Mε την κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ θα μπορούσε να αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και να ενισχυθεί η κατανάλωση, υποστηρίζει το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) σε μελέτη του για την ακίνητη περιουσία.
Μάλιστα, τονίζει ότι η εξέλιξη αυτή θα οδηγούσε στην τόνωση του ΑΕΠ με περίπου 1,35 δισ. ευρώ ετησίως για την περίοδο 2018-2022, με παράλληλη δημιουργία περίπου 32.000 θέσεων εργασίας ετησίως για το ίδιο χρονικό διάστημα.
Από τη μελέτη του ΙΟΒΕ που διενεργήθηκε για τον Σύνδεσμο Επιχειρήσεων για την Ποιότητα προκύπτει ότι η χώρα μας σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, έχει από τις υψηλότερες φορολογίες στην ακίνητη περιουσία και συγκεκριμένα καταλαμβάνει την τέταρτη θέση, πίσω από χώρες όπου ο κλάδος της κτηματαγοράς ευημερεί.
Οπως προκύπτει από την έρευνα, η συνολική επενδυτική δαπάνη για κατασκευαστικά έργα μειώθηκε από 33,6 δισ. ευρώ το 2007 σε 9 δισ. ευρώ το 2017.
Οι ετήσιες επενδύσεις σε κατοικίες υποχώρησαν ραγδαία, κατά 95,4% και διαμορφώθηκαν το 2017 σε 1,1 δισ., έναντι 24,8 δισ. το 2007. Η εικόνα αυτή συνδέεται με τη συρρίκνωση των διαθέσιμων εισοδημάτων κατά 56 δισ. ευρώ, ή κατά 33% στα χρόνια της κρίσης.
Στις βασικές διαπιστώσεις της μελέτης είναι ότι το ΕΕΤΗΔΕ και ο ΕΝΦΙΑ επιτάχυναν την ύφεση της ελληνικής οικονομίας, μειώνοντας την καταναλωτική δαπάνη και τις επενδύσεις σε κατοικίες. Οπως αναφέρει η έκθεση, ο ΕΝΦΙΑ οδήγησε στο «πάγωμα» της αγοράς ακινήτων.
Παρά το γεγονός ότι οι ετήσιες εισπράξεις από τον ΕΝΦΙΑ προσεγγίζουν τα 2,7 δισ. ευρώ, η επιβολή του απέτυχε να φέρει τα προσδοκώμενα φορολογικά έσοδα, τα οποία στην πραγματικότητα δεν αντιπροσωπεύονται από τις εισπράξεις του ΕΝΦΙΑ, καθώς σε αυτές δεν συνυπολογίζονται οι απώλειες φορολογικών εσόδων που προκύπτουν από τη μείωση:
α) Tου διαθέσιμου εισοδήματος,
β) της αξίας της ακίνητης περιουσίας και της κατανάλωσης που συνδέεται με αυτή και
γ) των επενδύσεων σε κατοικίες λόγω αυξημένου κινδύνου και μείωσης των τιμών τους σε σχέση με το κόστος κατασκευής.
Τέλος, οι αναλυτές εκτιμούν ότι η μείωση του συντελεστή ΦΠΑ στις νέες οικοδομές από 24% σε 13% θα έδινε στους κατασκευαστές τη δυνατότητα μείωσης των τιμών πώλησης νέων κατοικιών κατά περίπου 9%, βελτιώνοντας τη σχετική τιμή των νέων έναντι των παλαιότερων κατοικιών.