Κατά 34,4% ή κατά 728 ευρώ, όσο περίπου ένας μέσος καθαρός μισθός σήμερα, έχει μειωθεί η μέση μηνιαία δαπάνη των ελληνικών νοικοκυριών το 2016 σε σύγκριση με το 2008. Και μπορεί η μείωση από το 2014 κι έπειτα να είναι μικρότερη ποσοστιαία σε σύγκριση με την «ελεύθερη πτώση» που καταγράφηκε στη μέση μηνιαία δαπάνη την περίοδο 2010-2013, ωστόσο δεν αναιρεί το γεγονός ότι κάθε χρονιά που περνάει το λεγόμενο «λίπος» εξαντλείται με ό,τι αυτό συνεπάγεται αφενός για το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών, αφετέρου για την αγορά.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα αποτελέσματα της Ερευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ) για το έτος 2016 που ανακοίνωσε χθες η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), η συνολική μηνιαία δαπάνη των ελληνικών νοικοκυριών για το 2016 ανήλθε σε 5.713.151.430 ευρώ, καταγράφοντας μείωση 2,5% ή 147.187.565 ευρώ σε σύγκριση με το 2015.
Η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών διαμορφώθηκε το 2016 σε 1.392,03 ευρώ, μειωμένη κατά 2,5% σε σύγκριση με το 2015 ή κατά 28,97 ευρώ. Η μέση μηνιαία δαπάνη για το άτομο ανήλθε το 2016 σε 538,94 ευρώ, μειωμένη κατά 11,24 ευρώ σε σύγκριση με το 2015. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2008 η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών ανερχόταν σε 2.120,40 ευρώ, ενώ η μεγαλύτερη ετήσια μείωση σε απόλυτους αριθμούς, 186,92 ευρώ, καταγράφηκε το 2012 σε σύγκριση με το 2011.
Σε σύνολο 12 βασικών κατηγοριών δαπανών, η μέση μηνιαία δαπάνη υποχώρησε σε 10 εξ αυτών το 2016 σε σύγκριση με το 2015. Η μεγαλύτερη μείωση (7,5%) παρατηρείται στα διαρκή αγαθά, ενώ ακολουθούν η δαπάνη για αναψυχή και πολιτισμό (6,4%) και η δαπάνη για οινοπνευματώδη ποτά και καπνό (5,4%). Με άλλα λόγια, τα ελληνικά νοικοκυριά δεν προβαίνουν σε μείζονες αγορές (όπως για παράδειγμα η αγορά αυτοκινήτου, επίπλων, μεγάλων ηλεκτρικών συσκευών), ενώ θεωρούν περιττή πολυτέλεια τη διασκέδαση και την ψυχαγωγία. Οι κατηγορίες για τις οποίες παρατηρείται αύξηση της μέσης μηνιαίας δαπάνης το 2016 σε σύγκριση με το 2015 είναι η στέγαση (κατά 1,8%) και οι μεταφορές (κατά 0,1%).
Φυσικά, όπως συμβαίνει πάντα όταν τα εισοδήματα μειώνονται, το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών των νοικοκυριών, 20,7% κατά μέσον όρο, πηγαίνει στην αγορά τροφίμων. Στην περίπτωση των φτωχών νοικοκυριών το αντίστοιχο ποσοστό είναι 32,1%. Και μόνο τυχαίο δεν μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία καταγράφεται το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών για είδη διατροφής (στη γείτονα είναι 37,3%). Η Ελλάδα και η Βουλγαρία καταγράφουν επίσης τη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία, 7,4% και 6,7% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αντιστοίχως. Για να αντιληφθεί κάποιος τη διαφορά με τις εποχές των «παχειών αγελάδων», το 2008 κατευθυνόταν στην αγορά τροφίμων το 16,4% της μέσης μηνιαίας δαπάνης. Μάλιστα τα ποσοστά είναι σε τρέχουσες τιμές, έχει δηλαδή ληφθεί υπόψη το ύψος του πληθωρισμού που τη χρονιά εκείνη ήταν υψηλός, ειδικά στα τρόφιμα. Σε σύγκριση, πάντως, με το 2008, η μέση μηνιαία δαπάνη για είδη διατροφής (σε σταθερές τιμές) έχει μειωθεί κατά 21,2%.
Κόβουν και τρόφιμα
Ακόμη, βεβαίως, και στα είδη διατροφής παρατηρείται το 2016 σε σύγκριση με το 2015 μείωση της μηνιαίας δαπάνης (σε τρέχουσες τιμές) για μεταλλικό νερό, αναψυκτικά, χυμούς φρούτων και λαχανικών (κατά 7,1%), για φρούτα (κατά 5,2%), για ψάρια (κατά 4%), για γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά (κατά 3,9%), για λαχανικά (κατά 2,6%), για κρέας (κατά 1,2%), για ζάχαρη, μαρμελάδες, μέλι (κατά 0,4%) και για αλεύρι, ψωμί, δημητριακά (κατά 0,3%). Από την άλλη, παρατηρείται αύξηση της μηνιαίας δαπάνης για καφέ, τσάι και κακάο (7,4%) και έλαια – λίπη (κατά 0,2%).
Καθημερινή