Το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού (bullying), που έχει προσλάβει μεγάλες διαστάσεις στα τελευταία χρόνια, αποτέλεσε χθες το απόγευμα αντικείμενο ημερίδας που διοργάνωσε στο Δημοτικό Θέατρο ο Πολιτιστικός Σύλλογος Έρευνας και Προώθησης Αυτοάμυνας- Αυτοπροστασίας.
Σχολικό εκφοβισμό συνιστά η διαρκής βία – σωματική ή ψυχολογική που διεξάγεται από ένα παιδί ή μία ομάδα παιδιών εναντίον κάποιου παιδιού το οποίο δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Με άλλα λόγια είναι μια μορφή επιθετικής συμπεριφοράς κατά κανόνα εσκεμμένη και επιζήμια. Συχνά είναι επίμονη, κάποιες φορές συνεχιζόμενη επί εβδομάδες, μήνες ή χρόνια.
Οι πλέον πρόσφατες συστηματικές ανασκοπήσεις των ερευνών, έχουν επισημάνει την ανάγκη αύξησης του αριθμού των συστατικών των προγραμμάτων παρέμβασης, σε όλα τα επίπεδα – ατομικό, σχολείου, τάξης και για όλα τα μέλη της σχολικής κοινότητας – μαθητές, γονείς, εκπαιδευτικούς.
Με μια μεστή περιεχομένου ομιλία της η πρωτοδίκης κ. Αικατερίνη Καρτσιούνη, τακτική Ανακριτρια και Ανακρίτρια ανηλίκων, αναπληρώτρια Δικαστής Ανηλίκων του Πρωτοδικείου Ρόδου, ανέλυσε το φαινόμενο, τονίζοντας εισαγωγικά, ότι έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις στα σχολεία της Ελλάδας, τόσο της πρωτοβάθμιας όσο και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Όπως τόνισε, ο σχολικός εκφοβισμός είναι ένα φαινόμενο νεανικής παραβατικότητας, που αφορά στη χρήση βίας μεταξύ μαθητών ή συνομηλίκων παιδιών με στόχο να προκληθεί πόνος ή αναστάτωση.
Εμφανίζεται με τη μορφή :
-του λεκτικού εκφοβισμού (κοροϊδία, διακρίσεις, ντροπιαστικά σχόλια),
-του κοινωνικού εκφοβισμού (διάδοση φημών, καταστροφή προσωπικών αντικειμένων, απομόνωση από την ομάδα),
-του σωματικού εκφοβισμού (χτυπήματα, σπρωξίματα, κλωτσιές, ασέλγεια),
-του ηλεκτρονικού εκφοβισμού (εκβιασμός μέσω Διαδικτύου και ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, μέσω μηνυμάτων στο κινητό τηλέφωνο).
Κατέστησε σαφές ότι ο ανήλικος δράστης κατά την εκδήλωση της παραβατικής συμπεριφοράς του, στο πλαίσιο του σχολικού εκφοβισμού, τελεί ποινικά αδικήματα.
Οι πράξεις του δηλαδή στοιχειοθετούν, κατ’ αντικειμενική υπόσταση, πράξεις τιμωρητέες από τον ποινικό νομοθέτη και συγκεκριμένα τα αδικήματα της εξύβρισης, της δυσφήμισης, της συκοφαντικής δυσφήμισης, της απειλής, της παράνομης βίας, της παράνομης κατακράτησης, της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, της αποπλάνησης παιδιού, της ασέλγειας παρά φύση, του βιασμού, της κλοπής, της ληστείας, της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, της απλής σωματικής βλάβης, της απρόκλητης σωματικής βλάβης, της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, της βαριάς σωματικής βλάβης, της έκθεσης ακόμη και της ανθρωποκτονίας από δόλο ή αμέλεια.
Οι πράξεις αυτές τιμωρούνται με ποινές φυλάκισης ή κάθειρξης, πρόκειται δηλαδή για πλημμελήματα ή κακουργήματα και διώκονται είτε κατ’ έγκληση είτε αυτεπάγγελτα.
Η Πρωτοδίκης επεσήμανε ωστόσο ότι για να φτάσουμε στο σημείο να συζητάμε για άσκηση ποινικής δίωξης, πρέπει να ξεκινήσουμε από την παραδοχή ότι η εκφοβιστική συμπεριφορά υπάρχει σε κάθε σχολείο και να υιοθετήσουμε πολιτικές κατά της εκφοβιστικής συμπεριφοράς.
Όπως τόνισε: «το παιδί παραβάτης, ο ανήλικος νταής μπορεί να νουθετηθεί, να μετανοήσει, να αλλάξει, να διορθωθεί. Αν το αφήσουμε όμως μέσα στο πλήθος να χαθεί, μέσα στην αδιαφορία να ξεγλιστρήσει, αν του επιτρέψουμε να κρυφτεί μέσα στον γονεϊκό εγωισμό, στην μητρική αγκαλιά, τον πατρικό αντρισμό, θα έχουμε όλοι μας συμβάλει στην μετεξέλιξη του παιδιού-τσαμπουκά σε νεαρό-τραμπούκο, που από την σχολική αυλή θα καταλήξει να αυλίζεται σε κάποια φυλακή, ενώ εντωμεταξύ θα χει αφήσει στο διάβα του ραγισμένες καρδιές, πληγωμένες περηφάνιες, παιδιά θύματα που θα γίνουν, αν επιβιώσουν, ευνουχισμένοι ενήλικες ή εν δυνάμει θύτες που θα συνεχίσουν αυτή την ατέρμονη σειρά δυστυχισμένων ανθρωπίνων υπάρξεων».
Πιο συγκεκριμένα, ο διευθυντής του σχολείου οφείλει να καταγράψει, πού και πότε συνέβη το περιστατικό, ποιοι συμμετείχαν, ποιοι παρατηρούσαν, τι ακριβώς έγινε να επικοινωνήσει με τους γονείς του παιδιού και να κανονίσει μια συνάντηση αλλά και να καθορίσει τις συνέπειες για το παιδί που εκφοβίζεται.
Οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να μιλήσουν στο παιδί που εκφοβίζεται και να ακούσουν με προσοχή και σοβαρότητα αυτά που έχει να πει. Να διαβεβαιώσουν το παιδί ότι θα ανταποκριθούν άμεσα για να το προστατεύσουν ζητώντας του, παραπέρα να τους κρατούν ενήμερους σχετικά με οποιαδήποτε εξέλιξη.
Οι συμμαθητές του θα πρέπει να υποστηρίζουν εκείνον που θυματοποιείται, να διαφοροποιηθούν από τους εκφοβιστές, να τους δείξουν ότι δεν φοβούνται, ότι το θύμα δεν είναι μόνο του, ότι το θύμα δεν είναι στο περιθώριο, αλλά οι ίδιοι που επιδεικνύουν παραβατική συμπεριφορά.
Οι γονείς θα πρέπει να συνεργαστούν στενά με το σχολείο, παρέχοντας στο παιδί τους υποστήριξη και ασφάλεια, χωρίς να το κατακρίνουν, να ακούσουν προσεχτικά τι έχει να πει το παιδί για τα συναισθήματά του και για τις ανάγκες του και να παρακολουθούν την εξέλιξη της κατάστασης αλλά και την υγεία του.
Όπως τόνισε η κ. Καρτσιούνη θα πρέπει να μάθουν στο παιδί πως να βάζει μόνο του όρια στη συμπεριφορά των άλλων, όταν το ενοχλούν και να το βοηθήσουν να καταλάβει ότι δεν πειράζει αν δεν κερδίζει την αποδοχή όλων.
Επιπλέον, θα πρέπει να το ενθαρρύνουν ν’ αποδεχτεί τις διαφορές ή τις ιδιαιτερότητές του και να καταλάβει ότι η μοναδικότητα του καθενός είναι ένα στοιχείο που του δίνει αξία.
Σε ό,τι αφορά τους γονείς του παιδιού, που εκφοβίζει, θα πρέπει να συνεργαστούν με το σχολείο, για την αντιμετώπιση του προβλήματος του παιδιού σχετικά με τη βία. Να παρατηρήσουν αν το παιδί εμπλέκεται συχνά σε καβγάδες ή εκδηλώνει εκφοβιστική συμπεριφορά και με τα παιδιά της γειτονιάς ή και με τους ίδιους στο σπίτι. Να επιβάλουν πειθαρχία, να θέσουν όρια και να ζητήσουν τη συνδρομή αρμόδιων υπηρεσιών, κοινωνικής πρόνοιας και ψυχικής υγείας. Θα πρέπει επίσης, όπως τονίστηκε, να ενημερώσουν τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές ή τον αρμόδιο Εισαγγελέα ανηλίκων για το περιστατικό.
Η Πρωτοδίκης εξήγησε ότι «σύμφωνα με το Ελληνικό Ποινικό Κώδικα «ανήλικοι» νοούνται όσοι κατά την τέλεση της πράξης, έχουν ηλικία μεταξύ του 8ου και 18ου έτους συμπληρωμένων.
Ποσοστό 45% των ανηλίκων, που οδηγούνται στις αίθουσες των δικαστηρίων, αντιμετωπίζουν ποινές φυλάκισης από πέντε έως 15 χρόνια.
Κάθε χρόνο εγκλείονται σε σωφρονιστικά καταστήματα της Ελλάδας κατά μέσον όρο 100 δράστες κάτω των 18 ετών. Το ποσοστό των έγκλειστων νέων ανέρχεται σήμερα στο 4,4% του συνόλου των κρατουμένων. Στη Γαλλία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 1,1%, στην Ιταλία 0,7%, ενώ η Ισπανία είναι η μόνη χώρα που δεν φυλακίζει ανηλίκους.
Στην Ελλάδα τα όρια ηλικίας για την απόδοση ποινικών ευθυνών σε ανήλικους παραμένουν από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη (τα 13 χρόνια, έναντι 14 και 15 που ισχύει στις περισσότερες χώρες). Οι ανήλικοι μέχρι 8 ετών είναι ποινικά ανεύθυνοι και οι ανήλικοι έως 13 ετών κρίνονται ατιμώρητοι διότι δεν τους καταλογίζεται η άδικη πράξη που έχουν τελέσει».
Εξηγώντας τα ανωτέρω στοιχεία, η κ. Καρτσιούνη, διευκρίνισε ότι υπάρχει αφενός ο σεβασμός στην ανηλικότητα αφετέρου το νομικό πλαίσιο, που μπορεί να συμβάλει στην πρόληψη μέσω της επιβολής σε ανήλικους δράστες αναμορφωτικών ή θεραπευτικών μέτρων ή του ποινικού σωφρονισμού, μέσω εγκλεισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων.
Τα ανωτέρω βέβαια αφορούν ανηλίκους, άνω των 13 ετών, που ο νομοθέτης έχει κρίνει ότι έχουν διάκριση, ότι κατανοούν την απαξία της πράξης τους και ότι είναι σε ηλικία που μπορούν να αντιληφθούν το άδικο, να υποστούν τις συνέπειες και να σωφρονιστούν.
Σύμφωνα με τον Ελληνικό Ποινικό Κώδικα, υπάρχει και ακόμη μία διάκριση ανάλογα με την ηλικία στους ανήλικους άνω των 13 ετών.
Στους ανήλικους μεταξύ 13 και 15 ετών επιβάλλονται μόνο αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα».
Αναφερόμενη στις διαστάσεις του φαινομένου στη Ρόδο, κατέστησε σαφές ότι δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία, τονίζοντας ότι ως δικαστής ανηλίκων δικάζει μόνο κλοπές και παραβάσεις του ΚΟΚ και του νόμου περί ναρκωτικών.
Πρόσθεσε ότι υπάρχουν περιστατικά σχολικού εκφοβισμού αλλά δεν καταγγέλλονται. Αποκρύπτονται από ντροπή, από άγνοια, από φόβο, από έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Δυστυχώς, έχουν ωστόσο αναφερθεί ανεπίσημα περιστατικά ασέλγειας, περιστατικά άσκησης σωματικής βίας, απειλών, έργω εξύβρισης..
Αναφέρθηκε συγκεκριμένα σε ένα περιστατικό, που της γνωστοποιηθηκε και συγκεκριμένα ότι στο προαύλιο της Ακαδημίας, μαθητές Δημοτικού ξεγύμνωσαν την ώρα του διαλείμματος μία συμμαθήτριά τους υπό τα όμματα των υπολοίπων, δυστυχώς πάρα πολλών σε αριθμό μαθητών.
Τι απέγινε; Επίσημα οι αστυνομικές αρχές και η Εισαγγελία δεν γνωρίζουν το γεγονός, η δασκάλα που μέσω βιωματικής προσέγγισης επιχείρησε να νουθετήσει τους «άτακτους» μαθητές, υπέστη τον ψόγο από την πλευρά των γονιών τους, που διαμαρτυρήθηκαν για άσκηση βίας κατά των υιών τους. Και το κοριτσάκι; Oι γονείς του; Απόντες, σιώπησαν, ντράπηκαν ίσως, κρύφτηκαν.
Η κ. Καρτσιούνη τόνισε ότι αυτό πρέπει να αλλάξει. Να αλλάξει μέσα από τη γνώση, τη συνειδητοποίηση, την αποδοχή, τη συνεργασία.
«Η ανικανότητα του θύματος να αμυνθεί είναι ο βασικότερος παράγοντας θυματοποίησης. Η παρέμβαση είναι ευθύνη όλων» όπως επεσήμανε ζητώντας από όλους να εμπιστευθούν τους θεσμούς και να απευθυνθούν στη Δικαιοσύνη.