Ολο και περισσότερο οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες στρέφονται στην «καθαρή ενέργεια» καθώς οι τιμές του αργού εις μάτην αγωνίζονται να ανακτήσουν τα παλαιά τους ύψη και ενώ οι προβλέψεις για την ανάπτυξη της βιομηχανίας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας γίνονται όλο και πιο ευοίωνες.
Ερευνα του Bloomberg αποκαλύπτει ότι η Exxon Mobil συνεργάζεται με εξειδικευμένη εταιρεία προκειμένου να ελέγξει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τα εργοστάσιά της. Οσο για την Total, ανακοίνωσε την περασμένη Δευτέρα την εξαγορά της εταιρείας κατασκευής μπαταριών Saft Groupe αντί 1,1 δισ. δολαρίων. Αυτό όμως δεν είναι το πρώτο «καθαρό» deal για την κορυφαία γαλλική εταιρεία πετρελαίου καθώς το 2011 είχε αποκτήσει πλειοψηφικό πακέτο μετοχών στην εταιρεία κατασκευής ηλιακών πάνελ SunPower Corp.
Επίσης η καναδική εταιρεία κατασκευής αγωγών Enbridge ανακοίνωσε την περασμένη Τρίτη ότι πρόκειται να καταβάλει το ποσό των 218 εκατ. δολαρίων για την απόκτηση συμμετοχών σε υπεράκτια αιολικά πάρκα σε μια προσπάθεια να διπλασιάσει τη χαμηλών εκπομπών άνθρακα παραγωγή της.
«Το δυνητικό περιθώριο κέρδους που βλέπουν σε αυτή την αγορά είναι τεράστιο» σχολιάζει στο αμερικανικό πρακτορείο ο Τζέισον Μπόρντοφ, διευθυντής του Κέντρου για την Παγκόσμια Ενεργειακή Πολιτική στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Και προσθέτει ότι «η στροφή προς αυτή την κατεύθυνση είναι επιπλέον και ζήτημα μελλοντικής επιβίωσης».
Οι γίγαντες πετρελαίου άρχισαν να επενδύουν σε «καθαρή» ενέργεια ήδη από τη δεκαετία του 1970, όταν η κρίση του πετρελαίου ώθησε την Exxon να διερευνήσει τις δυνατότητες εκμετάλλευσης της ηλιακής ενέργειας. Τελικά όμως οι πετρελαιοπαραγωγικές επιχειρήσεις καταστάλαξαν στα βιοκαύσιμα, μια μορφή ανανεώσιμης πηγής ενέργειας που είναι πιο κοντά στην παραδοσιακή τους δραστηριότητα. Μεταξύ του 2005 και του 2013 οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου επένδυσαν περισσότερα από 9,4 δισ. δολάρια στην αιθανόλη και άλλα καύσιμα φυτικής προέλευσης, σύμφωνα με το Bloomberg New Energy Finance.
Τώρα όμως καθώς η αιολική, η ηλιακή και άλλες μορφές καθαρής ενέργειας γίνονται όλο και περισσότερο βιώσιμες (σε επιχειρηματικό επίπεδο), ακόμη και οι πιο φιλύποπτοι επενδυτές αλλάζουν τον τρόπο που τις αντιμετωπίζουν. Η παγκόσμια επάρκεια σε ηλιακή ενέργεια αναμένεται να διπλασιαστεί ως το τέλος του 2018, ενώ οι προβλέψεις για την παραγωγή αιολικής ενέργειας κάνουν λόγο για αύξηση ως και 50%.
Την προοπτική ανάπτυξης στον κλάδο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) δεν εντοπίζουν μόνο οι επιχειρήσεις αλλά και τα κράτη. Η Σαουδική Αραβία, η Ρωσία, το Ιράν, το Κουβέιτ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και άλλοι εξαγωγείς πετρελαίου έχουν ήδη αρχίσει να επαναπροσδιορίζουν τις εγχώριες ενεργειακές πολιτικές τους και αναζητούν εναλλακτικές λύσεις για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο σε ό,τι αφορά την παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας. Ωστόσο το βασικό κίνητρο, επισημαίνει η βρετανική «Guardian», δεν είναι η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, παρά την ιστορική συμφωνία για την κλιματική αλλαγή που υπεγράφη στο Παρίσι στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς.
Το έρεισμα για αυτή τη μεταστροφή στην πολιτική των μεγαλύτερων πετρελαιοπαραγωγών του κόσμου έχει να κάνει με την προσπάθεια περιορισμού της εγχώριας κατανάλωσης και την ταυτόχρονη αύξηση των εξαγωγών καθώς «θα προτιμούσαν να πωλούν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής ορυκτών καυσίμων στο εξωτερικό παρά να τα καταναλώνουν στο σπίτι». Σε αυτό το πλαίσιο πολλές από αυτές τις χώρες έχουν μειώσει τις επιδοτήσεις ηλεκτρικού ρεύματος και νερού, επέβαλαν μέτρα διατήρησης της ενέργειας και ενθάρρυναν τους πολίτες να εγκαταστήσουν ηλιακούς συλλέκτες ώστε να μειωθεί η εγχώρια κατανάλωση πετρελαίου.
Βεβαίως οι επενδύσεις στον κλάδο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας παραμένουν σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα αν συγκριθούν με εκείνες στη βιομηχανία πετρελαίου. Παρά ταύτα, πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι ακόμη κι έτσι οι ως σήμερα κινήσεις των μεγάλων εταιρειών του κλάδου δείχνουν την αρχή του τέλους για την κυριαρχία των ορυκτών καυσίμων.
Το ΒΗΜΑ