Με απόφαση που εξέδωσε χθες το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου (τακτική διαδικασία) έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή που άσκησαν οι κληρονόμοι ενός ημεδαπού κατά ενός ιατρού του ΕΦΚΑ ενώ απορρίφθηκε για τον δεύτερο ενάγοντα, έναν φαρμακοποιό, για αδικοπραξία εις βάρος του εκλιπόντος συγγενούς τους.
Το ιστορικό της υπόθεσης φέρεται να έχει ως εξής:
Περί τα μέσα του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2012, ο αρχικός ενάγων, κλήθηκε από εκπρόσωπο της υπηρεσίας ελέγχου δαπανών υγείας φορέων κοινωνικής ασφάλισης του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, προκειμένου να δώσει εξηγήσεις σχετικά με τις υποψίες που υπήρχαν εκείνη την περίοδο, ότι ιατρός του ΙΚΑ στην πόλη της Ρόδου, εξέδιδε συνταγές στο όνομά του και εν αγνοία του και ότι φαρμακοποιός, επίσης στην πόλη της Ρόδου, εκτελούσε τις ανωτέρω εικονικές συνταγές.
Στη συνάντηση που ακολούθησε, ενημερώθηκε ότι είχε εκδοθεί από τον πρώτο εναγόμενο, μεταξύ άλλων, η από 2.8.2012 συνταγή, η οποία αφορούσε θεραπεία για την πάθηση του σακχαρώδη διαβήτη και της υπερχοληστεριναιμίας, πάθηση από την οποία ουδέποτε έπασχε ο ανωτέρω και ότι η εν λόγω συνταγή είχε εκτελεστεί από τον δεύτερο εναγόμενο.
Επίσης, αποδείχθηκε ότι την περίοδο εκείνη ο αρχικός ενάγων είχε διαγνωσθεί ότι πάσχει από καρκίνο σε πνεύμονα και βρόχο καθώς και από αντιδραστική κατάθλιψη, με αποτέλεσμα να έχει πιστοποιηθεί ότι παρουσιάζει ποσοστό αναπηρίας 80%, από το οποίο, ποσοστό 15% οφειλόταν στην ψυχιατρική πάθηση, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από 29.1.2013 πιστοποίηση αναπηρίας του ΙΚΑ, όχι όμως και από σακχαρώδη διαβήτη ή υπερχοληστεριναιμία κι επομένως δεν υφίστατο λόγος να λαμβάνει τα ανωτέρω φάρμακα.
Το γεγονός αυτό και συγκεκριμένα η εμπλοκή του ονόματός του σε υπόθεση εγκληματικών πράξεων σε βάρος του δημοσίου, ιδίως σε μια περίοδο κατά την οποία η σωματική και ψυχική του υγεία, όπως περιγράφεται ανωτέρω, ήταν ήδη κλονισμένη, δημιούργησε πρόσθετο άγχος σε αυτόν, με συνέπεια να διπλασιαστεί η αρχική δόση των ηρεμιστικών φαρμάκων, τα οποία ελάμβανε στο πλαίσιο αντιμετώπισης της κατάθλιψης.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος ήταν εκείνος που χρησιμοποίησε τα ατομικά στοιχεία του αρχικού ενάγοντα και εξέδωσε συνταγή για λογαριασμό του, καίτοι ουδέποτε είχε εξετάσει αυτόν, όπως δεν γνώριζε άλλωστε ποιος ήταν γενικότερα, γεγονότα τα οποία και ο ίδιος συνομολογεί με τις προτάσεις του, ισχυριζόμενος επιπλέον ότι μπορεί να φάνηκε αφελής και να συνταγογράφησε συνταγές χωρίς την παρουσία ασθενών και ότι την επίδικη περίοδο δεν υπήρχε ακόμη ηλεκτρονική συνταγογράφηση, οπότε υπήρχε δυσχέρεια να διασταυρώσει τα στοιχεία των ασφαλισμένων.
Το δικαστήριο υποχρεώνει τον ιατρό να καταβάλλει στις ενάγουσες, διαιρετά και σύμφωνα με το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας, το ποσό των 6.000 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής.
Τις ενάγουσες εκπροσώπησε ο δικηγόρος κ. Σπύρος Σαλαμαστράκης και τον φαρμακοποιό ο δικηγόρος κ. Βασίλης Καβουριού.