Ενώπιον της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Ρόδου με μήνυση κατά ενός λογιστή και μιας ιδιοκτήτριας ταξιδιωτικού γραφείου προσέφυγε γνωστή ετερόρρυθμη εταιρεία της Ρόδου, που δραστηριοποιείται στον κλάδο του τουρισμού, ζητώντας την άσκηση ποινικών διώξεων εις βάρος τους για κακουργηματική απάτη, υπεξαίρεση και πλαστογραφία!
Η εταιρεία ασχολείται με πρακτορεύσεις πλοίων, επιβατηγών και οχηματαγωγών και όλων των συναφών δραστηριοτήτων, ενώ παράλληλα λειτουργεί και ως γραφείο γενικού τουρισμού.
Ο πρώτος μηνυόμενος, τυγχάνει βασικός, μόνιμος υπάλληλος του λογιστηρίου της εταιρείας για χρονικό διάστημα πλέον των είκοσι ετών και διαχειριζόταν μόνος του, το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας του πρακτορείου
Η δεύτερη, λειτουργεί τουριστικό πρακτορείο και προμηθεύεται εισιτήρια για τα επιβατηγά και άλλα πλοία.
Στις 15 Μαΐου 2024, από ένα τυχαίο γεγονός, εξ’ αφορμής κάποιας παρατήρησης – επισήμανσης μίας νέας υπαλλήλου, οι ιδιοκτήτες της εταιρείας διαπίστωσαν έκπληκτοι κάποιες εσφαλμένες και παραποιημένες εγγραφές στην καρτέλα με την κίνηση του λογαριασμού του πρακτορείου της δεύτερης μηνυόμενης.
Υποψιαζόμενοι ότι κάτι παράνομο και επιλήψιμο συμβαίνει εν προκειμένω, με τις εγγραφές στην καρτέλα αυτή, ανέθεσαν κρυφά από τον λογιστή, σε έτερους λογιστές, να ελέγξουν τις εγγραφές στην συγκεκριμένη καρτέλα με την κίνηση του πρακτορείου της, οπότε και διαπίστωσαν έκπληκτοι ότι εν αγνοία τους και χωρίς την παραμικρή συναίνεση ή συγκατάθεσή τους, οι μηνυόμενοι, είχαν προβεί από κοινού και με οργανωμένο σχέδιο και εκτέλεση, στην εξαπάτησή τους και την παράνομη ιδιοποίηση επί σειράν ετών (κατ’ εξακολούθηση), τεράστιων χρηματικών ποσών.
Με την βοήθεια εξειδικευμένου προσωπικού, διαπίστωσαν έκπληκτοι, ότι επί σειρά πολλών ετών (η έρευνα πήγε πίσω σε βάθος 10ετίας, ήτοι από το έτος 2014 έως σήμερα), μέσω συγκεκριμένης μεθοδολογίας και τακτικής που ακολουθούσαν οι εγκαλούμενοι – μηνυόμενοι σε αγαστή συνεργασία μεταξύ τους, πέτυχαν να ιδιοποιηθούν 1.017.020,95 €.
Στις 15 Ιουνίου 2024 απέστειλαν εξώδικο στους εγκαλουμένους και μέχρι και σήμερα δεν έχουν επιστρέψει τα χρήματα που απέσπασαν.
Ειδικότερα, ο πρώτος εγκαλούμενος γνωρίζοντας τις λεπτομέρειες της οικονομικής διαχείρισης και λειτουργίας του ναυτικού πρακτορείου, βοηθούσε την δεύτερη να εκδίδει πολύ περισσότερα εισιτήρια από αυτά που αναλογούσαν στο πρακτορείο της, με βάση τα χρήματα που κατέθετε στον τραπεζικό λογαριασμό, ιδιοποιούμενη παράνομα το επιπλέον αυτό ποσό – αντίτιμο των εισιτηρίων.
Ο λογιστής, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος μεταξύ άλλων και με την επικαιροποίηση της καρτέλας του εκάστοτε συνεργαζόμενου πρακτορείου, όπως εν προκειμένω το πρακτορείο της δεύτερης, φέρεται να παραποιούσε συστηματικά τις εγγραφές στην καρτέλα με την κίνηση του πρακτορείου της, προκειμένου να εμφανίζεται συνεπής στις οικονομικές υποχρεώσεις της, δηλαδή να έχει «αρνητικό» υπόλοιπο (πίστωση), ώστε να δύναται να πουλάει πολύ περισσότερα εισιτήρια από αυτά που της αναλογούσαν.
Εν συνεχεία, κάθε δεκαπέντε ημέρες, σε ναυτιλιακές εταιρείες, έστελνε τα επονομαζόμενα «δηλωτικά», δηλαδή αναλυτική κατάσταση με τα εισιτήρια που πούλησε (εξέδωσε), το κάθε συνεργαζόμενο υποπρακτορείο, ώστε αφενός να εμβάζουν εκείνοι τα χρήματα που δικαιούται ανά 15 ημέρες η εκάστοτε ναυτιλιακή εταιρεία και αφετέρου, να μπορούν να ελέγχουν, εάν τα εισιτήρια που εξέδωσε το κάθε συνεργαζόμενο πρακτορείο, ανταποκρίνονται στις τραπεζικές καταθέσεις και τα χρήματα που είχε προκαταβάλει.
Ο λογιστής φέρεται, τα έτη από 2014 έως και 2022 (με εξαίρεση τα δηλωτικά του Δεκεμβρίου 2022), να παραποιούσε μόνο τα «δηλωτικά» των ναυτιλιακών εταιρειών με τις οποίες συνεργάζεται το πρακτορείο.
Από τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2023 έως και τον μήνα Απρίλιο του έτους 2024 ο λογιστής φέρεται να άλλαξε μεθοδολογία, κι εκτός από τα δηλωτικά, άρχισε να παραποιεί και τις τραπεζικές καταθέσεις των πελατών. Αφενός, εμφάνιζε στην καρτέλα με την κίνηση της δεύτερης εγκαλούμενης, τραπεζικές καταθέσεις που αφορούσαν άλλους πελάτες ή άλλα συνεργαζόμενα πρακτορεία και αφετέρου, παραποιούσε τα νούμερα των καταθέσεων αυτών (π.χ. το 500 €, το έκανε 1.500 € ή 2.500 € κ.ο.κ.).
Η δεύτερη εγκαλούμενη σε άμεση συνέργεια με τον πρώτο εγκαλούμενο, χωρίς την βοήθεια του οποίου θα ήταν αδύνατον να εκτελεστεί η απάτη, υπεξαίρεση και πλαστογραφία προς όφελος και των δύο, προέβη σε πώληση εισιτηρίων τα οποία δεν δικαιούτο να πωλήσει, εισέπραττε το αντίτιμο αυτών και φυσικά ενεθυλάκωνε αυτά.
Σημειώνεται ότι η δεύτερη εγκαλούμενη όπως και ο πρώτος εγκαλούμενος, φέρονται να αναγνώρισαν την εγκληματική τους δραστηριότητα και την οικονομική ζημία της εταιρείας.
Την υπόθεση χειρίζεται το δικηγορικό γραφείο Ακη Δημητριάδη.