Προσπαθώ να γράψω ένα παραμύθι.’ Ενα παραμύθι που να εξηγώ στα παιδιά μου πότε! που! γιατί! πως!, χάσαμε το δικό μας παραμύθι, εμείς οι μαμάδες της «χρυσής γενιάς». Εμείς η γενιά της «μηδενικής ενοχής» «Εμείς του ’60 οι εκδρομείς». Που πήγαν οι καλές νεράϊδες και οι κακές μάγισσες, γιατί δεν φαίνεται το σταυροδρόμι της αρετής και της κακίας, ποιος κακός μάγος πήρε την κοινή λογική μας, που πήγαν τα χρώματα της ζωής και η μελωδία της ευτυχίας έγινε γκρίζα ,ποιος κακός λύκος πήρε τις ιδέες, τις αξίες, το όραμα. Δεν τις βρίσκω τις λέξεις. Το μόνο που μου έρχεται στο νου είναι ο Διονύσης της εφηβείας μου.”Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά. Είμαι μεγάλος, με τιράντες και γυαλιά κι όλο φοβάμαι το αύριο…Ερχόμαστε από μέρες που πρέπει ν’ αποσιωπηθούν, από νύχτες που θέλουμε να ξεχάσουμε, με μεγάλα λόγια και μικρές πράξεις, με χαμένα όνειρα και σκοτωμένη μουσική, με μύθους και λεηλασίες . Μεγαλώσαμε,ωριμάσαμε. Με έναν πόνο παιδικό. Σαν τα αγριογιασεμιά της παιδικής αυλής μας ,κοιτάμε από ψηλά, τα καινούργια κλαδιά που πασχίζουν να στηριχτούν στο κορμό μας. . ‘ Ομως η ζωή έχει άλλους σκοπούς. Και κάθε φορά που τ’ αποφασίζει να τους εφαρμόσει,εμείς γυρνάμε το κεφάλι μας, κοιτάμε τα λουλούδια του αγριογιασεμιού μας,πλένουμε με τ’ αρωμά τους τις πληγές μας, παίρνουμε δύναμη απ’ την ομορφιά τους και ξανά αρπάζουμε τον τοίχο με δύναμη…
Στη μανούλα κόρη μου, στις αγαπημένες μανούλες φίλες μου, σε όλες τις μανούλες, με την ευχή ,να βρίσκουν δύναμη, ν’ αρπάζουν δυνατά τον τοίχο, να καμαρώνουν τ’ αγριογιασεμιά που στηρίζονται στον κορμό τους και να μεθούν απ’ τ’ άρωμά τους.