Καλούνται να επιβιώσουν σε μία από τις πιο σκληρές αγορές εργασίας στον κόσμο. Είναι οι Έλληνες millennians, οι νέοι που βγήκαν στην αγορά εργασίας στην καρδιά της κρίσης. Μία μεγάλη μερίδα αυτών περιλαμβάνεται στο 40% της νεανικής ανεργίας και πολύ περισσότεροι εγκλωβίστηκαν στο καθεστώς της υποασχόλησης, να αναζητούν κακοπληρωμένη εργασία, τις περισσότερες φορές άσχετη με το αντικείμενο που σπούδασαν. Γι’ αυτή τη γενιά, στην οποία ένας στους τέσσερις εκτιμάται ότι ζει σε καθεστώς φτώχειας, κάνει εκτενές ρεπορτάζ το BBC.
Η 28χρονη Αρετή Σταμπέλου, από την Αθήνα, είναι άνεργη από τον περασμένο Ιούλιο, όποτε εκείνη και οι 24 συνάδελφοί της απολύθηκαν από το τηλεφωνικό κέντρο στο οποίο δούλευαν. Δεν της άρεσε η δουλειά της. Της αντλούσε πολύ ενέργεια και δεν είχε καμία σχέση με τις πολιτικές επιστήμες που έχει σπουδάσει. «Ήμουν εκεί για τα χρήματα. Δεν μου έδινε τίποτα άλλο», υποστηρίζει στο BBC.
Η Αρετή ονειρευόταν να κάνει κάτι πιο δημιουργικό στη ζωή της. «Όταν τελείωσα το πανεπιστήμιο, ήθελα να ασχοληθώ με την πολιτική ανάλυση ή να δουλέψω σε κάποια Μη Κυβερνητική Οργάνωση», εξηγεί. Όταν όμως οι γονείς της έφυγαν από την Αθήνα, εκείνη έπρεπε να κάνει όποια δουλειά έβρισκε για να στηρίξει τον εαυτό της.
Η περίπτωση της Αρετής είναι τυπική στη γενιά αυτή που αποφοίτησε μέσα στη δεκαετή κρίση. Το βασικό τους παράπονο, σχολιάζει το BBC, δεν είναι τόσο ότι δεν βρίσκουν δουλειά όσο ότι δεν μπορούν να βρουν μία εργασία, στην οποία να αισθάνονται ασφαλείς, να παίρνουν αρκετά χρήματα για να ζήσουν και μία εργασία βέβαια που να ταιριάζει στα προσόντα τους. Αυτό σημαίνει ότι πάρα πολύ νέοι καταλήγουν να δουλεύουν ως σερβιτόροι ή ως διανομείς εντύπων. Παράλληλα, ο βασικός μισθός έχει πέσει στα 600 ευρώ (από 800 προ κρίσης). Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους περίπου 250.000 απόφοιτοι φεύγουν από την Ελλάδα και αναζητούν εργασία στο εξωτερικό τα τελευταία οκτώ χρόνια.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Μάικλ Αργυρού, Έλληνα οικονομολόγο στο Cardiff Business School, η σκιώδης οικονομία της χώρας αντιπροσωπεύει περίπου το ένα τρίτο της συνολικής οικονομικής της δραστηριότητας. «Είμαι βέβαιος ότι πολλές από αυτές τις δραστηριότητες αφορούν τους νέους», επισημαίνει. «Επηρεάζει την προσωπική τους ευημερία επειδή αισθάνονται ανασφαλείς και παράλληλα έχει επιπτώσεις στα οικονομικά της χώρας».
Η Αρετή παραδέχεται ότι όλη αυτή η εμπειρία της έχει κοστίσει ψυχολογικά. «Στο παρελθόν ένιωθα αρκετά νευρική και απαισιόδοξη για το μέλλον μου. Για μια περίοδο, ήμουν αρκετά καταθλιπτική – αισθάνθηκα ότι δεν είχα την ικανότητα να κάνω τίποτα», προσθέτει. Τον τελευταίο καιρό ωστόσο που είναι άνεργη, η κατάσταση είναι λίγο καλύτερη επειδή συζεί τώρα με τον φίλο της, ο οποίος μπορεί να την υποστηρίξει οικονομικά και ψυχολογικά. «Τώρα νιώθω ότι έχω το χρόνο να μάθω τι θέλω να κάνω στη ζωή μου… Δεν θέλω άλλη δουλειά όπως η τελευταία», τονίζει.
Παρόμοια είναι η εμπειρία της Αγάπης Κατσόρχη. Η 28χρονη Αγάπη επίσης πήρε το πτυχίο της στις Πολιτικές Επιστήμες το 2011. Επίσης, ονειρευόταν μία δημιουργική καριέρα, αλλά πολύ γρήγορα συνειδητοποίησε πόσο θα επηρέαζε η κρίση τη γενιά της. Εκείνη ήταν λίγο πιο τυχερή από τους υπόλοιπους, εκτιμά, διότι είχε τη δυνατότητα να ζει μαζί τους γονείς της.
Πέντε μήνες μετά την αποφοίτησή της, η Αγάπη είδε μία διαφήμιση για μαθήματα μανικιούρ – πεντικιούρ. Η γυναικεία ομορφιά παραμένει μία από τις ελάχιστες βιομηχανίες που εξακολουθούν να έχουν κέρδος στην Ελλάδα. Πρόκειται για το λεγόμενο lipstick index (ο δείκτης του κραγιόν), ένα φαινόμενο το οποίο είναι κοινό στις οικονομίες σε ύφεση και κατά το οποίο παρατηρείται η τάση των γυναικών να αγοράζουν κραγιόν, αντικαθιστώντας με αυτόν τον τρόπο τις πιο ακριβές αγορές ρούχων ή παπουτσιών. Η ύφεση οδηγεί επίσης τις γυναίκες στο να ξοδεύουν σε προϊόντα που βελτιώνουν την εξωτερική τους εμφάνιση.
Της Αγάπης της άρεσε πάντα αυτή η τέχνη και την αγάπησε ακόμη περισσότερο αφότου ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή της. «Τη βρίσκω πολύ δημιουργική και πληρώνομαι καλά», υποστηρίζει.
Σε μία τρίτη κατηγορία ανήκουν εκείνα τα παιδιά που η κρίση τα βρήκε στο σχολείο, οπότε ξεκινώντας τις σπουδές τους ήξεραν εκ των προτέρων ότι η αναζήτηση εργασίας θα ήταν πολύ δύσκολη και γι’ αυτό άρχισαν από πολύ νωρίς να σχεδιάζουν ένα Plan B.
«Ο πατέρας μου ήταν άνεργος για πολλά χρόνια, γεγονός που με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι δεν μπορώ να περιμένω να τελειώσω τις σπουδές μου για να βρω μία δουλειά», επισημαίνει ο 25χρονος Βασίλειος Καραβασίλης, συνιδρυτής της εταιρείας ανάπτυξης ηλεκτρονικών παιχνιδιών eNVy Softworks. Ο Βασίλειος, μαζί με πέντε ακόμη συμμαθητές του, άρχισαν να διδάσκονται μόνοι τους εντατικά πώς να δημιουργούν βιντεοπαιχνίδια, παράλληλα με τις σπουδές τους στη Μηχανική Ηλεκτρονικών Υπολογιστών. «Το πρόβλημα είναι ότι οι εργοδότες ζητούν εμπειρία την οποία δεν σου διδάσκουν στα πανεπιστήμια. Και λόγω της κρίσης, οι εταιρείες δεν έχουν χρήματα για να σε εκπαιδεύσουν», σχολιάζει.
Η Αρετή είναι σήμερα πιο αισιόδοξη, έστω και αν δεν έχει δουλειά αυτήν την περίοδο. Βλέπει – λέει – πιο ποιοτικές θέσεις εργασίας. Και εκτιμά ότι η γενιά της είναι αυτή που θα οδηγήσει τη χώρα μπροστά. «Όλα τα άσχημα έχουν προκληθεί από τους μεγαλύτερους – επιμένει – αλλά εμείς είμαστε αυτοί που μπορούμε να φέρουμε την αλλαγή».
naftemporiki.gr