Σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δωδεκανήσου παραπέμφθηκε για την 2α Σεπτεμβρίου 2020 ένας κάτοικος Αθηνών, κατηγορούμενος για εκβίαση γνωστής επιχείρησης της Ρόδου, τετελεσμένης και σε απόπειρα κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια με το περιουσιακό όφελος να ξεπερνάει το ποσό των 10.000 ευρώ που φέρεται ότι τέλεσε στη Ρόδο και στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 2013 έως και τον Φεβρουάριο του έτους 2016.
Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος με την ιδιότητα του περιφερειακού διευθυντή πασίγνωστης εταιρείας με δραστηριότητα στην εμπορία τροφίμων και υπεύθυνου για την περιοχή της Ρόδου, περί τις αρχές του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2013 φέρεται να απείλησε τον ομόρρυθμο εταίρο και νόμιμο εκπρόσωπο γνωστής ετερόρρυθμης εταιρείας που δραστηριοποιείται στη Ρόδο στο εμπόριο χονδρικής, ότι αν δεν του καταβάλει το χρηματικό ποσό των 2.000 ευρώ, δεν θα του επιστρέψει, ως όφειλε, τις επιταγές έκδοσης της εγκαλούσας εταιρείας ποσού περίπου 150.000 ευρώ σε διαταγή της εταιρείας που εργαζόταν και που είχαν δοθεί ως εγγύηση για την ομαλή εκτέλεση των μεταξύ των εταιρειών, νομίμως εκπροσωπουμένων, συμφωνημένων, έχοντας μάλιστα εμφανίσει και σφραγίσει, ως μέσο άσκησης πίεσης, μια επιταγή έκδοσης της εγκαλούσας, ποσού 50.000 ευρώ, το οποίο δεν οφειλόταν στην προμηθεύτρια εταιρεία.
Ο ομόρρυθμος εταίρος της εγκαλούσας εταιρείας, προκειμένου να του επιστρέψει τα επίδικα σώματα των εγγυητικών επιταγών και να γίνουν ακολούθως οι σχετικές διαδικασίες για την διαγραφή της εγκαλούσας εταιρείας από το σύστημα «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ», στο οποίο καταχωρήθηκε, λόγω της εμφάνισης της ως άνω επιταγής και σφράγισης αυτής, φέρεται να αναγκάστηκε σε συνάντηση που είχαν στην Αθήνα να του καταβάλει σε μετρητά το χρηματικό ποσό των 2.000 ευρώ. Μετά την εν λόγω καταβολή τα σώματα των επίδικων τραπεζικών επιταγών εστάλησαν ταχυδρομικώς στην εγκαλούσα εταιρεία στην Ρόδο.
Αργότερα, τον Αύγουστο του έτους 2013 προκειμένου να μεσολαβήσει, λόγω της επιρροής, που κατά τα λεγόμενα του είχε στους διευθύνοντες της προμηθεύτριας εταιρείας ώστε να μην γίνει αποκλειστικός αντιπρόσωπος των προϊόντων αυτής στην Ρόδο άλλη ανταγωνιστική εταιρεία, πράγμα που θα σήμαινε την οικονομική καταστροφή της εγκαλούσας εταιρείας λόγω της πλήρους εξάρτησής της από την προμηθεύτρια, ζήτησε και έλαβε από τον νόμιμο εκπρόσωπο της εγκαλούσας το χρηματικό ποσό των 2.000 ευρώ, το οποίο ο τελευταίος κατέβαλε τμηματικά σε προσωπικό τραπεζικό του λογαριασμό σε δύο ισόποσες δόσεις των 1.000 ευρώ.
Ακολούθως, περί τα τέλη του μηνός Νοεμβρίου με αρχές του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2013 φέρεται να ζήτησε από τον εγκαλούντα το χρηματικό ποσό των 1.500 ευρώ, προκειμένου να μεσολαβήσει στους υπεύθυνους της προμηθεύτριας εταιρείας, ώστε η τελευταία να δεχθεί ως εγγύηση καλής εκτέλεσης των μεταξύ αυτής και της εγκαλούσας εταιρείας συμφωνημένων συναλλαγματικές έκδοσης της εγκαλούσας εταιρείας αντί τραπεζικών εγγυητικών επιταγών, στην έκδοση των οποίων αδυνατούσε να προβεί η εγκαλούσα, λόγω της προαναφερθείσας σφράγισης της επιταγής ποσού 50.000 ευρώ, της καταχώρησης της στο σύστημα «TEIPEΣIAΣ» και της συνακόλουθης αδυναμίας έκδοσης νέου μπλοκ τραπεζικών επιταγών.
Πράγματι, ο εγκαλών κατέβαλε στον προσωπικό τραπεζικό του λογαριασμό το χρηματικό ποσό των 1.500 ευρώ, φοβούμενος ότι αν δεν συμμορφωθεί κινδυνεύει η εμπορική συνεργασία της εγκαλούσας με την προμηθεύτρια εταιρεία.
Επιπλέον, στα μέσα του μηνός Νοεμβρίου του έτους 2014, φέρεται να ζήτησε από τον εγκαλούντα το χρηματικό ποσό των 500 ευρώ προκειμένου ομοίως να πείσει τους υπευθύνους της προμηθεύτριας εταιρείας για την αξιοπιστία και την φερεγγυότητα της εγκαλούσας εταιρείας ώστε να συνεχιστεί η συνεργασία τους, ποσό που του καταβλήθηκε σε μετρητά από τον εγκαλούντα.
Εν συνεχεία, τον Φεβρουάριο του έτους 2015, φέρεται να ζήτησε από τον εγκαλούντα το χρηματικό ποσό των 2.000 ευρώ προκειμένου να μεσολαβήσει στον νέο επιθεωρητή πωλήσεων της προμηθεύτριας εταιρείας στην Ρόδο, ώστε η εγκαλούσα εταιρεία να έχει την εύνοιά του και να συνεχιστεί η συνεργασία τους, ισχυριζόμενος ότι μπορεί να πράξει τούτο, αφού έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στην επιλογή των συνεργατών της περιφέρειας.
Ο εγκαλών προσπάθησε να αποφύγει την καταβολή του παραπάνω ποσού, τελικά όμως μετά από συνεχείς τηλεφωνικές πιέσεις του και υπό τον φόβο της λήξης της συνεργασίας του με την προμηθεύτρια εταιρεία, φέρεται να αναγκάστηκε να του καταβάλει στον τραπεζικό του λογαριασμό το χρηματικό ποσό των 850 ευρώ και αργότερα το χρηματικό ποσό των 1.000 ευρώ, ενώ τον Ιούλιο του έτους 2015, σε μη επακριβώς προσδιορισμένη ημερομηνία, του κατέβαλε με τον ίδιο τρόπο το χρηματικό ποσό των 250 ευρώ σε μετρητά.
Επιπλέον, εντός του έτους 2015, σε μη επακριβώς προσδιορισμένη ημερομηνία, κατηγορείται ότι απείλησε τον εγκαλούντα ότι αν δεν του καταβάλει το χρηματικό ποσό των 1.500 ευρώ, δεν θα μεσολαβήσει για την ανανέωση του συμβολαίου συνεργασίας της εγκαλούσας με την προμηθεύτρια εταιρεία, ότι δεν θα σταλούν προϊόντα προς την εγκαλούσα, καθώς και ότι θα προωθεί περισσότερο τα συμφέροντα άλλης ανταγωνιστικής εταιρείας κατορθώνοντας έτσι πράγματι να του αποσπάσει, υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της εγκαλούσας εταιρείας, το παραπάνω ποσό, το οποίο του καταβλήθηκε μέσω τρίτου προσώπου εντός φακέλου.
Ακολούθως, περί τα τέλη του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2015 φέρεται να προσπάθησε να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία της εγκαλούσας εταιρείας ζητώντας από τον νόμιμο εκπρόσωπο αυτής μη επακριβώς εξακριβωμένο χρηματικό ποσό, ώστε να μεσολαβήσει για την συνέχιση της συνεργασίας μεταξύ της προμηθεύτριας εταιρείας και της εγκαλούσας εταιρείας, πράξη η οποία ωστόσο δεν ολοκληρώθηκε όχι από δική του βούληση, αλλά από εξωτερικά εμπόδια και δη επειδή ο εγκαλών δεν ενέδωσε στους εκβιασμούς του και δεν του κατέβαλε τα εν λόγω χρήματα.
Έπειτα, στις αρχές Φεβρουαρίου του έτους 2016 απευθύνθηκε εκ νέου στον εγκαλούντα λέγοντάς του ότι αν δεν του καταβληθεί το ποσό των 2.500 ευρώ εντός 10 ημερών η συνεργασία με την προμηθεύτρια εταιρεία θα διακοπεί εντός των επόμενων 10 ημερών. Πράγματι, επειδή ο εγκαλών δεν συμμορφώθηκε στις εκβιαστικές απαιτήσεις του και δεν του κατέβαλε το παραπάνω χρηματικό ποσό, πραγματοποίησε τις απειλές του και περί τα τέλη του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2016 λύθηκε η εμπορική συνεργασία της προμηθεύτριας με την εγκαλούσα εταιρεία.
Συνεπεία της ανωτέρω περιγραφόμενης συμπεριφοράς του αποκόμισε παράνομο περιουσιακό όφελος, συνολικού ποσού 10.500 ευρώ από τον εγκαλούντα, για λογαριασμό της εκπροσωπούμενης από αυτόν εταιρείας, ο οποίος υπέκυψε στους εκβιασμούς του, προκαλώντας ισόποση ζημία στην περιουσία της εγκαλούσας εταιρείας και του νομίμου εκπροσώπου της.