Με δήλωσή του στο περιοδικό«ΕΠΙΚΑΙΡΑ»ο πρώην υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας Μανώλης Μπεντενιώτης, ένας έγκριτος νομικός δημοσίου δικαίου, καθηγητής και αντιπρόεδρος του Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, με την ιδιότητα και του επικεφαλής του «Δικτύου για τη Διαφάνεια κατά της Διαπλοκής και της Διαφθοράς»επισημαίνει με έμφαση, μάλιστα,ότι «οι εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις των τραπεζών πρέπει να καταργηθούν, γιατί έχουν παρεκκλίνει του σκοπού για τον οποίο θεσμοθετήθηκαν, παραβιάζοντας κατάφωρα τον ιδρυτικό τους νόμο».
Όπως επισημαίνει, μάλιστα, ο κ. Μπεντενιώτης, «έχουν μετατραπεί αυθαίρετα και ετσιθελικά σε εισπρακτικές εταιρείες. Γιατί, όπως προκύπτει και από εκατοντάδες καταγγελίες, αλλά και από δικαστικές αποφάσεις, είναι το άγος και η αγανάκτηση χιλιάδων δανειοληπτών των οποίων παραβιάζονται τα προσωπικά δεδομένα κατ’ εξακολούθηση, ενώ ισοπεδώνεται και η προσωπική ζωή.Οι εταιρείες επικοινωνούν με τους δανειολήπτες και σε κάποιες περιπτώσεις εμφανίζονται ως υπηρεσίες της Τράπεζας, σε άλλες ως εισπρακτικές και σε άλλες αποφεύγουν να παρέχουν όποιες πληροφορίες ζητούν οι δανειολήπτες σε σχέση με την εταιρεία και τα πρόσωπα που την διοικούν. Αποδεικτικά στοιχεία αυτών των συμπεριφορών είναι οι δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί, με τις οποίες καταδικάζονται οι εταιρείες, αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις και οι τράπεζες που συνεργούν ενίοτε σε παραλήψεις και παραβιάσεις των κανόνων δικαίου. Ενδεικτική είναι και πρόσφατη απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκαν τόσο η Τράπεζα όσο και η εισπρακτική εταιρεία να καταβάλουν ‘αλληλεγγύως και εις ολόκληρον’ αποζημίωση –νομιμοτόκως, μάλιστα– για την παραβίαση των διατάξεων που ισχύουν για τη λειτουργία των «εταιρειών ενημέρωσης. Και αυτό γιατί η τράπεζα παραχώρησε δεδομένα του δανειολήπτη χωρίς προηγουμένως να ενημερώσει εγγράφως τον ίδιο, ως όφειλε, και η εταιρεία ως αποδέκτρια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μέσω των υπαλλήλων της καταχώρησε στο προσωπικό αρχείο της χωρίς ουδέποτε να ενημερώσει τον δανειολήπτη ότι τα είχε λάβει».
Στη δήλωση ακόμα ο κ. Μπεντενιώτης θέτει τρία κρίσιμα ερωτηματικά:
- Πόσες είναι πράγματι οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται, πόσο στοιχίζουν, πώς και πότε εισπράττουν τις αμοιβές τους γι’ αυτές τις παροχές υπηρεσιών;
- Γιατί δεν μπορούν οι υπηρεσίες των τραπεζών να είναι υπηρεσίες ενημέρωσης των ληξιπρόθεσμων οφειλών;
- Ποιοι μετά από αυτή τη θεσμοθέτηση αισχροκερδούν σε βάρους του λαού και υπονομεύουν παράλληλα και την οικονομία;
Για να υπογραμμίσει καταληκτικά: «Για τους λόγους αυτούς και αφού δεν αντιμετωπίζεται ούτε με τις δικαστικές αποφάσεις η εκτράχυνση αυτή, αλλά και επειδή οι δανειολήπτες δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη, η κυβέρνηση και η Βουλή πρέπει με διάταξη νόμου να καταργήσουν αυτό το έκτρωμα, όπως έχει εξελιχθεί ένας ‘θεσμός’, που ενδεχομένως θα μπορούσε να είναι επωφελής».
Από το ρεπορτάζ του δημοσιεύματος προκύπτει ότι με «δικαστικές αποφάσεις-κόλαφος σε βάρος των αμαρτωλών εταιρειών ενημέρωσης οφειλετών», για παραβάσεις των κανόνων δικαίου «έχουν επιβληθεί από το 2012 συνολικά πρόστιμα που κυμαίνονται στα 850.000 με 900.000 ευρώ (το ποσό για το 2015-2016 φθάνει μέχρι στιγμής τα 475.000 ευρώ), κανείς όμως δεν ξέρει πόσα από τα χρήματα αυτά έχουν καταβληθεί…»
Όπως, μάλιστα, εξηγεί, συμπληρωματικά στη δήλωσή του ο κ. Μπεντενιώτης, σύμφωνα και με τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης (αρ. 96/2016 και 272/2016 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Αθηνών) αναγνωρίζεται ότι οι τράπεζες αλλά και οι εταιρείες ενημέρωσης οφείλουν να ενημερώσουν εγγράφως τον δανειολήπτη πριν τη διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων για την οποία διαβίβαση απαιτείται ρητά και σαφώς συγκατάθεση του πολίτη».