Σε ό,τι αφορά τα ξενοδοχεία, πιο ευάλωτες είναι κυρίως οι μεσαίες και μικρές μονάδες και καταλύματα – Εκθεση της Alpha Βank αποτυπώνει το πώς ο πόλεμος στην Ουκρανία μπορεί να επηρεάσει τις αφίξεις
Ηκαλή εκκίνηση της τουριστικής περιόδου διατηρεί ισχυρές τις προσδοκίες ότι η «βιομηχανία της φιλοξενίας» θα αποτελέσει ισχυρό ανάχωμα στις ασφυκτικές πληθωριστικές πιέσεις και θα στηρίξει την ανάπτυξη, καθώς οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για επιδόσεις κοντά, αν όχι στα ίδια επίπεδα με το 2019, όταν οι ταξιδιωτικές εισπράξεις διαμορφώθηκαν στα 18,1 δισ. ευρώ.
Αγκάθι το ενεργειακό κόστος
Στελέχη της τουριστικής αγοράς μιλώντας στην «Η» τόνιζαν ότι το ενεργειακό κόστος αποτελεί τον μεγαλύτερο πονοκέφαλο για το σύνολο των επιχειρήσεων (διαμονή, επισιτισμός κ.λπ.).
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τα ξενοδοχεία, πιο ευάλωτες είναι κυρίως οι μεσαίες και μικρές μονάδες και καταλύματα, όπως ενοικιαζόμενα δωμάτια/σπίτι που δεν έχουν τις υποδομές και τα συστήματα εξοικονόμησης.
Στα μεγάλα ξενοδοχεία, όπως ανέφεραν χαρακτηριστικά, υπάρχουν συστήματα ώστε τα κλιματιστικά να κλείνουν αυτόματα όταν φεύγει ο πελάτης από το δωμάτιο ή όταν ανοίγει ένα παράθυρο. Όμως, ο φόβος ότι το ενεργειακό κόστος θα περιορίσει δραματικά την κερδοφορία είναι κάτι παραπάνω ορατός.
Αυτό επισημαίνεται και στην τελευταία έκθεση της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών – Insights της Alpha Bank, όπου υπογραμμίζεται ότι, στον απόηχο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, η προσδοκώμενη ισχυρή δυναμική του τουρισμού στην Ελλάδα αναμένεται να επιβραδυνθεί ελαφρώς, αλλά δεν αναμένεται να ανακοπεί.
Πώς μπορεί να επηρεάσει τον τουρισμό ο πόλεμος
Ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας αναμένεται να επηρεάσει τον τουριστικό τομέα μέσω τριών καναλιών:
Πρώτον, μέσω της απουσίας των Ρώσων τουριστών. Ο αντίκτυπος αυτός, ωστόσο, αναμένεται να είναι περιορισμένος -δεδομένου του χαμηλού μεριδίου αγοράς των Ρώσων τουριστών στις αφίξεις της Ελλάδας. Μετά την κρίση της Κριμαίας το 2014, οι τουριστικές εισροές από τη Ρωσία μειώθηκαν σταδιακά, κυρίως λόγω της υποτίμησης του ρουβλίου έναντι του ευρώ. Παράλληλα, το μερίδιο αγοράς των ρωσικών αφίξεων στην Τουρκία αυξήθηκε κατακόρυφα, ιδιαίτερα μετά το 2017, ως αποτέλεσμα της υποτίμησης της τουρκικής λίρας, αντανακλώντας, εν μέρει, μια επίδραση υποκατάστασης (το αντίστοιχο μερίδιο στην Ελλάδα μειώθηκε).
Το 2019, οι Ρώσοι τουρίστες αντιπροσώπευαν το 1,9% των συνολικών αφίξεων τουριστών στην Ελλάδα, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο για την Ουκρανία ήταν ακόμη μικρότερο. Το μερίδιο των αφίξεων από τη Ρωσία μειώθηκε στο 0,3% το 2020, εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων, σημειώνοντας μόνο οριακή άνοδο στο 0,8% το 2021. Όσον αφορά τις ταξιδιωτικές εισπράξεις, τα αντίστοιχα μερίδια διαμορφώθηκαν στο 2,4% το 2019 και στο 1,1% το 2021.
Δεύτερον, μέσω της αναμενόμενης μείωσης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών στις χώρες προέλευσης (Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Ρουμανία, ΗΠΑ κ.λπ.), ως συνέπεια των αυξανόμενων τιμών της ενέργειας. Αυτό αναμένεται να οδηγήσει σε πιθανή επιβράδυνση των τουριστικών αφίξεων -δεδομένης της θετικής τους συσχέτισης με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ- και, κατά συνέπεια, των ταξιδιωτικών εισπράξεων. Ωστόσο, αυτός ο αντίκτυπος μπορεί να αντισταθμιστεί εν μέρει από τις συσσωρευμένες αποταμιεύσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας και την τάση για αυξημένη κατανάλωση στη μεταπανδημική περίοδο.
Τρίτον, μέσω του υψηλότερου κόστους λειτουργίας, εξαιτίας των απότομων αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας που μειώνουν τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων του τουριστικού κλάδου.
Ετσι, ενώ μπορεί η πανδημία Covid-19 να μην έχει φύγει αλλά να έχουμε μάθει να ζούμε μ’ αυτή και να μην αποτελεί κυρίαρχη πηγή ανησυχίας σε υγειονομικό και οικονομικό επίπεδο, ο τουρισμός -τόσο σε ό,τι αφορά τη χώρα μας αλλά και τους ανταγωνιστές μας- δεν μένει ανεπηρέαστος από τον εν εξελίξει πόλεμο.
Πηγή imerisia.gr