Η «έκρηξη» από την εισαγγελέα
Ο τελευταίος άνθρωπος που μίλησε με την Ελένη Τοπαλούδη πριν από τη δολοφονία της και την εύρεση τoυ άψυχου σώματός της στην ερημική παραλία της Ρόδου τον Νοέμβριο του 2018, κλήθηκε να καταθέσει σήμερα στη δίκη, στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας. Πρόκειται για την κολλητή της φίλη η οποία περιέγραψε τον χαρακτήρα της Ελένης, αλλά και όσα ήξερε γύρω από την υπόθεση.
Η μάρτυρας, σε αρκετά σημεία της διαδικασίας, ήταν συναισθηματικά φορτισμένη, ενώ περιέγραψε τη φίλη της ως το καλύτερο άτομο που είχε γνωρίσει.
«Την αγαπούσα πολύ. Δεν ήταν καχύποπτη, δεν μπορούσε να πει ψέματα όπως και εγώ» είπε η μάρτυρας που δέχθηκε δεκάδες ερωτήσεις για την προσωπικότητα της Ελένης Τοπαλούδη, αλλά και το περιεχόμενο της τηλεφωνικής συζήτησης που είχαν το μοιραίο βράδυ του βιασμού και δολοφονίας της.
«Μιλούσαμε το βράδυ στο τηλέφωνο. Μου είπε ότι ήθελε να φάει και πως δεν είχε κανονίσει κάποια έξοδο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης μου έδινε την εντύπωση ότι μιλούσε και με κάποιο άλλο πρόσωπο με μηνύματα. Ενώ μιλούσαμε χτύπησε η πόρτα. Της είπα να μην ανοίξει και εκείνη μου απάντησε ότι θα είναι το παιδί που είχε γνωρίσει. Μου είχε πει ότι το όνομά του ήταν Αλέξανδρος και πως είχε συνευρεθεί μαζί του μια φορά. Θυμάμαι που μου είπε πως θα πηγαίνανε για σουβλάκι, μια και πεινούσε. Με έκλεισε και εγώ της είπα να προσέχει» ανάφερε η μάρτυρας.
Πρόεδρος: Σας είπε ποιος της έστελνε τα μηνύματα εκείνο το βράδυ;
Μάρτυρας: Μου είπε πως «είναι το παιδί που σου είχα πει» και ότι, εφόσον ήθελε να φάει, θα πήγαιναν για φαγητό σε μαγαζί που ήταν κοντά στο σπίτι της, στο κέντρο της Ρόδου. Μετά τις 12 κλείσαμε το τηλέφωνο. Έπειτα εγώ κοιμήθηκα. Η Ελένη μού έστειλε ένα μήνυμα που μου έλεγε: «Πάρε με τηλέφωνο σε μια ώρα». Το είδα το πρωί γιατί κοιμήθηκα.
Πρόεδρος: Γνωρίζετε αν είχε κάποια σταθερή σχέση η φίλη σας;
Μάρτυρας: Όχι, δεν είχε
Σχετικά με τα όσα φέρεται να βίωσε η Ελενη Τοπαλουδη έναν χρόνο νωρίτερα -υπάρχει αναφορά για βιασμό-, η μάρτυρας υποστήριξε πως η άτυχη φοιτήτρια μετά από αυτό το γεγονός της είχε εκμυστηρευτεί ότι «κάτι φοβόταν». Ωστόσο, παρά τις επίμονες ερωτήσεις από έδρας, η μάρτυρας δεν απάντησε σε αρκετές από αυτές και δέχτηκε παρατήρηση από την εισαγγελέα.
Μάρτυρας: Έπαθα μεγάλο σοκ και η μνήμη μου δεν είναι καλά. Έχουν διαγραφεί αρκετά πράγματα
Εισαγγελέας: Καταλαβαίνω ότι δεν θέλετε να μιλήσετε. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι φοβάστε…
Μάρτυρας: Δεν φοβάμαι, απλά με έχετε αγχώσει. Δεν είναι ότι δεν θέλω να μιλήσω, σας απαντάω.
Εισαγγελέας: Ήταν χαρούμενη που η φίλη σας είχε γνωρίσει τον Αλέξανδρο;
Μάρτυρας: Ουδέτερη, θα έλεγα, η Ελένη ήθελε να κάνει μια σωστή σχέση.
Εισαγγελέας: Έχετε πει ότι η Ελένη είχε καλή γνώμη για τον Αλέξανδρο.
Μάρτυρας: Της φαινόταν καλός, αυτό μου είχε πει. Ότι έδειχνε καλό παιδί.
Εισαγγελέας: Πράγματι, έτσι φαίνεται.
Εκείνη τη στιγμή ο 20χρονος κατηγορούμενος χαμογέλασε με την εισαγγελέα να ξεσπά: «Γελάτε, κύριε, γελάτε συνεχώς. Είστε προκλητικός να γελάτε για κάτι τόσο τραγικό. Σας δείχνουν όλα τα κανάλια να γελάτε. Δεν το έχω ξαναδεί αυτό, αυτό το βλέπω πρώτη φορά…».
Νωρίτερα κατέθεσε εργαζόμενος στη Ρόδο, ο οποίος είχε δει τους δυο κατηγορούμενους και την άτυχη Ελένη στο βανάκι του 21χρονου Ροδίτη, κοντά σε μαγαζί που πουλούσε σουβλάκια, μακριά όμως από την πόλη της Ρόδου.
«Είχαν παρκάρει έξω από το σπίτι μου. Είδα το φορτηγάκι. Ήταν η κοπέλα, ο άλλος κατηγορούμενος και ο Ροδίτης. Ο Αλέξανδρος ήταν στη θέση του οδηγού, η κοπέλα στη θέση του συνοδηγού, ο Μανώλης (ο Ροδίτης κατηγορούμενος) ήταν έξω από το αμάξι. Νομίζω ότι ήταν ευδιάθετοι. Το φορτηγάκι ήταν εκεί για δέκα περίπου λεπτά» ανέφερε ο μάρτυρας, ο οποίος, μεταξύ άλλων, είπε ότι ένας φίλος του που πήγαινε με τον Ροδίτη κατηγορούμενο στο ίδιο γυμναστήριο του είχε πει «ότι πουλούσε τσαμπουκά στον ίδιο χωρίς λόγο».
Κατά την έναρξη της διαδικασίας, η πλευρά του 21χρονου Ροδίτη κατηγορουμένου γνωστοποίησε ότι εκείνος βρίσκεται σε εντατική παρακολούθηση από ιατρικό προσωπικό των φυλακών και πως αντιμετωπίζει ένα πολύ σοβαρό θέμα, ενώ ακολουθεί «μια ιδιαίτερα βαριά φαρμακευτική αγωγή, με συνταγογράφηση ψυχιάτρου και νευρολόγου της φυλακής». Το δικαστήριο ζήτησε έγγραφη δήλωση από τους αρμοδίους των φυλακών προκειμένου να βεβαιωθούν όσα υποστήριξε η υπεράσπιση του κατηγορουμένου.