Η Ελλάδα γίνεται εκ νέου σημείο τριβής μεταξύ Γερμανών πολιτικών και αναδεικνύεται σε κυρίαρχο θέμα της προεκλογικής εκστρατείας στη χώρα ενόψει της αναμέτρησης του Σεπτεμβρίου. Καθημερινές δηλώσεις του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε προκαλούν ανταπαντήσεις από τον Σοσιαλδημοκράτη υποψήφιο καγκελάριο Μάρτιν Σουλτς, ενώ στον χορό της αντιπαράθεσης μπαίνουν πρόθυμα και τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης. «Ποιο θέμα θα ενταχθεί στον προεκλογικό αγώνα δεν μπορούμε να το καθορίσουμε εκ των προτέρων, αυτό το αποφασίζουν οι εξελίξεις και οι πολίτες», αναφέρει στην «Κ» ανώτατη κυβερνητική πηγή στο Βερολίνο. «Η Ελλάδα δεν είναι αντικείμενο της προεκλογικής εκστρατείας, αλλά μια μακρά υπόθεση ευρωπαϊκής αλληλεγγύης», ανέφερε εξάλλου ο ίδιος ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέφεν Ζάιμπερτ, στη χθεσινή ενημέρωση των δημοσιογράφων. Γιατί όμως ήρθε ξαφνικά στο προσκήνιο η Ελλάδα; Ποιος ωφελείται; Γιατί ένας τόσο έμπειρος πολιτικός, όπως ο Σόιμπλε, ανοίγει το τραυματικό αυτό κεφάλαιο και το αναδεικνύει σε κυρίαρχο ζήτημα στη σύγκρουσή του με τον Σουλτς; Η εύλογη απάντηση είναι ότι η σκληρή στάση του απέναντι στην Αθήνα ευνοεί προεκλογικά το κόμμα του.
Ο Γερμανός βετεράνος συνάδελφος στο περιοδικό Stern, Χανς Ούλριχ Γέργκες, είναι σαφής: «Ο Σόιμπλε, οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) και οι Βαυαροί Χριστιανοκοινωνιστές (CSU) εκμεταλλεύονται το θέμα για να φέρουν τον Σουλτς σε δύσκολη θέση. Η κατηγορία εις βάρος του είναι πως στη διάρκεια της θητείας του στις Βρυξέλλες υπήρξε υπερβολικά ενδοτικός, πολύ κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ. Ομως ούτε η Μέρκελ ούτε ο μεγάλος συνασπισμός της έχουν την πολυτέλεια να διαχειριστούν νέα ελληνική και κατ’ επέκτασιν ευρωπαϊκή κρίση, γιατί τότε θα αντιμετωπίσουν και εκείνοι προβλήματα και θα κληθούν να δικαιολογήσουν περαιτέρω βοήθεια», λέει στην «Κ». «Κατά τη γνώμη μου, το ζήτημα της Ελλάδας δεν ευνοεί κανέναν στην προεκλογική εκστρατεία. Με την εξαίρεση της ξενοφοβικής Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD). Ολοι όμως απεύχονται την ενίσχυσή της», συμπληρώνει.
Την κριτική στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για την πολιτική του έναντι της Ελλάδας εγκαινίασε ο υπουργός Εξωτερικών, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, ο οποίος άφησε να διαρρεύσει η σχετική επιστολή προς τον υπουργό Οικονομικών στην οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, πιθανότατα παίζοντας το προσωπικό του παιχνίδι, αυτό της αξιοπρεπούς, αριστερής εξόδου από την κεντρική πολιτική σκηνή. Αυτό συνέβη άλλωστε αφότου ανακοινώθηκε ότι ο Μάρτιν Σουλτς είναι αυτός που θα διεκδικήσει την καγκελαρία εκ μέρους των Σοσιαλδημοκρατών (SPD). Θέλησε έτσι να δείξει ότι διαφοροποιείται από την πολιτική του CDU και πως δεν υπήρξε πειθήνιο όργανο του μεγάλου συνασπισμού. Τη σκυτάλη πήρε ο ίδιος ο Σουλτς με τη δυναμική που του δίνουν οι δημοσκοπήσεις, οι οποίες εμφανίζουν το κόμμα του, το SPD, να ισοψηφεί ή και να προηγείται του CDU. Το ζήτημα της Ελλάδας είναι ένα πεδίο ανέξοδης αριστερής αντιπολίτευσης προς τους Χριστιανοδημοκράτες, των οποίων η πολιτική στο ελληνικό ζήτημα έχει θεωρηθεί άλλωστε εξόχως αποτυχημένη μέχρι τώρα.
«Θα αγωνιζόταν όμως ο Σουλτς για την Ελλάδα ακόμη κι αν αυτό στοίχιζε ψήφους στο SPD;», αναρωτιέται έτερος Γερμανός συνάδελφος, ο οποίος θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του. «Δεν το πιστεύω», απαντάει αβίαστα στο ρητορικό ερώτημα και συνεχίζει: «Η αίσθησή μου είναι πως μετά το Brexit, την εκλογική νίκη Τραμπ, τα προβλήματα της Ιταλίας και τις εκλογές στη Γαλλία, η Ελλάδα είναι ένα μάλλον αμελητέο πρόβλημα. Το μόνο μέλημα είναι να μην διογκωθεί το 2017, όπως συνέβη πριν από δύο χρόνια. Είναι βέβαιο ότι οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι παραδέχονται πως το ελληνικό πρόγραμμα είναι ιδιαίτερα αναποτελεσματικό, αλλά ταυτόχρονα είμαι σίγουρος πως θα προσέθεταν ότι η μεταρρυθμιστική βούληση του Σύριζα ήταν περιορισμένη».
Κριτική εκ του ασφαλούς
Κοινή πεποίθηση των Γερμανών αναλυτών είναι ότι η κριτική στον Σόιμπλε εκ μέρους των κομμάτων της αντιπολίτευσης είναι εκ του ασφαλούς και δύσκολα μπορεί να επενδύσει μελλοντικά η Αθήνα στη στήριξη π.χ. του Σουλτς. Μπορεί καιροσκοπικά ο Σοσιαλδημοκράτης πολιτικός να αναζητεί σημεία διαφοροποίησης από την πολιτική των Χριστιανοδημοκρατών και της Μέρκελ στην Ευρώπη και τη Γερμανία, αλλά μακροπρόθεσμα δεν πρόκειται να προτάξει τα στήθη του για να αγωνιστεί για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους ή τη χαλάρωση των απαιτήσεων των δανειστών προς την Ελλάδα.
Από την άλλη ενδεχόμενη όξυνση της ελληνικής κρίσης θα δημιουργούσε προβλήματα και στον ίδιο τον Σόιμπλε, ο οποίος σε αυτήν την περίπτωση θα κληθεί να πάρει κρίσιμες αποφάσεις πριν από τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου. Εξοδος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από το ελληνικό πρόγραμμα π.χ. θα τον υποχρέωνε να πείσει τους βουλευτές του CDU πως υπάρχει βοήθεια και μετά το ΔΝΤ, ενώ μέχρι πρότινος διαρρήγνυε τα ιμάτιά του για το αντίθετο. Ταυτόχρονα, η πλειοψηφία βουλευτών και κομμάτων στη Γερμανία προτιμά να περάσει στη λήθη η ελληνική υπόθεση. Πράγματι, οι μοναδικοί δύο σχηματισμοί που ευνοούνται από τη συζήτηση είναι η AFD που ιδρύθηκε με σημαία το Grexit και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες, που διεκδικούν παρόμοιους –αν και λιγότερο ρατσιστές ή ξενόφοβους– ψηφοφόρους με αυτούς της «Εναλλακτικής».
Καθημερινή