Ο μοναχικός -αλλά πάντοτε φωτεινός- δρόμος του σπουδαίου τραγουδοποιού, μέσα από μία συζήτηση για τα τραγούδια του και τις ιστορίες που τα περιτριγυρίζουν.
Το σπίτι του Βασίλη Καζούλη ήταν πολύ κοντά στο μαγαζί που είχαμε δώσει ραντεβού κι έτσι δεν έμεινα για πολύ ώρα μπροστά από ένα χαρτί που έγραφε ότι η πόρτα που το συγκρατούσε, θα άνοιγε σχεδόν πέντε ώρες αργότερα. Τον πήρα τηλέφωνο για να μην έρθει τζάμπα κι εκείνος, (τον πρόλαβα) κι αφού ξεπέρασε την ειλικρινή του έκπληξη, μου έδωσε τη διεύθυνσή του.
Σχεδόν διακόσια μέτρα μετά (σύμφωνα με το GPS) και πέντε λεπτά (πολύ δεν έκανα;), τον έβλεπα να μου ανοίγει τη δική του πόρτα, χαμογελαστός και ευγενικός, και να μου ζητάει να προχωρήσω στο βάθος, εκεί που ξεχώριζε ένα παλιό καδράκι του “Beatles for Sale”.
Καθίσαμε, και χωρίς να σταματήσει στιγμή να είναι εξαιρετικά ευγενικός, ξεκινήσαμε να μιλάμε για τη ζωή και τα τραγούδια του -κυρίως για το δεύτερο. Πρώτα απ’ όλα όμως κάναμε μία παραδοχή: δεν έχουν όλα τα τραγούδια μία ιστορία από πίσω τους. Και το ίδιο συμβαίνει και με κάποια απ’ τα δικά του, που στο πέρασμα του χρόνου έχουν αποκτήσει διαστάσεις στα όρια του αστικού μύθου.
Ξεκινήσαμε συμφωνώντας δηλαδή, και μάλλον κάπως έτσι συνεχίσαμε μέχρι το τέλος.
Γιατί πιστεύετε ότι κάποιοι άνθρωποι απογοητεύονται όταν μαθαίνουν ότι δεν υπάρχει κάποια ιστορία πίσω από ένα τραγούδι;
Απογοητεύονται; Ε, δεν μπορεί να υπάρχει πάντα μία από πίσω, αλλά το ότι μπορεί να φαντάζεται κάποιος μια ιστορία, αυτό είναι το καλό των τραγουδιών.
Ναι, για παράδειγμα στην “Άννα”, πολλοί περιμένουν ότι έχετε τρέξει παρατήσει το κράνος και έχετε τρέξει κάτω στην πλαγιά να βρείτε μία Άννα. Ενώ δεν υπήρξε ποτέ.
Καταρχάς, αυτό άρχισα να το γράφω όταν ήμουν φαντάρος στην αεροπορία, εξ ου και το “αεροπλάνα”, και μιλάει για τη σκοπιά, για τα μαγειρεία… Το “Άννα” μπήκε για να ταιριάξει ο στίχος.
Γιατί το ‘γραψα αυτό; Γιατί τότε όλοι πάνω στην κουβέντα έβγαζαν απ’ την τσέπη μία φωτογραφία για να δείξουν το κορίτσι τους. Όλοι ήθελαν να είναι μαζί της, όχι στον στρατό. Τόσο απλά. Κι έτσι σκέφτηκα κι έκανα το κομμάτι.
Έχω ακούσει τουλάχιστον πέντε διαφορετικές ιστορίες για το “Αν ήσουν άγγελος” και άλλες τόσες για τη “Φανή”. Αυτό είναι καλό γιατί σημαίνει ότι στη συνείδηση του κόσμου πια αυτά τα τραγούδια είναι τόσο δυνατά (σ.σ. ζητάει συγγνώμη με πολύ σεμνό ύφος που χρησιμοποιεί τη λέξη “δυνατά”) που αφορά τις ζωές τους. Αυτή είναι η δύναμη του τραγουδιού. Και γι’ αυτό βγαίνουν οι ιστορίες. Καμιά ιστορία δεν είναι αληθινή απ’ αυτές που λέγονται.
Έχω ακούσει και κάποιες πολύ σκοτεινές.
Ναι, για παράδειγμα ότι πέθανε η γυναίκα μου όσο την περίμενα στην εκκλησία… Δεν ισχύουν αυτά, αλλά το ότι λέγονται κάποιες ιστορίες σημαίνει ότι είναι κτήμα του κόσμου αυτά τα τραγούδια και θέλει ο καθένας να πει κάτι γιατί τη νιώθει τόσο αληθινή μέσα του.
Γιατί όμως αυτές οι ιστορίες που έχουν ακουστεί να είναι συνήθως τραγικές; Για παράδειγμα στο “Αν ήσουν άγγελος”, εκεί που λέτε το άσπρο το νυχτικό -καταρχάς είναι “νυχτικό”, δεν είναι “νυφικό”, να το πούμε αυτό.
Είναι “νυχτικό”, ναι. Η αλήθεια είναι ότι ψευδίζω λίγο εκεί και ακούγεται και κάπως σαν “νυφικό”. Και τώρα καμιά φορά που μ’ ακούω αναρωτιέμαι “ρε συ, γιατί δεν το λέω καλά;” . Αλλά και “νυφικό” να πεις, σωστό είναι…
Έχετε δει κόσμο από κάτω να τραγουδάει και να το λέει “νυφικό”;
Αμέ (γελάει).
Έχετε μπει σε πειρασμό να σταματήσετε για να τους διορθώσετε;
Εντάξει, δεν το διορθώνω, ό, τι θέλει και όπως θέλει ο καθένας το λέει. (Αλλά εγώ λέω “νυχτικό”).
Στο “Βορεινό λιμάνι”, ποιο λιμάνι είχατε στο μυαλό σας;
Κοίταξε, βορεινό λιμάνι είναι και η Ρόδος, εγώ κατάγομαι από εκεί, και πηγαίνω πολύ συχνά, την αγαπάω πολύ. Αλλά βορεινό λιμάνι είναι και η Καβάλα και η Θεσσαλονίκη, γιατί οι βορεινές πόλεις έχουν ένα ιδιαίτερο κοινό και με δέχονταν πάντα με αγάπη.
Αλλά βορεινό λιμάνι είναι και ο ουρανός. Ο Dylan το λέει πιο καθαρά από μένα: “knockin on heavens door”. Μπορεί αυτό να είναι το βορεινό λιμάνι.
Καμιά φορά δεν έχει μόνο μια ερμηνεία ένα τραγούδι και αυτή είναι η γοητεία του.
Ποια κάνει δεύτερη φωνή σ’ αυτό το τραγούδι; Είναι πολύ χαρακτηριστική.
Α, είναι η Ευγενία Καρλαύτη, ένα κορίτσι με εξαιρετική φωνή, που την είχα στο συγκρότημα τότε.
Πολύ καλή μουσικός. Έχω συνεργαστεί κατά καιρούς με πολλά παιδιά και έχω να χαίρομαι και να θυμάμαι πολλές όμορφες συνεργασίες στο σχήμα μου.
Δεύτερη φωνή εσείς έχετε κάνει σε κάποιον; Νομίζω στον Νίκο Ζιώγαλα πρέπει να έχετε κάνει.
Ναι, νομίζω με είχαν καλέσει και κάναμε φωνητικά στο “Γυρνά ο καιρός”. Μετά από δύο χρόνια, το 1996, συμμετείχα και σε ένα ακόμη, στο “Του γάμου”, μαζί με διάφορους, όπου έλεγε από ένα κουπλέ ο καθένας μας. Ένα πολύ ωραίο τραγούδι, παραδοσιακό, το οποίο το τραγουδάει ο Νίκος εδώ και χρόνια στα λάηβ του. Έχουμε κάνει τόσα πολλά που δεν τα θυμάμαι (σ.σ. γελάει).
Πολύ αγαπημένος ο Νικόλας. Τον ξέρω χρόνια, έχουμε παίξει και αρκετές φορές μαζί. Και ακόμα παίζουμε.
Τον ξέρετε από το ‘80; Πηγαίνατε και σ’ αυτό το μπαρ το Λούκι που ήταν μπάρμαν;
Βγήκα αρκετά χρόνια μετά τον Νίκο στον χώρο, οπότε τον γνώρισα πολύ αργότερα. Ο Νίκος είχε αρχίσει και με τους Ανάκαρα, είχε κατέβει στην Αθήνα εκείνη την εποχή και δούλευε στο Λούκι και μάλιστα μου ‘χε πει μια ιστορία, ότι ένα βράδυ όπως δούλευε μπάρμαν, πήγε ένας παραγωγός και του λέει “τι κάνεις εσύ εδώ πέρα ακόμα;”. Είχε γίνει επιτυχία το τραγούδι του και αυτός δεν το ‘ξερε.
Θέλω να πω ότι και εμείς κάναμε πράγματα και δεν ξέραμε ποιο θα είναι το αποτέλεσμα. Κι εγώ τότε που έκανα την πρώτη δουλειά δεν είχα ιδέα το τι θα συμβεί. Παρόλο που πριν έπαιζα σε κάποια μπαράκια, πχ στη “Φυγόκεντρο” στο Γουδί, και όταν έπαιζα τη “Φανή” έρχονταν και μου έλεγαν “τι ωραίο, για ξαναπές αυτό το τραγούδι…”. Να το “ξαναπώ” κιόλας, όχι να το πω μία φορά. Θα έπρεπε δηλαδή να έχω φανταστεί ότι θα γίνει κάτι.
Κυρίως τι τραγούδια παίζατε τότε;
Διασκευές απ’ την κλασική ροκ γιατί αυτά ήταν που αγάπησα εξ αρχής. Μετά προχώρησα να κάνω τραγούδια με ελληνικό στίχο, έχοντας σπουδαίους δασκάλους όπως τον Σαββόπουλο για παράδειγμα.
Σας βοήθησε που εκείνοι είχαν ήδη βρει πώς κουμπώνει ο ελληνικός στίχος σ’ αυτήν τη μουσική;
Ναι και νομίζω βρήκα κι εγώ έναν τρόπο να μπορώ να πω αυτά που θέλω χωρίς να κλωτσάνε οι λέξεις, γιατί αυτό δεν γίνεται εξ αρχής. Ακούς τους δασκάλους σου, διαβάζεις και ποίηση, κάνεις και άλλα πράγματα, όπως το να μεταγλωττίσεις ένα τραγούδι, να το φέρεις στα ελληνικά. Αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο.
Όπως ο “Πυγμάχος” ας πούμε;
Αυτό με δυσκόλεψε πάρα πολύ.
Το έχετε κάνει πάντως αρκετά διαφορετικό απ’ το πρωτότυπο.
Αναγκαστικά, γιατί όταν μεταφράζεις το κείμενο βγαίνει τρεις σελίδες -που λέει ο λόγος. Πώς να το πιέσεις να ‘ρθει στα ελληνικά; Δεν έρχεται.
Επίσης, τα δικαιώματα δεν τα πήρα εύκολα, και μάλιστα μου απαντήσανε κάποιοι από την εταιρεία τους ότι “είναι πολύ ποιητική η μετάφραση”, ότι δεν είναι το νόημα του τραγουδιού αυτό. Τέλος πάντων, εγώ κράτησα τους μισούς στίχους που είναι Paul Simon και οι άλλα μισοί είναι δικοί μου. Και πάλι πάντως νομίζω ότι έχω κρατήσει το πρωτότυπο νόημα. Πάνω κάτω για τα ίδια πράγματα μιλάει.
Μιας και αναφέρθηκε ο Σαββόπουλος, τελευταία υπάρχει μεγάλη παραφιλολογία γύρω απ’ τα τραγούδια του και πάρα πολλοί του επιτίθενται λέγοντας συχνά ότι έχει κλέψει.
Αυτά είναι απαράδεκτα να λέγονται για ανθρώπους που έχουν κάνει τόσο μεγάλο έργο, που είναι μεγάλοι δάσκαλοι. Αυτά δεν πρέπει να τα αγγίζουμε καθόλου. Το ίδιο έλεγαν και για τον Χατζιδάκι. Και να σου πω και κάτι; Δεν υπάρχει τραγούδι που να μη μοιάζει με άλλο, αυτό δηλαδή να το ξεχάσουν αυτοί που νομίζουν ότι κάνουν παρθενογένεση, δεν υπάρχει αυτό.
Βέβαια, ότι κάποιοι μπορεί να το κάνουν σκόπιμα, ίσως, δεν ξέρω. Αλλά να σεβόμαστε ανθρώπους οι οποίοι έχουν ανοίξει δρόμους, και έχουν κάνει καταπληκτική δουλειά.
Έχετε πει ότι ο αγαπημένος σας δίσκος του είναι “Το περιβόλι του τρελού”, ότι μάλιστα είναι μέσα στα πέντε αγαπημένα σας άλμπουμ. Γιατί αυτό και όχι ο “Μπάλλος” ας πούμε;
Και ο “Μπάλλος” είναι αγαπημένος, προς Θεού. Έχω όλη τη δισκογραφία του, τα άπαντα, όπως έχω τα άπαντα των Beatles, έτσι έχω και τα άπαντα του Διονύση Σαββόπουλου.
Ποιο ήταν το πρώτο άλμπουμ των Beatles που έπεσε στα χέρια σας, με το οποίο κολλήσατε;
Οι πρώτοι μεγάλοι δίσκοι που μπήκαν στο σπίτι ήταν ένας με τις επιτυχίες του Carlos Santana, αυτό ήταν το πρώτο βινύλιο που πήραμε μαζί με τον αδερφό μου και σαν να θυμάμαι ότι δεύτερος ήταν οι επιτυχίες του Neil Diamond. Επειδή τότε δεν είχαμε και πολλά χρήματα για να παίρνουμε την -ας πούμε -επίσημη δισκογραφία, παίρναμε έναν δίσκο που να τα έχει όλα (σ.σ. γελάει).
Και βέβαια υπήρχαν και τα μικρά δισκάκια που έφερνε ο πατέρας μου. Δούλευε στη FINA, μια εταιρεία καυσίμων, και τότε έδιναν ως δώρο στον κόσμο που έβαζε βενζίνη κάτι μικρά δισκάκια. Και σαν να θυμάμαι ότι μου έφερνε δισκάκια με τη Μοσχολιού, τον Κόκοτα, τον Καλατζή κλπ…
Τα αγαπούσα κι αυτά, κι ας άκουγα ξένη μουσική.
Βέβαια, εγώ κόλλησα με τους Beatles, με την πρώτη φορά που τους άκουσα στο ραδιόφωνο κόλλησε το μυαλό μου, έπαθα κάτι… Αλλά όλα αυτά ήταν αγαπημένα, δεν σημαίνει ότι υποτιμάς κάτι. Απλώς προτιμάς κάτι.
Με γοήτευσε πώς μπορεί κανείς να γράφει αυτήν τη μουσική και αυτούς τους στίχους. Έβλεπα από κάτω που έγραφε “Lennon/McCartney”, “Dylan” κλπ, και έλεγα ότι αυτό θέλω να κάνω κι εγώ. Δεν ήθελα να τραγουδάω απλά, ήθελα να σκαρώνω μελωδίες.
Και γι’ αυτό δεν νομίζω ότι είμαι καλός τραγουδιστής. Εγώ απλά τραγουδάω αυτά που γράφω ο ίδιος, ο καθένας έχει ένα προσωπικό στιλ σ’ αυτό που κάνει και δημιουργεί.
Πάντως η φωνή σας, άσχετα τι πιστεύει ο καθένας, είναι πολύ ιδιαίτερη, πολύ χαρακτηριστική. Άμεσα αναγνωρίσιμη.
Σε ευχαριστώ πολύ. Χαίρομαι γιατί αυτό το αναγνωρίσιμο σημαίνει ότι ο κόσμος αντιλαμβάνεται ότι τα λέω όπως τα αισθάνομαι εγώ και τα καταλαβαίνω. Και αυτό είναι το ζητούμενο.
Σε μια εκπομπή τοπικού καναλιού της Ρόδου είπατε ότι σας έβγαζαν παιδάκι στο πανηγύρι του χωριού σας και τραγουδούσατε, μεταξύ άλλων, και τη “Μισιρλού”.
Βέβαια. Το είχαμε σε μικρό δισκάκι -να πως συνδέονται όλα- και πρέπει να ήταν η εκτέλεση με τη Βέμπο. Από εκεί είχα μάθει να το μουρμουράω και με έβγαλαν να το πω.
Αργότερα όταν πέρασα φοιτητής, είχαμε και μια ηλεκτρική κιθάρα με τον αδερφό μου, την οποία μας την είχε πάρει δώρο ένας θείος μας, και κάποιες φορές με φωνάζανε και έπαιζα στα πανηγύρια μας, σαν μπασοκίθαρο που λέμε.
Έπαιζα από την “Ασκληπενή σούστα” και τα τοπικά μέχρι τσάμικα, καλαματιανά, ό, τι μπορείς να φανταστείς. Και έλεγα και άσχετα, “μοντέρνα”, πχ Olympians, για να “χορέψει η νεολαία”…
Και ένας παπάς όταν σας άκουσε να λέτε τη “Μισιρλού” σας είπε ότι θα πάτε ψηλά;
Όχι, ο πατέρας του τωρινού παπά μου το είπε αυτό, ένας πολύ γλυκός άνθρωπος. Δεν ξέρω τι είδε σε μένα, απλά το θυμάμαι. Σάμπως τι; Έχω φτάσει ψηλά; Εγώ απλά έκανα την αγάπη μου “επάγγελμα” -γιατί δεν είναι ακριβώς επάγγελμα. Ζω από αυτό, βέβαια, αλλά όπως έκανα τότε που έπαιζα στα μπαράκια, το ίδιο εξακολουθώ να κάνω και σήμερα. Και μεγάλες συναυλίες, εννοείται, έχω κάνει και απ’ όλα.
Απλά ζω και σε έναν κόσμο που μου αρέσει να είμαι λίγο έτσι πιο μοναχικά και το συντηρώ αυτό, γιατί δεν θέλω να χάσω την αλήθεια του όλου πράγματος. Σ’ αυτήν τη δουλειά όταν γίνεις πολύ επαγγελματίας χάνεις πράγματα, και δεν το βλέπω σαν κίνδυνο αυτό ακριβώς, απλώς δεν μπορούσα να λειτουργήσω και διαφορετικά. Έτσι όπως ήμουν, έτσι παραμένω.
(σ.σ. το ηλεκτρονικό του τσιγάρο που περιμένει εδώ και ώρα, επιτέλους έχει φορτίσει). Καπνίζετε; Δεν το έχετε κόψει ακόμα;
Δυστυχώς, όχι.
Από το σχολείο καπνίζετε;
Όχι, ούτε καν φοιτητής δεν κάπνιζα. Φαντάρος το άρχισα, μάλλον απ’ τη στεναχώρια -γιατί δεν ήταν και όμορφα (σ.σ. γελάει).
Σε αυτήν την εκπομπή ο ίδιος παπάς έλεγε ότι και σήμερα ψέλνετε στην εκκλησία.
Από πιτσιρίκια που πηγαίναμε εκεί στο χωριό, στο Ασκληπειό της Ρόδου, δεν υπήρχε περίπτωση να μη συμμετέχουμε σε όλα. Και βέβαια απ’ τους γονείς μου, απ’ τους παππούδες μου, είχαμε και αυτήν την αγάπη για την εκκλησία. Παιδιόθεν. Πηγαίναμε και ήμασταν ένα είδος χορωδίας, μάς έβαζαν κοντά στο ψαλτήρι και λέγαμε κι εμείς ό, τι ξέραμε.
Αλλά ψέλνετε ακόμα όταν πάτε.
Βέβαια. Το Πάσχα που πήγαμε συμμετείχαμε σε όλα και ήταν πολύ όμορφα. Η εκκλησία μας είναι νομίζω η παλαιότερη στη Ρόδο, είναι του 1060, είναι βυζαντινή, και έχει καταπληκτικές αγιογραφίες μέσα.
Ο τόπος σου δίνει κάποιες ενέργειες, δηλαδή υπάρχει κάποια ιστορία, υπάρχει μια σειρά, τα οποία εμείς όλα αυτά τα έχουμε μέσα μας. Εκεί γεννηθήκαμε, εκεί τα βιώσαμε όλα, και το κουβαλάω μέσα μου όλο αυτό, είναι πολύ αγαπημένο.
Βλέπετε τη βυζαντινή μουσική ως σκέτη μουσική ή και ως προσευχή;
Όχι, ως μουσική σκέτη δεν μπορώ να τη δω. Η βυζαντινή μουσική είναι μουσική προσευχής.
Ένας τόπος έχει μια ενέργεια, το είπατε πριν. Το Γουδί όπου μεγαλώσατε έχει μια ενέργεια, είναι οι περισσότεροι Παναθηναϊκοί εκεί. Είστε κι εσείς Παναθηναϊκός;
Φυσικά, αφού έμενα δίπλα, τι θα μπορούσα να είμαι; Εγώ δεν τα βλέπω ιδεολογικά τα πράγματα ποτέ. Τα βλέπω πώς βγαίνουν μέσα απ’ τη ζωή.
Βέβαια, δεν είχα κανένα φανατισμό γύρω απ’ αυτό ποτέ.
Έχετε πάει γήπεδο πρόσφατα;
Παλιότερα είχα πάει μερικές φορές, με κόλλησε ο αδερφός μου πιο πολύ. Να φανταστείς εγώ ούτε χαρτιά έμαθα ποτέ να παίζω, ούτε ήμουνα πολύ φανατικός με τα γήπεδα. Έπεσα με τα μούτρα στη μουσική γιατί αυτό με ενδιέφερε. Με το που ήρθε η κιθάρα στο σπίτι και ανακάλυψα ότι βγάζει μελωδίες, κόλλησα εκεί.
Οπότε οι παιδικοί σας ήρωες ας πούμε δεν ήταν ο Δομάζος, ήταν ο Paul Simon.
Και ο Δομάζος ήτανε! Μιλάμε για μορφές τώρα! Αυτοί οι άνθρωποι ήταν θεοί για μας, όταν ήμασταν μικροί.
Δεν μπορώ να σας φανταστώ να φωνάζετε στο γήπεδο. Ή να βρίζετε.
Όχι, ποτέ. Ήμουν ήσυχος πολύ.
Ξέρω ότι είναι κουραστικό αλλά δεν μπορώ να αποφύγω τη “Φανή”. Έχετε πει ότι είναι πραγματικό πρόσωπο, ότι είναι ένας εφηβικός έρωτας που όμως δεν λεγόταν έτσι.
Είναι λογικό ο κόσμος να αναρωτιέται αν είναι αληθινή ιστορία γιατί είναι ένα πολύ αληθινό τραγούδι.
Όταν βγήκε ο πρώτος δίσκος, αυτό το τραγούδι παιζόταν σε όλα τα ραδιόφωνα, γινόταν χαμός, ενώ ακόμη δεν με ήξερε κανένας.
Αυτό έγινε αφού πήγατε και στην εκπομπή του Σαββόπουλου;
Στην εκπομπή του κυρίου Σαββόπουλου πήγα ως νέο ταλέντο. Ένας φίλος μου είχε πει ότι έβγαλε μια ανακοίνωση, όπου περίμενε νέους τραγουδοποιούς να του πάνε κασέτες, προκειμένου να παρουσιάσει τη δουλειά τους.
Και έτσι πήγα μια κασέτα, αλλά ακόμη ήμουν στο στούντιο, δεν είχα τελειώσει την ηχογράφηση του πρώτου δίσκου. Επέλεξε την “Φανή”, και με παρουσίασε τότε σαν νέο ταλέντο, δεν είχα βγει στη δισκογραφία ακόμα.
Και γι’ αυτό είμαι και πάρα πολύ αμήχανος σ’ αυτήν εκπομπή, αν με δεις. Είμαι σαν ούφο (σ.σ. γελάει δυνατά).
Μα υπάρχει αυτό το βίντεο, είναι πολύ κλασικό.
Είμαι πάρα πολύ ντροπαλός, δεν κοιτάω καν την κάμερα και αργότερα μου την είπαν και για αυτό… Δηλαδή τι έπρεπε να κάνω; Να χοροπηδάω σαν τον Bruce Springsteen;
(σ.σ. συνεχίζει να γελάει). Δεν είχα ξαναπάει στην τηλεόραση, τι να κάνω τώρα;
Αυτό ήταν πρώτο γύρισμα που έκανα ποτέ. Ήταν μετά την απόλυσή μου από φαντάρος, τότε που υποτίθεται ότι με το πτυχίο που είχα θα πήγαινα στη Ρόδο να βρω δουλειά. Αυτό ήταν το σχέδιο αλλά έμπλεξα με τη μουσική, έμεινα εδώ και μπήκα στη δισκογραφία.
Ο παραγωγός σας τότε, ο Άγγελος Σφακιανάκης είπε την ιστορία της “Φανής” δεν ξέρω αν το είδατε. Εκεί λοιπόν περιέγραφε πως ήρθε σπίτι σας για να πείσει τους γονείς σας.
Οι γονείς μου τσίνισαν τότε, σου λέει “τελείωσε την ΑΣΟΕΕ και θα πάει να γίνει τραγουδιστής; Έχουμε αποφασίσει να μετακομίσουμε μόνιμα στη Ρόδο, να είμαστε όλοι μαζί και αυτός θα μείνει εδώ να κάνει τον καλλιτέχνη;”. (σ.σ. γέλια)
Και ήρθε ο Άγγελος και τον ευχαριστώ για αυτό, έδειξε κατανόηση, και τους λέει ότι “αυτό το πράγμα δεν είναι κάτι το οποίο είναι ύποπτο ή δεν ξέρω τι, είναι μία δουλειά κι αυτή”. Τα είπε πάρα πολύ όμορφα.
Βέβαια, δεν ήταν τόσο αρνητικοί οι δικοί μου, απλά ήθελαν να ξέρουν τι θα κάνω. Και προς τιμήν του του Άγγελου που ήρθε.
Μετά που βγήκα και έκανα πράγματα και με έβλεπαν στην τηλεόραση, νομίζω χαίρονταν. Και μάλιστα ο πατέρας μου είχε μια ικανότητα να βρίσκει τι θα αρέσει στον κόσμο, δηλαδή μου ‘χε πει “η ‘Φανή’ θα γίνει επιτυχία”, αργότερα “το ‘Αν ήσουν άγγελος’ θα γίνει επιτυχία”. Τα ‘βρισκε, είχε μια διαίσθηση, είχε μία διορατικότητα. Ήταν εξαιρετική ψυχή.
Και σας βρήκε σε ένα προβάδικο που ήταν σε ένα κατηχητικό; Πώς προέκυψε αυτό;
(σ.σ. γελάει) Ο Αντρέας Αργυρόπουλος, παιδικός φίλος και ντράμερ στην μπάντα που συμμετείχα τότε, σπούδαζε στη Θεολογική και τα ήξερε αυτά τα μέρη. Από τη στιγμή, λοιπόν, που δεν είχαμε χώρο να κάνουμε πρόβα, βρήκε την ευκαιρία και πήγαμε εκεί σε ένα υπόγειο που ήταν ο χώρος του κατηχητικού, και κάναμε εκεί. Πίναμε μπύρες, γελούσαμε… Προφανώς και δεν υπήρχε κάποιος στο μέρος, εμείς απλώς πήραμε τα κλειδιά και πήγαμε.
Το “Τελευταίο (πλοίο για την Αμοργό)” είναι πολύ σκληρό τραγούδι.
Το θέμα εδώ είναι ένα έντονο συναίσθημα που έρχεται μετά από έναν έντονο χωρισμό.
Η αλήθεια είναι ότι εγώ δεν γράφω τέτοιο στίχο, δεν ξέρω πώς μου βγήκε αυτό το τραγούδι, πιθανόν να ήμουν μέσα σε έναν βυθό. Ήταν κάπως πιο σκοτεινή στιγμή απ’ αυτές που συνήθως βρίσκομαι.
Οπότε το 1987 βγαίνει ο πρώτος σας δίσκος, το “Μπλε μωρό”…
Ο οποίος είναι ένας πειραχτικός τίτλος. Είναι από αυτό που λέει ο Dylan “It’s all over now, baby blue” αλλά εγώ για πλάκα δεν έβαλα “μελαγχολικό μωρό”, έβαλα “μπλε μωρό”. Ναι γιατί είχα και δύο τρία σατιρικά κομμάτια -την “Κομπιουτερίτσα”, τον “Αραχτό”- οπότε ήταν κάτι και σαν και λίγο κωμωδία μέσα στη μελαγχολία, πώς να το πω.
Ειχε και ιδιαίτερο εξώφυλλο απ’ τον Κωστα Γουδή.
Ο Κώστας Γουδής ήταν από τους πρώτους ανθρώπους που συνάντησα στη δισκογραφία. Ήταν ζωγράφος, αγιογράφος, έκανε εξώφυλλα, ήταν και μουσικός και ο ίδιος…
Ήταν ωραία συγκυρία για μένα αυτή τότε που γνώρισα όλα αυτά τα παιδιά. Ήταν μαγικά χρόνια αυτά για μένα και εξακολουθούν να είναι. Ακόμα αγαπώ τη μουσική και θέλω να κάνω πράγματα. Κι έχω πολλά νέα τραγούδια.
Απλά σήμερα δεν θα κάτσει εύκολα κάποιος να δώσει πολλή σημασία στα εξώφυλλα. Τότε ήταν μια ολόκληρη διαδικασία.
Μα δεν υπάρχουν εξώφυλλα πια, αφού δεν υπάρχει δισκογραφία. Το πρώτο κακό ήταν που βγήκε το CD, μετά άρχισε η κατηφόρα. Αφού έχει τύχει και σε μένα κανά δυο φορές, καθώς κάθομαι σε μια πλατεία να περάσουν για να μου πουλήσουν τον δικό μου δίσκο. Εξόκειλε μετά το πράγμα, έφυγε, μετά πήγε και στις εφημερίδες.
Ωραία, βγήκε το “Μπλε μωρό”, είχε μέσα τη “Φανή” και το “Τελευταίο (πλοίο για την Αμοργό)”, μετά όμως όταν βγήκαν τα “Τρύπια καπέλα” μέσα δεν είχε κάποιο κομμάτι τόσο δυνατό.
Δεν βγήκε τίποτα από εκεί.
Αυτό η εταιρεία πώς το πήρε; Υπήρξε κάποια ας το πούμε απογοήτευση από αυτούς; Ή από εσάς.
Εγώ απογοητεύτηκα γιατί ένιωσα ότι δεν βοηθήθηκα πολύ. Πιθανόν να μπορούσαν να γίνουν περισσότερα πράγματα. Μπορεί να είχαν και καλή πρόθεση και να μην το κατάλαβα εγώ -δεν κατηγορώ κάποιον τώρα, λέω πιθανόν να ένιωσα ότι δεν με βοήθησαν όσο έπρεπε.
Αλλά μπορεί να ήταν γραφτό του αυτός ο δίσκος να μην κάνει κάτι.
Μετά όμως βγήκε το “Κάτι να γυαλίζει”. Ήταν ο πιο εμπορικός σας δίσκος; Μπορούμε να πούμε πόσο έχει πουλήσει περίπου;
Σίγουρα ήταν ο πιο εμπορικός, κοίτα, λογικά έχει γίνει χρυσός εδώ και χρόνια. Οι πωλήσεις ήταν από τότε πάρα πολύ υψηλές, αλλά δεν έτυχε να μου δώσουν κάποιο χρυσό δίσκο, δεν ξέρω.
Και το “Τόσες Αποστάσεις” ήταν πολύ εμπορικό -και ο πρώτος με τη “Φανή” φυσικά.
Μ’ αρέσει πολύ ο στίχος “στα παλιά βιβλία του πατέρα”. Μου ‘βγαζε από πάντα έναν σεβασμό τεράστιο.
Μα κι εγώ αυτήν την εικόνα είχα όταν τον έγραψα. Σεβασμό, αγάπη… Κοίταξε η αγάπη των γονιών προς τα παιδιά και το ανάποδο, είναι αξεπέραστη -πέρα από τις ψυχοπάθειες και όλα αυτά που μπορούν να συμβαίνουν, έτσι; Γιατί γίνονται και έκτροπα…
Είχαν παλιά βιβλία οι δικοί σας;
Ε, βέβαια. Άνηκαν όμως στη γενιά που δεν μπόρεσε να σπουδάσει λόγω του πολέμου, της Κατοχής… Είχαν όμως μια διαφορετική σοφία αυτοί οι άνθρωποι, που δεν την έχουν ας πούμε οι “σπουδαγμένοι”, γιατί η γνώση είναι κάτι πολύ πιο εσωτερικό. Δεν αρκεί να αποστηθίσουμε βιβλιοθήκες και να τελειώσουμε μία σχολή. Η γνώση είναι κάτι βαθύτερο, ουσιαστικότερο και αληθινότερο.
Γενικά έχει πολύ ωραίους στίχους το “Κάτι να γυαλίζει”. Το θεωρείται κι εσείς απ’ τις καλύτερες στιγμές σας στιχουργικά;
Υπάρχουν άλλοι στίχοι που μ’ αρέσουν περισσότερο, κι ας μην έχουν ακουστεί τόσο πολύ.
Δεν ξέρω πάντως πώς μου βγαίνει αυτό το πράγμα, παρόλο που δεν έχω διαβάσει τόσο πολύ στη ζωή μου, είχα από πάντα μια ευκολία, κάτι σαν έμφυτο.
Μ’ αρέσει να παίζω και με την αυτόματη γραφή, ξέρεις. Μου λες έναν τίτλο και εγώ πάνω σε αυτό χωρίς να σκέφτομαι, ασυνείδητα, γράφω μέσα σε πέντε λεπτά ό, τι μου έρθει. Το έκανα κατά καιρούς αυτό όταν μαζευόμασταν φίλοι, έτσι σαν παιχνίδι. Κάπου τα έχω μαζέψει όλα αυτά.
Απ’ την άλλη, όταν έγραφα τραγούδια, επειδή σκεφτόμουν πολύ τον στίχο, δεν ξέρω αν είναι το ίδιο καλός κι εκεί. Θέλω να πω ότι το αυθόρμητο και το γρήγορο καμιά φορά είναι το καλύτερο και το πλέον καίριο.
Υπάρχει μία ωραία ιστορία πίσω από τους στίχους αυτού του τραγουδιού.
Είμαι μια μέρα μόνος μου στο πατρικό μου στο Γουδί, και μάλλον θα ήταν καλοκαίρι γιατί έλειπαν όλοι -πολλές φορές τα τραγούδια, μου έβγαιναν σε πολύ μοναχικές στιγμές. Και πετυχαίνω στην τηλεόραση το “Τσίρκο”, μια καταπληκτική ταινία. Λάτρευα από παιδί τον Τσάρλι Τσάπλιν, έχω ακόμα τις ταινίες του σε dvd και καμιά φορά τις ξαναβλέπω. Πέρα απ’ το ότι ήταν πάρα πολύ σπουδαίος καλλιτέχνης, είχε και αυτό το δίπτυχο της χαρμολύπης που εμένα μου αρέσει πολύ.
Και θυμάμαι αυτήν την σκηνή όπου εκείνος ως κλόουν προσπαθούσε κατά κάποιον τρόπο να εντυπωσιάσει το κορίτσι, που υποτίθεται ότι τον είχε αγαπήσει. Έρχεται όμως μετά ο σχοινοβάτης ο εντυπωσιακός και του παίρνει το κορίτσι και γίνεται όλο αυτό το τραγελαφικό.
Δεν ξεκίνησα να γράφω το τραγούδι από εκεί, μ’ αυτόν τον στίχο, αλλά αυτή ήταν η κεντρική ιδέα, ότι το κορίτσι είδε αυτό το γυαλιστερό, δεν είδε τον φτωχό κουρελιασμένο κλόουν.
Έτσι γίνεται και στην ταινία; Φεύγει με τον σχοινοβάτη;
Ναι, βέβαια. Και έτσι είναι και η ζωή μας. Ο κόσμος τι κυνηγάει; Το χρήμα, το συμφέρον, το ψέμα. Δύσκολο είναι να έχεις αληθινές σχέσεις, να είσαι απλός, να αγαπάς αληθινά. Δύσκολα είναι αυτά.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά περίμενα να σας αρέσει πιο πολύ ο Μπάστερ Κίτον.
Μ’ άρεσε και αυτός, εντυπωσιακός, αλλά ο Τσάπλιν έκανε πολύ πιο προχωρημένα πράγματα. Ο Κίτον ήταν πολύ πιο κωμικός και πολύ πιο της κίνησης -όχι ότι δεν το ‘χει και ο Τσάπλιν αυτό, απλώς προχώρησε λίγο παραπάνω.
Είναι λίγο άσχετο αυτό που θυμήθηκα τώρα, αλλά διάβασα σε ένα φόρουμ το οποίο βέβαια δεν είναι και ό, τι πιο αξιόπιστο υπάρχει, όπου έγραφε ένας ότι κάποτε ο Μάλαμας είχε μείνει άφραγκος λόγω αποτυχίας μιας δουλειάς του και τον είχατε φιλοξενήσει στο σπίτι σας.
Ισχύει, αλλά έχουν περάσει τόσα χρόνια, σχεδόν το είχα ξεχάσει.
Είχε κατέβει να παίξει ο Σωκράτης στην Αθήνα, και νομίζω δεν κλείστηκε το λάηβ τελικά, και τον πέτυχα κάπου σε δύσκολη φάση, έδειχνε στεναχωρημένος, και πάνω στη κουβέντα μου λέει “τι θα κάνω τώρα, δεν έχω πού να μείνω”. “Τι ανησυχείς, του λέω, εγώ είμαι εδώ, έλα να μείνεις στο σπίτι μου και θα δούμε τι θα κάνουμε”.
Ε, και τον φιλοξένησα μερικές μέρες, διάβασε και όλη τη βιβλιοθήκη μου και γενικά νομίζω ότι πέρασε και όμορφα μέχρι να γυρίσει στο σπίτι του. Αυτό ήταν όλο. Να ‘ναι καλά.
Το “Αν ήσουν άγγελος” εχει μία από τις χαρακτηριστικότερες εισαγωγές, ένα όργανο που δεν το έχουμε συνηθίσει.
Έχει αυτά τα περουβιάνικα… Κοίταξε, είχα έναν μουσικό φοβερό στο σχήμα μου, τον Αλεχάντρο Ντίαζ, ο οποίος έπαιζε και στους Apurimac. Εκείνη την εποχή συμμετείχαμε μαζί σε ένα σχήμα, μαζί και με άλλους καλλιτέχνες, και παίζαμε κάπου στην Ηλιούπολη.
Προτού εμφανιστώ στη σκηνή, είχαν ήδη παίξει τα παιδιά, οπότε όταν έβγαινα εγώ, ένιωθα σαν να άκουγα ακόμα τον δικό τους ήχο στο τραγούδι. Ταίριαζε πάρα πολύ ως ηχόχρωμα. Και έτσι τους κάλεσα στο στούντιο και ήρθαν και έπαιξαν, γιατί ακόμα δεν το είχα εκδώσει το τραγούδι. Αυτό το όργανο λέγεται “οι αυλοί του Πανός”.
Τους χρησιμοποιήσατε ξανά; Είναι και σε άλλα τραγούδια που έχετε αυτόν τον ήχο.
Τον Αλεχάντρο Ντίαζ τον είχα για χρόνια στο σχήμα μου και έπαιζε μάλιστα το καχόν (είναι αυτό το κρουστό που χτυπάς με τα χέρια), το οποίο όχι μόνο το βγάλαμε εμείς πρώτοι στην Ελλάδα, αλλά το φτιάξαμε και μόνοι μας.
Στην αρχή είχαμε βγάλει ένα συρτάρι, ήταν σαν ένα υποτυπώδες κρουστό, και μετά πήγαμε σε μαραγκό και φτιάξαμε ένα, δεν υπήρχαν στην Ελλάδα, ούτε μπορούσαμε να το φέρουμε απ’ τη Χιλή. Γύρω στο ‘92 αυτό.
Δεν ζητήσατε από τον πατέρα σας να το φτιάξει; Ξυλουργός δεν ήταν;
Ήταν καλλιτεχνική ψυχή, είχε ωραία φωνή, ήταν πολύ έξυπνος και φιλοσοφημένος άνθρωπος, και έφτιαχνε πραγματικά καταπληκτικά έπιπλα. Στο πατρικό μου σπίτι στο χωριό, τα έπιπλα τα έχει φτιάξει εκείνος και έχουν τέτοια λεπτομέρεια και τέτοια ομορφιά, που αναρωτιέμαι πώς τα έφτιαξε όλα τότε, χωρίς να έχει σπουδαία μηχανήματα, σχεδόν μόνο με τα χέρια.
Αυτές οι τέχνες είναι αξιοθαύμαστες. Χαίρομαι πάρα πολύ τους ανθρώπους που δημιουργούν με τα χέρια τους.
Εσείς;
Κάτι πιάνουν και μένα τα χέρια μου, κάνω κάτι ψιλοκατασκευές… Δεν ξέρω, βέβαια, να φτιάξω έπιπλα αλλά κάνω κάτι μικρές πατέντες για να ομορφύνω τον χώρο μου.
Υπάρχει κάποιο άλλο τραγούδι με αληθινή ιστορία που δεν το ξέρουμε;
Το “Για τον Δημήτρη”. Ήταν ένας συμμαθητής μου στο σχολείο, στο γυμνάσιο Ζωγράφου, ο Δημήτρης Βουζίκας. Ήταν ένα εξαιρετικό παιδί, σπουδαίο ταλέντο και έπαιζε καταπληκτική κιθάρα. Μάλιστα κάποιες φορές, επειδή εγώ τότε τραγουδούσα Beatles, μου έλεγε “έλα να μου παίξεις” γιατί του άρεσε που εγώ τραγουδούσα κιόλας -αυτός δεν τραγουδούσε.
Μάλιστα θυμάμαι ότι επειδή τότε ακόμα μάθαινα και δεν τα έπαιζα πλήρως τα κομμάτια, καμιά φορά μπορεί να έβαζα κανά διαφορετικό ακόρντο, και μου έλεγε “εδώ δεν είναι ντο πχ, είναι λα μινόρε”. Μιλούσαμε δηλαδή γύρω απ’ τη μουσική, εκεί θέλω να καταλήξω.
Από ό, τι είχα καταλάβει είχε κάποια θέματα απ’ το γυμνάσιο. Αυτός ο στίχος που λέει “μ’ ένα μπουκάλι ούζο για πρωινό”, βγήκε επειδή εκείνος κάτι έπινε μέσα στην τάξη στα κλεφτά.
Μετά πέρασα στο πανεπιστήμιο, τον έχασα, αλλά τον είχα δει κανά δυο φορές στα Εξάρχεια, και ήταν σε δύσκολη κατάσταση. Είχα στεναχωρηθεί πάρα πολύ που είδα αυτό το παιδί με τέτοιο ταλέντο να έχει κολλήσει με τις ουσίες.
Και αργότερα όταν έγραφα τα τραγούδια, ένας φίλος είδε στην εφημερίδα ότι έφυγε και ήρθε και μου το είπε. Σοκαρίστηκα τόσο πολύ.
Ήταν ένα πολύ καλό παιδί που έφυγε τόσο γρήγορα και χωρίς λόγο. Φαίνεται όμως ότι οι ευαίσθητοι άνθρωποι μπορεί να την πατήσουν πιο εύκολα με αυτά.
Βλέπω ότι φέτος είναι 30 χρόνια από το “Κάτι να γυαλίζει”. Το λέω γιατί πολλές φορές όταν είναι κάποια τέτοια επέτειος, πολλοί κάνουν επετειακές συναυλίες. (Μήπως έβαλα ιδέες τώρα;)
Ναι; Δεν το ‘ξερα (σ.σ. γελάει). Εγώ έκανα μια επετειακή συναυλία στα 25 χρόνια, κάτι σαν γενέθλια και ήταν πολύ όμορφα. Και χάρηκα γιατί όλους όσους κάλεσα δεν χρειάστηκε να τους πάρω δεύτερη φορά. Μου έκανε εντύπωση με πόση χαρά δέχτηκαν όλοι αυτοί οι συνεργάτες και φίλοι να έρθουν. Και τους ευχαριστώ.
Είχατε μια ατυχία όμως εκείνη τη μέρα, γιατί τότε ήταν που ψηφίστηκε το Μεσοπρόθεσμο.
Ήταν η πιο δύσκολη μέρα της δεκαετίας και ευτυχώς που δεν έγιναν καταστάσεις που δεν θα μπορούσαμε να τις ελέγξουμε.
Το λάηβ είχε κανονιστεί από πιο πριν, δεν ξέραμε από τότε τι θα γινόταν εκείνη τη μέρα στην Αθήνα. Δηλαδή εμείς δεν ήμασταν με τον κόσμο που είχε το πρόβλημα; Εμείς τι ήμασταν δηλαδή; Απέναντι;
Καμιά φορά κάτι μπορεί να παρεξηγηθεί χωρίς να υπάρχει λόγος. Και ήταν μια δυσκολία που ευτυχώς ξεπεράστηκε.
Θυμάστε που ανέβηκε ο Μηλιώκας και κρατούσε την κόρη σας; Πολύ ωραία στιγμή.
Ναι. Δεν ξέρω όμως αν το θυμάται εκείνη. Ήτανε μικρούλι τότε.
Και ο Μαχαιρίτσας εκείνο το βράδυ είπε ότι είστε ο καλύτερος άνθρωπος του χώρου.
Ε, ντάξει (σ.σ. δείχνει μεγάλη αμηχανία) χαίρομαι για αυτά. Δεν νομίζω ότι είμαι ο καλύτερος άνθρωπος του χώρου. Απλά είμαι πολύ αυθόρμητος και δεν έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου… Δεν ξέρω δηλαδή αν όντως έχω καταφέρει κάτι (σ.σ. συνεχίζει το ίδιο αμήχανα). Χαίρομαι να λένε όμορφα λόγια για μένα αλλά απ’ την άλλη αισθάνομαι και άσχημα.
Ήσασταν φίλοι δηλαδή με τον Μαχαιρίτσα;
Με τον Λαυρέντη βρεθήκαμε το 2006, τότε ήταν σ’ αυτό το σχήμα “25 χρόνια το δικό μας ροκ”, όπου ήταν ο Πλιάτσικας, ο Τσακνής και ο ίδιος και είχαν καλεσμένους. Και είχα πάει εγώ με τον Νίκο Ζιώγαλα, ήμασταν οι πρώτοι καλεσμένοι τους.
Έτσι έγινε η γνωριμία και μετά μου πρότεινε να πάμε μαζί το καλοκαίρι περιοδεία. Έχω να θυμάμαι πολύ όμορφες συναυλίες, πολύ όμορφες βραδιές μετά τα λάηβ που πηγαίναμε να φάμε, να πιούμε τα κρασιά μας και τον ευχαριστώ. Κάναμε απίστευτα γέλια. Λυπούμαστε που έφυγε νωρίς αλλά είναι σαν να είναι εδώ.
Τον Κόκοτα πώς προέκυψε και τον καλέσατε στην Τεχνόπολη;
Είναι η άλλη πλευρά που έπρεπε να την τιμήσουμε και αυτή. Πιτσιρικάς αυτά τα τραγούδια τα λάτρευα -τα άκουγε ο πατέρας μου. Είναι το παρελθόν μας, το οποίο είναι από την άλλη όχθη, είναι το λαϊκό τραγούδι, και δεν ήθελα να είμαστε μόνο τραγουδοποιοί.
Και τον ευχαριστώ πολύ που δέχτηκε και ήρθε και έκανε ένα πολύ ωραίο φινάλε. Ο κόσμος από κάτω παραληρούσε.
Βγάλατε έναν δίσκο το 2014, αλλά μόνο σε ψηφιακή μορφή.
Είχα αρχίσει τότε να γράφω τα κομμάτια αλλά για διάφορους προσωπικούς λόγους δεν τον είχα τελειώσει τον δίσκο. Πέτυχα έναν φίλο τότε, τον Μιχάλη Σκαράκη, που είχε ένα στούντιο και μου είπε “σε παρακαλώ, μην το αφήσεις, να έρθεις να το τελειώσουμε”. Καλή του ώρα.
Με έπεισε και τελειώσαμε τα τραγούδια εκεί, αλλά δεν κατάφερα να βρω μια εταιρεία να τα εκδώσω κι έτσι τα έβγαλα μόνο ψηφιακά.
Και εντάξει, δεν είχαν τύχη τα τραγούδια, αλλά πες ότι τελείωσε μία δουλειά ακόμα.
Πάντως τα “Ρόδα” θα μπορούσαν να έχουν καλύτερη τύχη.
Έτσι νομίζω κι εγώ, αλλά κακά τα ψέματα. Αν δεν παίζονται απ’ το ραδιόφωνο δεν μπορεί να γίνει κάτι. Αν δεν μπουν σε playlist -να στο πω έτσι κυνικώς- πώς θα το μάθει ο άλλος; Τα τραγούδια από το ραδιόφωνο κυρίως γίνονται.
Τώρα πια όμως γίνονται και απ’ το ίντερνετ.
Ναι, είναι άλλη εποχή τώρα. Δεν ξέρω, μπορεί να είναι και η τύχη των τραγουδιών διαφορετική κάθε φορά, μπορεί να έβγαζα τώρα τη “Φανή” και να μη γινόταν τίποτα ας πούμε, ενώ τότε που βγήκε, την αγάπησε ο κόσμος. Τώρα έβγαλα τα “Ρόδα”, μπορεί να μην έγινε τώρα κάτι, μπορεί όμως αν τα έβγαζα πριν δέκα χρόνια να γινόταν. Δεν τα ξέρουμε αυτά.
Γιατί αυτό το τραγούδι το αφιερώσατε στον Χατζιδάκι;
Είναι μεγάλος δάσκαλος κι ο Χατζιδάκις. Πιθανόν να έπρεπε να αφιερώσω ένα και στον κύριο Σαββόπουλο -για τους Beatles έχω κάνει ένα που λέγεται “Απ’ το Λίβερπουλ”.
Αγαπώ τον Χατζιδάκι ιδιαίτερα και για προσωπικούς λογούς, γιατί όταν μετακομίσαμε από τη Ρόδο στο Γουδί και ακούγαμε πιτσιρικάδες ραδιόφωνο, αυτό που με συνέδεε εμένα με τον τόπο μου και με έκανε να παρηγοριέμαι ήταν οι μελωδίες του Χατζιδάκι γιατί είχαν μια γλυκιά μελαγχολία.
Και απ’ την άλλη, όταν άκουγα αυτό το “Αθηηήνα” (σ.σ. τραγουδάει) -αυτό το τραγούδι τότε παιζόταν κατά κόρον- μού γλύκαινε την ψυχή γιατί στεναχωριόμουν που γύριζα καλοκαίρι στην Αθήνα. Αυτό το τραγούδι, λοιπόν, με έκανε να αγαπάω την Αθήνα γιατί κάποιος άνθρωπος που τον ένιωθα δικό μου το είχε δημιουργήσει.
Και να σου πω και στην κυριολεξία πώς “βγήκε” χάρη στον Μάνο Χατζιδάκι… Ήμουν στη Ρόδο πριν λίγα χρόνια, μέσα στο αυτοκίνητο και περίμενα το καράβι για να με φέρει στην Αθήνα. Ήταν μετά το τελευταίο πανηγύρι του καλοκαιριού και ξέρεις, πάντα είχα αυτήν τη στεναχώρια που έφευγα απ’ το νησί μόλις τελείωνε το καλοκαίρι.
Και όπως ήμουν στο αυτοκίνητο άκουγα μια μελωδία που ερχόταν απ’ το πανηγύρι, από μακριά, και που για κάποιο λόγο μου θύμιζε Χατζιδάκι. Και θυμήθηκα όλο αυτό που με ένωνε με την Αθήνα μέσω του Χατζιδάκι.
Γι’ αυτό λέει “κι όταν φεύγω απ’ τη γιορτή (εννοώ το πανηγύρι), μία ωραία μουσική στου χρόνου το κενό, σαν του Μάνου τον σκοπό, να φέρνει απ’ τα παλιά, φεγγάρι αλαργινό”.
Πηγή news247.gr
ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΝΙΑΤΗΣ