Ειδήσεις

Μάνος Γαβράς – Σάνον Ελίζαμπεθ: Ιδού η Ρόδος ιδού και το Χόλιγουντ

Οι πρωταγωνιστές του «Swing Αway», μιλούν για ένα ανορθόδοξο πρότζεκτ με πολύ γκολφ που απευθύνεται στη διεθνή αγορά αλλά φιλοδοξεί να προσελκύσει τα dollars και τον τουρισμό ενός «Mamma Mia!»

Θα μπορούσε να είναι ένα σύντομο – αμφιβόλου ποιότητας – ανέκδοτο. Μια αμερικανική ρομαντική κομεντί στην Ελλάδα της κρίσης (που όπως έλεγε πρόσφατα ο Τόνι Μπάρμπερ στους «Financial Times» είναι σαν να ζει τις τελευταίες ημέρες της Πομπηίας), με μπόλικες δόσεις γκολφ, πρωταγωνίστρια ένα πρώην sex symbol από το Τέξας (οι σημερινοί 35άρηδες είχαν προ δεκαπενταετίας τη φωτογραφία της μόνιμο wallpaper στον υπολογιστή τους) και παραγωγό έναν Τζορτζ Στεφανόπουλος, πρώτο εξάδελφο του πρώην συμβούλου του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον με το ίδιο όνομα! Και όμως, τα γυρίσματα του «Swing Away», μιας ανεξάρτητης παραγωγής, ευτυχώς χρηματοδοτούμενης εξ ολοκλήρου με «αμερικανικά λεφτά», έχουν ήδη ξεκινήσει και η τοπική κοινωνία της Ρόδου ζει αυτές τις ημέρες στον ρυθμό του «Καλώς ήλθε το δολάριο».

Το ΒΗΜΑgazino συνομίλησε με τους βασικούς συντελεστές της ταινίας μία ημέρα προτού αναχωρήσουν για το νησί των Ιπποτών. Με τον έλληνα διεθνή ηθοποιό Μάνο Γαβρά (που πρόσφατα έπαιξε σε ένα επεισόδιο της δημοφιλούς αμερικανικής σειράς «Glee» ενώ ήταν ένας από τους πέντε ανερχόμενους ευρωπαίους «αστέρες» που επελέγησαν στην πρόσφατη καμπάνια «Rising Stars» του Johnnie Walker Gold Label Reserve), με τη hot αμερικανίδα, λιβανέζικης καταγωγής, Σάνον Ελίζαμπεθ, που το ελληνικό κοινό γνώρισε από τις λίαν αποκαλυπτικές εμφανίσεις της στη νεανική σεξοκωμωδία του 1999 «American Pie», και με τον ελληνοαμερικανό παραγωγό Τζορτζ Στεφανόπουλος, ο οποίος δεν αποχωρίζεται ποτέ τον σταυρό που του χάρισε πριν από σαράντα χρόνια ο πατέρας του που κατάγεται από τον Πύργο Ηλείας.

Το πρότζεκτ ξεκίνησε προ κρίσης, το 2006. Κάμποσοι location scouts αφίχθησαν στο μεταξύ (σε Χαλκιδική, Κρήτη, Κέρκυρα κ.τ.λ.). Τελικά αποφασίστηκε τα γυρίσματα να γίνουν στη Ρόδο (η οποία, άλλωστε, φιγουράρει στην πρόσφατη λίστα του «Lonely Planet» με τις δέκα «τέλειες για το Χόλιγουντ» ελληνικές τοποθεσίες). Οχι ότι δεν υπήρξαν εμπόδια (ή «bunkers» όπως λέγονται στην ιδιόλεκτο των γκόλφερ). Ως γνωστόν, η μνημονιακή Ελλάδα παραμένει ο επίσημος ταινιοδιώκτης του πλανήτη (λέγεται ότι είχε «στήσει» τον Ολιβερ Στόουν τρία τέταρτα – όταν έψαχνε να γυρίσει τον «Μέγα Αλέξανδρο» – έξω από το γραφείο του ο τότε υπουργός Πολιτισμού Ευάγγελος Βενιζέλος τη στιγμή που μόνο το 2011 γυρίστηκαν στην Τουρκία 18 αμερικανικές ταινίες). Διόλου περίεργο το ότι ο ελληνοαμερικανός εμπνευστής και παραγωγός (μαζί με τον Tομ Χιώτης) του «Swing Away» Τζορτζ Στεφανόπουλος δεν θα παραλείψει να σκοντάψει στο χρόνιο «σνομπάρισμα» από τους εγχώριους υπεύθυνους φορείς. «Δέχτηκα πολλές πιέσεις να γυρίσω την ταινία εκτός Ελλάδας» λέει στο BHMAgazino. «Μου έλεγαν “Πήγαινε στη Νότια Τουρκία, στη Μέση Ανατολή…”. Σαφώς στην Ελλάδα δεν υπάρχει κανένα οικονομικό κίνητρο, τη στιγμή μάλιστα που, όπως γνωρίζετε, στον υπόλοιπο πλανήτη διεξάγεται ολόκληρη κούρσα φοροελαφρύνσεων για την προσέλκυση των αμερικανικών στούντιο. Θα μπορούσα αύριο κιόλας να πάω στο Πουέρτο Ρίκο και να έχω φοροελαφρύνσεις ως και στο 40% του συνολικού κόστους παραγωγής. Ομως τους απάντησα “Αυτή η ταινία θέλω να γίνει μόνο στην Ελλάδα”». Επιπρόσθετο βέβαια πρόβλημα και το γενικότερο κλίμα πολιτικής αβεβαιότητας που τον περασμένο Ιανουάριο παρ’ ολίγον να στείλει το crew της ταινίας κατευθείαν στα βράχια. Πάλι καλά που ο ΕΟΤ εκδήλωσε ζωηρό ενδιαφέρον: «Ηταν άνθρωποι της πρώην υπουργού αλλά και με τον καινούργιο συμβαίνει το ίδιο. Μου είπαν χαρακτηριστικά: “Σας χρωστάμε πολλά που κάνετε εδώ την ταινία”. “Οχι!”, τους απάντησα, “σας δίνω και μου δίνετε”».

Το «Swing Αway» είναι ένα μεσαίου μπάτζετ φιλμ (ο παραγωγός αρνείται πεισματικά να μιλήσει για αριθμούς). Πρόκειται για μια «διεθνή» ρομαντική κομεντί για όλη την οικογένεια (με ανατροπές, έρωτες, ένα παιδί-θαύμα, σατανικούς αμερικανούς επιχειρηματίες, Μεσόγειο και γήπεδα γκολφ 18 οπών). Η ιστορία απλή και δελεαστικά «ελληνική» (σίγουρα για τα 3 εκατομμύρια της ομογένειας σε ΗΠΑ και Καναδά). Και βέβαια με την προσφιλή «a fish out of water» (σαν το ψάρι έξω από τη γυάλα) θεματική που προτιμούν οι ταινίες αυτού του τύπου (θυμίζω τον χορτοφάγο, προτεστάντη σύζυγο που μπλέκει με το ελληνικό σόι της Βαρντάλος στο «Γάμος α λα… ελληνικά», 2002). Επειτα από έναν ατυχή αγώνα, η ελληνοαμερικανίδα πρωταθλήτρια του γκολφ Ζωή Παπαδόπουλος δραπετεύει από τα φώτα της δημοσιότητας και τη Νέα Υόρκη και «αποσύρεται» στο σπίτι των παπούδων της στη Ρόδο, εκεί που έχει περάσει ξένοιαστα παιδικά καλοκαίρια. Στο γραφικό χωριό θα γνωρίσει εκ νέου τις ελληνικές ρίζες της αλλά και τη δεκάχρονη Στέλλα, ένα παιδί-θαύμα του γκολφ (η οποία όλως τυχαίως έχει έναν γοητευτικότατο, αν και αυστηρό μπαμπά, χήρο και με κοιλιακούς six pack – Μάνος Γαβράς).

Τη Ζωή υποδύεται η 42χρονη Σάνον Ελίζαμπεθ, η οποία έκανε εντατικά μαθήματα ελληνικών και γκολφ (παρότι πρώην επαγγελματίας παίκτρια του πόκερ). «Είναι ένας ρόλος διαφορετικός από οτιδήποτε έχω κάνει μέχρι σήμερα» λέει η ίδια στο BHMAgazino. Σήμερα η πάντα εντυπωσιακή Σάνον, η οποία δηλώνει μεταξύ άλλων σκληροπυρηνική vegan (δεν τρώει ούτε γαλακτοκομικά ούτε γλουτένη) και ακτιβίστρια υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων, ασχολείται με τη σκηνοθεσία και την παραγωγή ταινιών: «Είναι πολύ δύσκολο να πείσεις τους υπεύθυνους κάστινγκ στο Χόλιγουντ ότι μπορείς να υποδυθείς άλλους ρόλους από αυτούς που έχουν στο μυαλό τους για σένα. Αν βέβαια δεν τα καταφέρεις, μπορείς πάντα να δημιουργήσεις τους ρόλους για τον εαυτό σου. Γι’ αυτό και εγώ πλέον ασχολούμαι με τα δικά μου πρότζεκτ». Σεξισμός υπάρχει στο Χόλιγουντ; «Σίγουρα υπάρχει στις αμοιβές. Οι γυναίκες, ακόμη και οι μεγάλες σταρ, παίρνουν τα μισά».

Εκτός από την Σάνον Ελίζαμπεθ, τον Τζον Ο’Χάρλεϊ και τη 10χρονη Βικτόρια Μίλερ, το καστ είναι κυρίως «ντόπιο»: Ρένος Χαραλαμπίδης, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Ολγα Δαμάνη, Χρήστος Σουγάρης (και εικάζουμε εκατοντάδες κομπάρσοι αλιευθέντες από τη Λίνδο και τα γύρω χωριά). Ο δε σκηνοθέτης της ταινίας, Μάικλ Νίκελς, είναι επίσης ελληνικής καταγωγής. Οσο για τον Μάνο Γαβρά, που δηλώνει παράλληλα παραγωγός / σεναριογράφος / επιχειρηματίας / συγγραφέας παιδικών βιβλίων, παραμένει πεισματικά international (μόλις προ ημερών γύρισε από ένα κάστινγκ στο Λονδίνο για τη νέα σειρά «Preacher» που ετοιμάζει ο Σαμ Κάτλιν, παραγωγός του «Breaking Bad»). «Δεν είναι μια ακόμη ταινία φολκλόρ για την Ελλάδα» τονίζει. «Δείχνει κανονικούς Ελληνες, όχι τα ελληνικοαμερικανικά στερεότυπα, ούτε τη γιαγιά με το τσεμπέρι».

Παρότι επιδίδεται σε ένα εξαιρετικό packaging του εαυτού του (μιλώντας για το καινούργιο εστιατόριό του στη Μύκονο, τη «διεθνή» σειρά παιδικών βιβλίων του «Φιστίκιος ο Αιγινήτης» από τις εκδόσεις Λιβάνη και τη συμμετοχή του στην αμερικανική ταινία «You Οnly Live Once» που ξεκινάει το καλοκαίρι γυρίσματα στην Κω), ο γοητευτικός Μάνος Γαβράς εμφανίζεται απρόσμενα προσγειωμένος και προσηνής. Δεν είναι εύκολο να «φύγεις» προς την αντίθετη κατεύθυνση; «Είναι πολύ πιθανό να “ψωνιστείς” αλλά, πιστέψτε με, σήμερα ούτε ένα χιλιοστό του μυαλού μου δεν θέλει να αποδείξει κάτι σε κάποιον» τονίζει. Στην ερώτηση γιατί οι εγχώριοι ηθοποιοί που δοκιμάζουν το Αμερικανικό Ονειρο επιστρέφουν συνήθως ηττοπαθείς και ηττημένοι απαντά: «Το μεγαλύτερο πρόβλημα με εμάς τους Ελληνες όταν πηγαίνουμε στη Νέα Υόρκη ή στο L.A. πέραν βεβαίως της γλώσσας, είναι θεωρώ η έλλειψη υπομονής. Πιστεύουμε ότι μέσα σε έξι μήνες, έναν χρόνο το πολύ, θα κάνουμε καριέρα. Οταν όμως συνειδητοποιείς τον υπερβολικό ανταγωνισμό και ότι εκεί είσαι άλλος ένας στην ουρά (που και αυτό ακόμη είναι δύσκολο εκεί, δηλαδή το να έχεις την ευκαιρία να δοκιμαστείς σε κάποια ακρόαση), σε σχέση με την Ελλάδα που σε αναγνωρίζουν και δυο άνθρωποι ή σου δίνουν και κανένα σενάριο, τότε ο δρόμος της επιστροφής γίνεται συντομότερος. Πολλοί λένε “Αν είναι έτσι, πάω πίσω στην Ελλάδα που με ξέρουν, που θα κάνω και τον Σαίξπηρ μου…”».

Δεν ήταν, πάντως, μόνο η «ευαίσθητη ελληνική χορδή» του Τζορτζ Στεφανόπουλος που κράτησε εδώ τα γυρίσματα. «Παρότι θέλω να “ξεσκεπάσω” πολλά από τα αρνητικά που λέγονται τελευταία για την Ελλάδα, δεν είμαι εδώ για συναισθηματικούς λόγους» υπογραμμίζει ο παραγωγός του «Swing Away». Πιστεύει πρωτίστως στο δέλεαρ του κινηματογραφικού τουρισμού, σε αυτό που αποκαλεί «”Sideways” effect» («το φαινόμενο του “Πλαγίως”»), από την ομώνυμη ταινία του «συμπατριώτη» Αλεξάντερ Πέιν (2004) που έφερε πολύ κόσμο στους αμπελώνες της Καλιφόρνιας (εμείς και οι ξενοδόχοι της Κεφαλλονιάς θα το αποκαλούσαμε «φαινόμενο Κορέλι»). Και βέβαια επενδύει πολύ στην παγκόσμια σαγήνη του γκολφ. Οχι, δεν είναι αποκλειστικά το σπορ των εκκεντρικά βαρετών πλουσίων ή των παλαιάς κοπής πολιτικών (Κωνσταντίνος Καραμανλής, Γεώργιος Ράλλης). «Υπάρχει σήμερα μια τεράστια αγορά» επισημαίνει ο Μr. Στεφανόπουλος. «Στις ΗΠΑ έχει γίνει πλέον πολύ πιο προσιτό. Είναι επίσης πολύ δημοφιλές στη Δυτική Ευρώπη, στη Νότια Αφρική, στην Αυστραλία, οι Κορεάτες και οι Ιάπωνες τρελαίνονται. Εχω βέβαια γνωρίσει πολλούς φανατικούς γκόλφερ και στην Ελλάδα, ανάμεσά τους ο Σάκης Ρουβάς και ο πρώην ποδοσφαιριστής Τάκης Γκώνιας. Υπάρχει σήμερα μια άνθηση, ξέρω Αμερικανούς που έρχονται στην Ελλάδα για να παίξουν σε τουρνουά, ενώ έχουν ανοίξει εντυπωσιακά γήπεδα του γκολφ, π.χ. στο Costa Navarino. Μέσα από την ταινία η Ελλάδα θα διαφημιστεί αισίως ως ένας παγκόσμιος τουριστικός προορισμός για το γκολφ». Τον άσο του βέβαια τον αφήνει για το τέλος. Είναι οι Ολυμπιακοί του 2016 στο Ρίο ντε Τζανέιρο, όπου το γκολφ επαναβαπτίζεται ολυμπιακό άθλημα (είχε συμπεριληφθεί μόνο στους Ολυμπιακούς του 1900 και του 1904!). «Το πιθανότερο είναι να ξεκινήσουμε την προώθηση της ταινίας αρκετά νωρίτερα. Θα το δείξουμε εδώ στην Ελλάδα και στις μεγάλες ελληνικές κοινότητες των ΗΠΑ (Καλιφόρνια, Βοστώνη, Ντιτρόιτ, Σικάγο, Φλόριδα κ.τ.λ.) αλλά εκτιμάμε ότι θα βγει στις αίθουσες κοντά στους Αγώνες του 2016».

Ουδείς γνωρίζει αν μια «ελληνοαμερικανική» ρομαντική κομεντί με ικανές δόσεις γκολφ θα φέρει τα λεφτά ή τον τουρισμό (γκολφική ταινία μόνο ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ έχει αποτολμήσει με σχετική επιτυχία στο «Ο θρύλος του Μπάγκερ Βανς», 2000). Στην Ελλάδα όμως της κρίσης, πρέπει να κάνεις αυτό που προτρέπει και το tagline του «Swing Away»: «Ιf You Want to Get a Better Grip, Sometimes you Just Have to Let Go» (σε ελεύθερη απόδοση: «Αν θέλεις να έχεις καλύτερο έλεγχο, μερικές φορές είναι καλύτερο να αφεθείς»).

BHmagazino

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου