φάκτο καταγγελία των συμβάσεων» και κάλεσε τους εργαστηριακούς γιατρούς να αναλογιστούν την κρισιμότητα της συγκυρίας και να δεχθούν τις προτάσεις του υπουργείου για την εκτόνωση της κρίσης. Επιτέθηκε δε στα μεγάλα διαγνωστικά κέντρα, τα οποία, όπως είπε, «εν πολλοίς συμβάλλουν στην προκλητή ζήτηση εξετάσεων», και «επιδιώκουν να μην υπάρξει λύση ώστε να διαπραγματευθούν με τη νέα κυβέρνηση σύμβαση υπέρ των δικών τους συμφερόντων». Τέλος, κάλεσε τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας να τοποθετηθούν σε αυτή την κρίση.
Υπενθυμίζεται ότι οι εκπρόσωποι των διαγνωστικών απέρριψαν την πρόταση του υπουργείου για αύξηση του φετινού προϋπολογισμού για διαγνωστικές εξετάσεις κατά 30 εκατ. ευρώ, ζητώντας την απαλλαγή τους από την αναγκαστική έκπτωση (claw back) του δεύτερου εξαμήνου του 2018, ύψους περίπου 55 εκατ. ευρώ. «Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο Ελληνας ασθενής δεν είναι πολίτης δεύτερης κατηγορίας, το κράτος οφείλει να πληρώσει για ποιοτικές υπηρεσίες υγείας», δήλωσε ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών Γιώργος Πατούλης και τόνισε: «Ο ιατρικός κόσμος έβαλε πλάτη τα χρόνια της κρίσης και στήριξε το σύστημα υγείας που κατέρρεε, ωστόσο τώρα απειλείται πλέον η επιβίωσή του».