Η ζωή μου έχει βελτιωθεί σε όλα τα πρακτικά και αντικειμενικά ζητήματα (εργασία, ελεύθερος χρόνος, παροχές, υγεία, ασφάλεια για την οικογένεια) και έχει επιδεινωθεί κατά κύριο λόγο συναισθηματικά. Μακριά από την υπόλοιπη οικογένειά μου, από φίλους που είχα για χρόνια, από την ίδια τη χώρα με τα καλά της και τα κακά της». Με τα λόγια αυτά προσπαθεί ένας νεαρός μετανάστης που έφυγε από τη χώρα να περιγράψει πώς αισθάνεται γι’ αυτή του την επιλογή. Κατέθεσε τη μαρτυρία του στην ιστοσελίδα www.generatione.eu στην οποία διεξάγεται μια ανοικτή δημοσιογραφική έρευνα στο Διαδίκτυο για τη «γενιά της Εξόδου».
Ιχνηλατώντας την εσωτερική μετανάστευση από τον ευρωπαϊκό Νότο προς τον Βορρά, ιδιαίτερα των πιο μορφωμένων, πέντε διαδικτυακά δημοσιογραφικά Μέσα και συγκεκριμένα τα Il Fatto Quotidiano (Ιταλία), El Confidencial (Ισπανία), P3/ (Πορτογαλία), Radiobubble (Ελλάδα) και CORRECT!V (Γερμανία) ζητούν από τους μετανάστες του νέου αυτού ρεύματος να καταθέσουν τις ιστορίες τους στην ιστοσελίδα, ενώ ταυτόχρονα συλλέγουν τα επίσημα στοιχεία. Στην έρευνα η οποία είναι σε εξέλιξη έχουν λάβει μέρος 1.212 άτομα από τις τέσσερις χώρες του Νότου (Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα), εκ των οποίων 191 Ελληνες. Στην πλειοψηφία τους βρίσκονται στη Βρετανία, στην Ολλανδία και στη Γερμανία, έχουν πανεπιστημιακές σπουδές σε ποσοστό 85% και δεν σκοπεύουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα παρότι το επιθυμούν σφόδρα.
Μια δεύτερη έρευνα, του προγράμματος παγκόσμιας διακυβέρνησης του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας, την οποία επιμελήθηκαν οι καθηγητές Αννα Τριανταφυλίδου και Ruby Gropas, έδειξε ότι ενώ η διευρωπαϊκή κινητικότητα για εργασία μεταξύ κατόχων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ήταν 27% το 2007-08, ανέβηκε στο 44% κατά το έτος 2011-12. Ομως η κίνηση που ακολουθεί αυτό το ρεύμα είναι από Νότο προς Βορρά, έτσι ώστε οι ερευνητές να αναφέρουν ότι φεύγουν από τις χώρες σε κρίση «οι νεότεροι, οι καλύτερα εκπαιδευμένοι και πιο λαμπεροί».
Σε ερωτηματολόγια που απηύθυναν σε περίπου 7.000 μετανάστες από την Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία, φάνηκε ότι κάτοχοι πανεπιστημιακού διπλώματος ήταν ένα ποσοστό της τάξης του 88%, ενώ το 92% ήταν κάτω των 45 ετών. Οι 919 Ελληνες μετανάστες που απάντησαν στα ερωτηματολόγια της έρευνας δήλωσαν ότι έφυγαν από τη χώρα εξαιτίας των κακών επαγγελματικών προοπτικών στην Ελλάδα, προκειμένου να βελτιώσουν τις δεξιότητές τους ή επειδή δεν βλέπουν μέλλον για τη χώρα. Από αυτούς το 73% απασχολείται στις χώρες υποδοχής και το 58% δηλώνει ικανοποιημένο από τις αποδοχές και τους όρους εργασίας.
Αποπνικτική στασιμότητα
«Εφυγα από την Αθήνα γιατί αισθανόμουν μια αποπνικτική στασιμότητα, τόσο κοινωνικά όσο και επαγγελματικά. Στο εξωτερικό θα μπορούσα να βρω περισσότερες δυνατότητες εξέλιξης. Ποτέ δεν σκέφτηκα όταν έφυγα ότι θα ήμουν τόσα χρόνια μετά ακόμη έξω και κυρίως ότι η κρίση θα ήταν τόσο μεγάλη που θα με απέτρεπε από το να γυρίσω», λέει ένας νέος μετανάστης στη Γερμανία. Χαρακτηριστικά, το 55% των απαντήσεων στην έρευνα του Generation E ελπίζει να επιστρέψει κάποτε στην Ελλάδα. Αντίστοιχα στην έρευνα του Πανεπιστημίου της Φλωρεντίας το 55% των Ελλήνων δηλώνει ότι σκοπεύει να μείνει στο εξωτερικό για περισσότερα από 5 χρόνια.
Νοσταλγία
Οι Ελληνες, σε αντίθεση με τους μετανάστες από τις άλλες χώρες του Νότου, φαίνεται πως έχουν ιδιαίτερη σχέση με τις ελληνικές κοινότητες στις χώρες υποδοχής τις οποίες και αναζητούν. Τα συναισθήματα που αντιμετωπίζουν στο εξωτερικό είναι αντιφατικά και αφορούν τόσο τη δυσαρέσκεια γι’ αυτά που τους έδιωξαν, όσο και το αίσθημα της απώλειας ταυτότητας και της νοσταλγίας. «Δεν έχω καταφέρει να ενσωματωθώ στην τοπική κοινωνία. Ισως σταμάτησα να προσπαθώ γύρω στο 2010-12, όταν η προπαγάνδα των τοπικών ΜΜΕ είχε στρέψει όλο τον κόσμο εναντίον των Ελλήνων. Τότε έζησα λίγο τι θα πει ρατσισμός. Οι Ελληνες ήταν αντικείμενο καθημερινών και συνεχών προσβολών. Κάποιοι γνωστοί μου δεν ήθελαν να λένε πως είναι Ελληνες», αναφέρει μια κοπέλα. Την ίδια ώρα, η έρευνα του Πανεπιστημίου της Φλωρεντίας καταγράφει ως αιτίες μετανάστευσης την έλλειψη επαγγελματικής προοπτικής, την αναξιοκρατία, τη διαφθορά, το πελατειακό κράτος και την απώλεια εμπιστοσύνης.
Καθημερινή