Γράφει ο
Νεκτάριος Καλογήρου
«Η Ρόδος είναι γεμάτη ταλέντα. Αυτά χρειάζονται χώρο, πραγματικά και μεταφορικά, ώστε να αναδειχθούν, να ανθίσουν και να δείξουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα του νησιού».
Τα λόγια αυτά ανήκουν στην Ηρώ Μπαλτζή, δημιουργό από την νέα γενιά Ροδιτών, με τοποθετημένο το πεδίο δράσης της στο κόσμημα και στην κεραμική. Με σπουδές αργυροχρυσοχοΐας, γεμολογίας και γλυπτογραφίας η Ηρώ μίλησε προς τη “δημοκρατική” για τη δική της οπτική στην καθημερινότητα του νησιού. Με την ματιά του ανθρώπου που ακόμα δεν έχει αποδεχθεί το παράλογο ως κανονικότητα, απάντησε για εκείνα που τη θλίβουν, αλλά και για τα άλλα που τη γεμίζουν όνειρα για το μέλλον.
«Θαυμάζω πολύ τη “Μαρουλίνα”, τα έργα της μου έδειξαν ότι η τέχνη δεν έχει όρια. Μπορεί από την καθημερινότητα να φτάσεις σε κάτι πολύ σπουδαίο».
“Μαρουλίνα” ήταν το ψευδώνυμο της Σοφίας Θανοπούλου 1908 – 1997, που δραστηριοποιήθηκε στη Μύκονο για περίπου πέντε δεκαετίες. Χρησιμοποιούσε μια μεγάλη γκάμα υλικών, πολύτιμων και ευτελών για τη δημιουργία των κοσμημάτων της και παρότι ήταν αυτοδίδακτη μέσα από το «μαγαζάκι της Μαρουλίνας» είχε κερδίσει το ενδιαφέρον καλλιτεχνών από όλο τον κόσμο. Σήμερα έργα της φιλοξενούνται στο Μουσείο Μπενάκη.
«Η κάθε μία από τις οπτικές ματιές έχουν το δικό τους κοινό. Το σύγχρονο, το παραδοσιακό, το μεταβατικό, όλα έχουν το δικό τους κοινό. Ειδικά στη Ρόδο είναι πιο εύκολο να εντοπίσεις το κοινό σου, στις τόσες πολλές χιλιάδες κόσμου είναι σίγουρο πως θα βρεις εκείνους που θα κινητοποιηθούν βλέποντας ένα έργο».
Η Ηρώ μιλάει για κοινό. Δεν χρησιμοποιεί τον όρο “τουρίστας”, αλλά με τα λόγια της δίνει μιαν άλλη διάσταση στο ρεύμα των ανθρώπων που φτάνει μέχρι τα νησιά μας. Οι ματιές τους είναι οι ματιές εκείνων που επισκέπτονται ένα μουσείο. Το εάν λογίζουν τη Ρόδο ως μουσείο μιας κάποιας ιστορικής περιόδου ή ως μουσείο μοντέρνας τέχνης δεν έχει τόση σημασία, όσο η αναγωγή των “επισκεπτών” σε “κοινό”. Με αυτό ως οπτική, τότε όλα αλλάζουν.
«Ο μαζικός τουρισμός έχει αναγκάσει όλους να οδηγηθούν στη προσαρμογή. Δεν την κατηγορώ αυτή την επιλογή, όμως προσπαθώ να την καταλάβω γιατί το αισθητικό αποτέλεσμα δεν είναι καλό. Να μιλήσουμε πιο ειδικά. Με στεναχωρεί η εικόνα της Μεσαιωνικής Πόλης. Μου προκαλεί κατάθλιψη αυτό που βλέπω. Είναι ένα μνημείο που έχει κακοποιηθεί, αν και ολόκληρη είναι ένα μουσείο. Εχει μάλιστα τόσους πολλούς χώρους όπου θα μπορούσαν διαρκώς να γίνονται εκθέσεις από Ροδίτες δημιουργούς. Πρέπει να τους δώσουν αυτούς τους χώρους, να τους ανοίξουν, να τους χρησιμοποιήσουν οι καλλιτέχνες. Στη Ρόδο έχουμε πολλούς καλλιτέχνες, σε όλες τις μορφές τέχνης, ακόμα και στη μουσική. Φανταστείτε σε ένα τέτοιο χώρο ένας μουσικός καλλιτέχνης τι ατμόσφαιρα θα μπορούσε να δημιουργήσει».
Η Μαρουλίνα συνδύαζε τον χρυσό με τις χάντρες, το κορδόνι με το ασήμι, το δέρμα με τα μαργαριτάρια. Η καλλιτεχνική της ματιά μετάλλασσε τα ετερόκλητα σε έργα τέχνης θαυμαστά από το jet set της Μυκόνου. Το ίδιο προτείνει για τη Ρόδο η Ηρώ: «Από τις αντιθέσεις μας να συνθέσουμε ένα κόσμημα».
Η Ηρώ Μπαλτζή δεν είναι υποψήφια σύμβουλος. Μιλάει από τη σκοπιά της γενιάς που κληρονομεί αυτό που οι υπόλοιποι αφήνουμε ως παρακαταθήκη. Το κληροδότημα δεν έχει την αίγλη του παρελθόντος, όμως αυτό δεν απογοητεύει την νέα γενιά Ροδιτών. Απεναντίας δίνει το ερέθισμα για κάτι καινούριο. Αλλωστε, σε όλο τον κόσμο το μοντέρνο έχει βρει τρόπο θεμελίωσης στο παλιό.
«Εχουμε ταλέντα στο νησί. Σας το λέω γιατί γνωρίζω αρκετά παιδιά με απίστευτες δημιουργίες. Το μόνο που χρειάζονται είναι ένα χώρο έκφρασης, τίποτε άλλο. Η παλιά πόλη είναι γεμάτη από τέτοιους χώρους και όλοι είναι κλειστοί. Ας τους ανοίξουν για τους καλλιτέχνες, αν φοβούνται να πάρουν την απόφαση, τότε ας θέσουν κριτήρια και προϋποθέσεις συμμετοχής. Έτσι θα δημιουργήσουν ένα στόχο για όλους. Εγώ έχω την τύχη να έχω χώρο. Στο εργαστήριο του πατέρα μου βρίσκω όλα τα εργαλεία που χρειάζονται για τις δημιουργίες που φαντάζομαι και στο κατάστημα των γονιών μου, όπως και στα καταστήματα που το ζητούν μπορώ να κάνω την έκθεση που θέλω. Όμως εγώ είμαι από τις τυχερές, δεν έχουν όλες και όλοι αυτό το προνόμιο».
Το κόσμημα είναι δύσκολος κλάδος, ειδικά σε μια Ελλάδα που επί δέκα χρόνια παρατηρούσε τα οικογενειακά κειμήλια να πωλούνται σε τιμή μετάλλου στο όνομα κάλυψης των οικονομικών υποχρεώσεων. Αυτό έπληξε την εικόνα του χρυσού και του άργυρου και οδήγησε ολόκληρο τον κλάδο σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Αυτό είναι ένα ακόμα από τα κληροδοτήματα προς τη νέα γενιά και επηρεάζει προφανώς τους καλλιτέχνες της αργυροχρυσοχοϊας. Φαίνεται ωστόσο πως τα παιδιά των ‘90s και οι milennials έχουν την απάντηση.
«Οι Ελληνες έχουμε τεράστια παράδοση στην αργυροχρυσοχοΐα και σαν τεχνίτες είμαστε αναγνωρισμένοι από όλο τον κόσμο. Εχουμε αναγνωρισμένη θέση, ιστορία αιώνων και σημαντική παρουσία σε παγκόσμιο επίπεδο, γι’ αυτό και το ελληνικό, χειροποίητο κόσμημα διατηρεί και θα διατηρεί τη μεγάλη του αξία».
Από πού όμως αντλούνται οι επιρροές για τη δημιουργία κοσμημάτων;
«Οι επιρροές μου έρχονται από το οτιδήποτε. Από το καθημερινό, από μια καμπύλη που είδα και μου άρεσε, από αυτό το πιάτο που έχω μπροστά μου, του οποίου το σχήμα το βλέπω εδώ και ώρα, μου αρέσει πολύ. Μπορεί μια φιλοσοφία να προκαλέσει τη δημιουργία ενός σχεδίου, μπορεί ακόμα και ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου. Αν είναι ένας λαμπερός χαρακτήρας, αυτό θα βγει αμέσως σ’ ένα καινούριο κόσμημα. Βλέπετε όλα έχουν να κάνουν με το συναίσθημα και όσο πιο έντονα είναι αυτό, τόσο πιο τολμηρές είναι οι δημιουργίες που γεννιούνται».
Η ιστορία και η παράδοση σε εμπνέει;
«Οι σπουδαστές της αργυροχρυσοχοΐας διδάσκονται όλες τις τεχνικές. Από τη φιλιγκράνα μέχρι το Γιαννιώτικο με πίσσα, όλα έπρεπε να τα μάθουμε. Αυτή είναι η βάση. Από κει και πέρα το κάθε πρόσωπο έχει τη δική του αισθητική. Προσωπικά μου αρέσει σαν υλικό το ασήμι γιατί δεν έχει περιορισμούς (σε όγκο και κόστος) και οι ημιπολύτιμοι λίθοι. Όμως έχω πειραματιστεί και με ξύλο, κέρατο, πλέξιγκλας, κοχύλια και διάφορα άλλα».
Τα κοσμήματά της η Ηρώ Μπαλτζή τα ξεκίνησε από παιδί. Ο πατέρας της, γνωστός αργυροχρυσοχόος Τζαν Μπαλτζή πάντα δημιουργούσε τα δικά του κομμάτια σε χρυσό και ασήμι. Από δίπλα η Ηρώ, σαν παιδάκι έπαιρνε το φλόγιστρο της ζαχαροπλαστικής της μητέρας της (Τσαμπίκα Μπαλτζή) για να δουλέψει το ασήμι. Στο πέρασμα των χρόνων το παιδί μεγάλωσε, πάντα με το ίδιο όνειρο…
«Δεν μου αρέσει η ρουτίνα, δημιουργεί περιορισμούς. Κάθε μέρα είναι ξεχωριστή και από κάθε ημέρα θέλω να παίρνω κάτι, όχι πως κάτι τέτοιο είναι εύκολο, αλλά είναι τρόπος ζωής, της δικής μου ζωής».