Αθήνα, 12
Του Χάρη Ιωάννου
Σφοδρή πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης έχει ξεσπάσει από το πρωί της Τετάρτης, με την Δικαιοσύνη να βρίσκεται ακόμη μια φορά στο επίκεντρο.
Η πρόθεση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων να αυξηθούν τα όρια ηλικίας της υποχρεωτικής συνταξιοδότησης των δικαστικών (σ.σ. βάσει Συντάγματος είναι τα 67) προκαλεί θύελλα αντιδράσεων, με σύσσωμες τις δικαστικές ενώσεις να κάνουν λόγο για «τρόμο», «ανεπίτρεπτη προχειρότητα» και παραβίαση του Συντάγματος.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις στελεχών της αντιπολίτευσης, η ρύθμιση αφορά κατά κύριο λόγο την σημερινή πρόεδρο του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου, η οποία τον Ιούνιο του 2017 αποχωρεί υποχρεωτικά λόγω συμπλήρωσης του 67ου έτους.
Αρχικά ο Ευάγγελος Βενιζέλος και κατόπιν η ΝΔ, το Ποτάμι και η Ένωση Κεντρώων επισημαίνουν ότι το άρθρο του Συντάγματος είναι σαφές και καλούν την κυβέρνηση να αποσύρει τα σχέδιά της.
Με ανακοίνωσή του ο υπουργός Δικαιοσύνης και καθηγητής Νομικής Νίκος Παρασκευόπουλος δεν διαψεύδει ότι υπάρχουν τέτοιοι σχεδιασμοί στις σκέψεις της κυβέρνησης και προσπαθεί να καθησυχάσει λέγοντας ότι οι αντιδράσεις σημειώνονται «πριν καν η κυβέρνηση σκεφθεί, μελετήσει ή διατυπώσει μια πρόθεση σχετική με την ουσία ή τους τρόπους του θέματος».
Νέα Δημοκρατία: Αδιανόητη η οποιαδήποτε μεταβολή
Αδιανόητη χαρακτηρίζει η Νέα Δημοκρατία οποιαδήποτε μεταβολή στο όριο ηλικίας για την αποχώρηση των δικαστικών λειτουργών, καθώς όπως σημειώνει το όριο αυτό είναι συνταγματικά προσδιορισμένο.
«Οποιαδήποτε μεταβολή σε αυτό το όριο είναι αδιανόητη. Καλούμε την Κυβέρνηση να σταματήσει τα παιχνίδια με τους θεσμούς, το Σύνταγμα, τη Δικαιοσύνη και εν τέλει την ίδια τη Δημοκρατία», αναφέρει η ΝΔ.
Βενιζέλος: Το Σύνταγμα είναι σαφές
Με την ιδιότητά του και ως καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου, ο τέως πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ξεκαθαρίζει προς όλες τις κατευθύνσεις ότι κάτι τέτοιο συνιστά παραβίαση του Συντάγματος, καθώς η διάταξη είναι σαφής και μιλά για «υποχρεωτική αποχώρηση».
Όπως λέει ο κ. Βενιζέλος, «είναι συνεπώς προφανές ότι το άρθρο 88 παρ. 5 θέτει όριο ηλικίας που αποκλείεται να αυξηθεί με νόμο, το δε άρθρο 118 παρ. 1 δεν αφήνει κανένα περιθώριο ερμηνευτικού αυτοσχεδιασμού».
Ποτάμι: Συνταγματική εκτροπή
«Η ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων ότι “η συνταγματική διάταξη για τα ηλικιακά όρια παραμονής στην υπηρεσία δεν αφήνει απολύτως κανένα περιθώριο παρερμηνείας”, αποτελεί κόλαφο για όσους στην κυβέρνηση σχεδίαζαν άλλη μια συνταγματική εκτροπή», αναφέρει το Ποτάμι και προσθέτει:
«Τρόμο προκαλεί οποιαδήποτε σκέψη για μεταβολή του ανώτατου συνταγματικού ορίου με τυπικό νόμο» αναφέρεται στην ανακοίνωση της Ένωσης. Ελπίζουμε μετά από αυτό η κυβέρνηση να εγκαταλείψει τα σχέδιά της για παράταση της θητείας αρεστών στους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δικαστών –γιατί περί αυτού πρόκειται».
Ένωση Κεντρώων:
Διαφωνούμε
με την αύξηση
«Σχετικά με το αίτημα κάποιων για αύξηση ορίου εξόδου σε σύνταξη των ανωτέρων δικαστικών, η Ένωση Κεντρώων εκφράζει την διαφωνία της και ζητάει την πιστή τήρηση των συνταγματικών διατάξεων. Δεν είναι δυνατόν από το δικαστικό σώμα να ακούονται φωνές για παραβίαση συνταγματικών κανόνων».
Ένωση Δικαστών
και Εισαγγελέων: Κίνδυνος ανεξέλεγκτων καταστάσεων
Η ΕΔΕ επικαλείται και παραθέτει το άρθρο 88 παρ. 5 του Συντάγματος για να τονίσει ότι «δεν αφήνει κανένα απολύτως περιθώριο παρερμηνείας». Η Ένωση επικρίνει με σφοδρότητα εκείνους που έθεσαν το θέμα τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι «προκαλεί τρόμο κυρίως για την ευκολία και την ανεπίτρεπτη προχειρότητα με την οποία επιχειρείται να ξεπεραστούν ανυπέρβλητοι συνταγματικοί φραγμοί».
Συγκεκριμένα, η συνταγματική διάταξη προβλέπει τα εξής: «Οι δικαστικοί λειτουργοί έως και το βαθμό του εφέτη ή του αντεισαγγελέα εφετών και τους αντίστοιχους με αυτούς βαθμούς, αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το 65ο έτος της ηλικίας τους και όλοι όσοι έχουν βαθμούς ανώτερους από αυτούς ή τους αντίστοιχους με αυτούς αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το 67ο έτος της ηλικίας τους».
Σύμφωνα με την Ένωση, έτσι εφαρμόζεται από την ψήφισή της το 1975 χωρίς ποτέ κανείς να αμφισβητήσει το νόημά της.
«Οποιαδήποτε συνεπώς σκέψη για μεταβολή του ανώτατου συνταγματικού ορίου με τυπικό νόμο προκαλεί τρόμο κυρίως για την ευκολία και την ανεπίτρεπτη προχειρότητα με την οποία επιχειρείται να ξεπεραστούν ανυπέρβλητοι συνταγματικοί φραγμοί», συμπληρώνει.
Σε σχετική ανακοίνωση τονίζεται ότι «τυχόν αύξηση του ορίου ηλικίας των δικαστικών λειτουργών και μάλιστα με μη σύννομο τρόπο θα λειτουργήσει χωρίς καμία αμφιβολία ως προπομπός για όλους τους εργαζομένους και θα οδηγήσει σε ακόμα βιαιότερες ρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό».
Εξάλλου, η ΕΔΕ εκφράζει εκ νέου την ενόχλησή της για το γεγονός ότι η συζήτηση για τα αιτήματα των δικαστικών λειτουργών γίνεται με τους ανώτατους δικαστές, επαναλαμβάνοντας ότι η βούληση και τα αιτήματά τους διατυπώνονται αποκλειστικά από τις δικαστικές ενώσεις.
Τέλος, καλεί τον υπουργό Δικαιοσύνης και τον πρωθυπουργό να λάβουν θέση στο ζήτημα που ανέκυψε και «να ξεκαθαρίσουν ότι δεν υπάρχει περιθώριο οποιασδήποτε διαφορετικής ερμηνείας της ξεκάθαρης συνταγματικής διάταξης του άρθρου 88 παρ. 5». «Σε αντίθετη περίπτωση», καταλήγουν, «υπάρχει ο κίνδυνος να οδηγηθούμε σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις που θα πλήξουν βαρύτατα τη συνταγματική τάξη και το κράτος δικαίου».
Άλλες 4 δικαστικές
ενώσεις αντιδρούν
Τέσσερις δικαστικές Ενώσεις με κοινή ανακοίνωσή τους επισημαίνουν με τη σειρά τους ότι το Σύνταγμα ρητά δεν επιτρέπει την παράταση του ανωτάτου ορίου εξόδου των δικαστών από την υπηρεσία.
Πρόκειται για την Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, την Ένωση Διοικητικών Δικαστών, την Ένωση Δικαστικών Λειτουργών Ελεγκτικού Συνεδρίου και την Ένωση Μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Υπογραμμίζουν μάλιστα ότι «ο πρωθυπουργός, ενώ συνομιλεί, ως έχει δικαίωμα, με την ηγεσία της Δικαιοσύνης, αρνείται επί 5 μήνες να συναντήσει τις Δικαστικές Ενώσεις, παρά τα σχετικά αιτήματα που έχουν υποβάλει, απαξιώνοντας έτσι τους εκλεγμένους εκπροσώπους όλων των κλάδων της Δικαιοσύνης».
«Ναι μεν αλλά»
από Παρασκευόπουλο
Μετά το σάλο που έχει προκληθεί από τις πληροφορίες ότι η κυβέρνηση εξετάζει την παράταση των ορίων ηλικίων συνταξιοδότησης των ανώτατων δικαστικών, ο υπουργός Δικαιοσύνης Νίκος Παρασκευόπουλος εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία επιχειρεί μεν να καθησυχάσει, αλλά επί της ουσίας επιβεβαιώνει τις προθέσεις της κυβέρνησης.
Η ανακοίνωση του Υπουργείου Δικαιοσύνης:
«Σχετικά με το θέμα της ηλικίας αποχώρησης των δικαστών, το Υπουργείο Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διευκρινίζει τα εξής:
Πολιτικοί εξέφρασαν “το θεσμικό τους τρόμο” ύστερα από δήλωση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων σπεύδει να αναφερθεί σε “τρόμο” εξαιτίας της “ευκολίας και προχειρότητας με την οποία επιχειρείται η υπέρβαση του Συντάγματος” στο θέμα της ηλικίας αποχώρησης των δικαστών. Το τελευταίο μάλιστα πριν καν η κυβέρνηση σκεφθεί, μελετήσει ή διατυπώσει μια πρόθεση σχετική με την ουσία ή τους τρόπους του θέματος.
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθησυχάζει. Καμία δίκη προθέσεων και καμία αστυνομία σκέψης δεν εγγίζει την πραγματικότητα. Καμία μεταβολή, κανείς νεωτερισμός δε θα προχωρήσει εκτός του θεσμικού πλαισίου και της νομιμότητας.
Παρακαλούμε όσους μετέχουν στη νομική παιδεία και στην κοινωνική συζήτηση, να αφήσουν χωρίς τρομολαγνικές διατυπώσεις τη δικαιοσύνη να εκτελεί το σημαντικό της έργο».
Επιστρέφουν στους δικαστικούς το 25% του φόρου της τελευταίας 5ετίας
Αίσθηση προκαλεί η απόφαση της κυβέρνησης να επιστρέψει το 25% του φόρου εισοδήματος της τελευταίας πενταετίας (2011-2016) στους δικαστικούς όλων των βαθμίδων, καθώς και στους συνταξιούχους δικαστικούς.
Η συγκεκριμένη επιλογή μπορεί να στηρίζεται σε σχετική απόφαση του Μισθοδικείου στο οποίο κατέφυγαν δικαστικοί όλων των βαθμίδων, αλλά η περίοδος που γίνεται είναι ιδιαίτερα βεβαρημένη, μετά τα συντονισμένα πυρά της αντιπολίτευσης κατά της πιθανής αύξησης των ορίων συνταξιοδότησης ανωτάτων δικαστικών, αλλά και την εκδίκασης από το ΣτΕ του νόμου Παππά για τα κανάλια.
Συγκεκριμένα, με απόφαση της ΓΓΔΕ με ημερομηνία 29 Σεπτεμβρίου, οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών θα υπολογίσουν τον φόρο που οφείλουν οι δικαστικοί αφού αφαιρέσουν ποσοστό 25% από τις ακαθάριστες αποδοχές τους (εν ενεργεία και συντάξιμες).
Το τυχόν αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό επιστρέφεται λαμβάνοντας υπόψη και τις διατάξεις περί παραγραφής.
Οπως αναφέρεται στην απόφαση, αυτή ελήφθη «ενόψει της εξίσωσης της βουλευτικής αποζημιώσεως προς τις αποδοχές των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών». Ως γνωστόν οι βουλευτές οποίοι τυγχάνουν έκπτωσης 25% στον φόρο εισοδήματος τους.