Ρεπορτάζ

2 αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου κατά της νομιμότητας του ΔΗ.ΦΟ.ΔΩ.

Ενα μήνα πριν την έκδοση των υπ’ αρίθμ 4504 και 4505/2014 αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες κρίθηκε αμετακλήτως ως αντισυνταγματικός ο Δημοτικός Φόρος Δωδ/νήσου (ΔΗ.ΦΟ.ΔΩ.) το Ε’ Τριμελές Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς είχε ήδη εκδώσει δύο αποφάσεις, ακυρώνοντας βεβαιωτικές πράξεις του Δήμου Ρόδου με το ίδιο σκεπτικό!
Οι συνθήκες για την κατάργηση του δημοτικού φόρου, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των δύο αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς που επιδόθηκαν αυτή την εβδομάδα στον δικηγόρο κ. Παντελή Αποστολά, είχαν ωριμάσει πριν αποφανθεί η Ολομέλεια του ΣτΕ και μετά την έκδοση των δύο όμοιων αποφάσεων του Β’ Τμήματος του ανωτάτου ακυρωτικού δικαστηρίου σε 7μελή σύνθεση (3930 και 3931/2013).
Στο σκεπτικό των δύο αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με τις οποίες δικαιώθηκαν οι θέσεις της εταιρείας «Φτερούγας Γ. & Δ. ΟΕ» αναφέρονται τα εξής:
«Επειδή, μετά την ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα, στις 31.3.1947, με τις διατάξεις των άρθρων 2 του Α.Ν. 798/1948 (Α’ 248) διατηρήθηκαν «προσωρινώς» σε ισχύ οι διατάξεις των 187/1938 και 132/1939 Τοπικών Κυβερνητικών Διαταγμάτων της Ιταλικής Διοικήσεως περί επιβολής τοπικού φόρου καταναλώσεως υπέρ των δήμων και κοινοτήτων της Δωδεκανήσου επί των εισαγόμενων σ’ αυτήν εμπορευμάτων, καθώς και των εξαγόμενων από αυτήν (πρβ. ΣτΕ 2956/1981), αναστελλομένης της ισχύος των αντίστοιχων διατάξεων του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων. Στη συνέχεια, όταν με τις διατάξεις του Α.Ν. 1910/1951 (Α’ 221) ρυθμίσθηκαν τα των εσόδων όλων των δήμων και κοινοτήτων της χώρας, περιλαμβανομένης, συνεπώς, και της Δωδεκανήσου, με το άρθρο 79 ορίστηκε ειδικότερα ότι διατηρούνται σε ισχύ οι υπέρ των Δήμων και Κοινοτήτων της Γενικής Διοικήσεως Δωδεκανήσου εισπραττόμενοι φόροι, τέλη και δικαιώυατα, περί των οποίων δεν προέβλεπε ο νόμος αυτός και οι οποίοι επιτρεπόταν να καταργηθούν με βασιλικό διάταγμα (βλ. και άρθρα 76 Ν.Δ. 3033/1954, Α’ 258, 84 Β.Δ. της 19.12.1955/21.1.1956, Α’ 29, 92 Β.Δ. της 24.9/20.10.1958, Α’ 171), το οποίο, πάντως, ποτέ δεν εκδόθηκε. Συνεπώς, υπό το καθεστώς αυτό, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως της Δωδεκανήσου, επιπλέον των προβλεπόμενων από τις πάγιες ρυθμίσεις περί δήμων και κοινοτήτων εσόδων, συνέχιζαν να απολαμβάνουν και του προαναφερθέντος ειδικού τοπικού φόρου καταναλώσεως, κρίθηκε δε ότι η διατήρηση αυτή σε ισχύ των εν λόγω διατάξεων δεν παραβίαζε τις συνταγματικές διατάξεις περί ισότητας και συνεισφοράς των Ελλήνων αδιακρίτως στα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεων τους, ενόψει, μεταξύ άλλων, των «διαφόρων συνθηκών» υπό τις οποίες τελούσαν οι φορολογούμενοι στη Δωδεκάνησο σε σχέση με τους φορολογούμενους στη λοιπή Ελλάδα (ΣτΕ 2956/1981). Αργότερα, όμως, ύστερα από την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, όταν εγέρθηκαν αμφισβητήσεις σχετικά με τη συμφωνία των πιο πάνω διατάξεων προς το κοινοτικό δίκαιο και απέληξαν σε αποφατική κρίση του ΔΕΚ (βλ. απόφαση της 14.9.1995 σε συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-485/93 και 486/93, Σιμιτζή κατά Δήμου Κω), αυτές καταργήθηκαν από 1.7.1994 με την παράγραφο 2 του άρθρου 65 του Ν. 2214/1994 (Α’ 75). Παράλληλα, με τη διάταξη του άρθρου 60 του ίδιου νόμου ορίσθηκε ότι

«1.Επιβάλλεται, υπέρ των Ο.Τ.Α. Νομού Δωδεκανήσου, φόρος με την ονομασία “Δημοτικός φόρος Δωδεκανήσου”, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. 2.0 φόρος επιβάλλεται στα ακαθάριστα έσοδα που πραγματοποιούνται από την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας στην περιφέρεια του Νομού Δωδεκανήσου, από κάθε πρόσωπο που θεωρείται ως επιτηδευματίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Β.Σ. (π.δ. 186/1992). 3.Ως ακαθάριστα έσοδα νοούνται τα ακαθάριστα έσοδα όπως αυτά προσδιορίζονται για την εφαρμογή των διατάξεων της φορολογίας εισοδήματος. 4.0 φόρος υπολογίζεται με την εφαρμογή συντελεστή επί των ακαθάριστων εσόδων ανάλογα με το ύψος του συντελεστή καθαρού κέρδους, που προβλέπεται για την οικονομική δραστηριότητα του επιτηδευματία, σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα: Συντελεστής καθαρού κέρδους μέχρι 5% – Συντελεστής φόρου 0,2%… 6.Υπόχρεοι για την καταβολή του φόρου είναι τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού. Ο υπόχρεος στην καταβολή του φόρου οφείλει εντός του επόμενου μήνα  από  τη  λήξη  κάθε  ημερολογιακού  τριμήνου,   να  υποβάλλει δήλωση απόδοσης του φόρου στο δήμο που ορίζεται από τις διατάξεις της επόμενης” παραγράφου. 7.0 φόρος αποδίδεται στον κεντρικό δήμο κάθε νησιού (πρωτεύουσα), ο οποίος ορίζεται και διαχειριστής του φόρου αυτού.-Στην περίπτωση που στο ίδιο νησί υπάρχουν περισσότεροι από ένας Ο.Τ.Α. το ποσό του φόρου, κατανέμεται στο μεν διαχειριστή δήμο, σε ποσοστό πενήντα πέντε (55%) τοις εκατό, στους δε λοιπούς Ο.Τ.Α. σε ποσοστό σαράντα πέντε (45%) τοις εκατό, με πληθυσμιακά κριτήρια. δ.Όλα τα θέματα που αναφέρονται στην υποβολή και στην επαλήθευση της δήλωσης, στη βεβαίωση και στην είσπραξη του φόρου, περιλαμβανομένων και των αφορώντων στις προσαυξήσεις και πρόστιμα, στην παραγραφή του δικαιώματος των Ο.Τ.Α., στην άσκηση προσφυγών και ενδίκων μέσων και γενικά στη διαδικασία βεβαίωσης του φόρου, διέπονται από τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά στον Κώδικα Προσόδων Δήμων και Κοινοτήτων. 9…». Από τις σχετικές συζητήσεις στη Βουλή σχετικά με τις ενλόγω διατάξεις του άρθρου 60 του Ν. 2214/1994 προκύπτει ότι ο επίδικος φόρος, που επιβλήθηκε δίχως μελέτη και επίκληση ειδικών συνθηκών διαφοροποιήσεως της Δωδεκανήσου έναντι των λοιπών περιφερειών του Κράτους, προορίστηκε να αποτελέσει, και μάλιστα μόνιμα και όχι προσωρινά, «υποκατάστατο»  του καταργηθέντος με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 65 παρ. 2 του ίδιου νομοθετήματος φόρου, προς ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας (βλ. πρακτικά Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων σε συνδυασμό με Πρακτικά Βουλής, Συνεδρίαση ΡΔ 721.4.1994).

Επειδή, οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες του χρόνου επιβολής του επίδικου φόρου, 50 περίπου χρόνια μετά την ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα, είναι, προφανώς, διαφορετικές εκείνων που υπήρχαν κατά τα αμέσως επόμενα της ενώσεως αυτής έτη και δικαιολογούσαν μια ειδική, έναντι άλλων περιοχών της χώρας με τα αυτά χαρακτηριστικά, μεταχείριση. Έτσι, λόγοι που να δικαιολογούν, και μάλιστα με πάγιο τρόπο, την επιβολή του ένδικου φόρου υπέρ μόνων των Ο.Τ.Α. Δωδεκανήσου και, συνεπώς, σε βάρος εκείνων μόνο που ασκούν εκεί οικονομική δραστηριότητα, κατ’ εξαίρεση όλων όσοι την ασκούν στην λοιπή ελληνική επικράτεια, ούτε από τη φύση του φόρου αυτού συνάγεται ούτε, όπως προαναφέρθηκε, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψηφίσεως της σχετικής διατάξεως, αναδεικνύεται (πρβ. ΣτΕ 3037/2008 Ολ., 650/1995 7μ.). Κατόπιν των ανωτέρω, η επιβολή του ένδικου φόρου, και μάλιστα πάγια, σε μόνους όσους ασκούν οικονομική δραστηριότητα στη Δωδεκάνησο υπέρ των Ο.Τ.Α. αυτής αντίκειται στην αρχή της φορολογικής ισότητας και της καθολικότητας του φόρου και καθιστά εκ του λόγου τούτου ανίσχυρη τη σχετική ρύθμιση».

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου