Ο κ. Θάνος Ντόκος είναι Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Cambridge.
Έχει εργαστεί στα Υπουργεία Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών και έχει διατελέσει Διευθυντής Ερευνών και Γενικός Διευθυντής στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) την περίοδο 1999-2019. Είναι αναπληρωτής σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας και σήμερα, μιλάει στην «δ» για ζητήματα της εξωτερικής μας πολιτικής, με αφορμή την υπογραφή της συμφωνίας Ελλάδας – Ιταλίας.
• Κύριε Ντόκο, να ξεκινήσουμε από την υπογραφή της συμφωνίας με την Ιταλία. Είναι ένα θετικό βήμα για την Ελλάδα και την εξωτερική μας πολιτική; Θα ήθελα το σχόλιό σας.
Είναι αναμφίβολα ένα πολύ θετικό βήμα για την ελληνική εξωτερική πολιτική και μια σημαντική επιτυχία της ελληνικής διπλωματίας, καθώς είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα υπογράφει συμφωνία οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) με γειτονικό της κράτος. Είναι δε ιδιαίτερα σημαντικό το ό,τι αυτή η οριοθέτηση έγινε στη βάση των αρχών του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας (UNCLOS), και πιο συγκεκριμένα στη λογική της μέσης γραμμής και του δικαιώματος των νησιών και νησίδων να έχουν ΑΟΖ (και άλλες θαλάσσιες ζώνες). Η συμφωνία αναμένεται να λειτουργήσει ως υπόδειγμα για το πώς μπορούν οι χώρες της Μεσογείου να οριοθετήσουν θαλάσσιες ζώνες με σεβασμό στις αρχές του διεθνούς δικαίου, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη τα εκατέρωθεν συμφέροντα με τρόπο αμοιβαία επωφελή. Θα πρέπει, βεβαίως, να σημειωθεί ότι οι διαπραγματεύσεις δεν ήταν εύκολες, παρά το γεγονός ότι Ελλάδα και Ιταλία είναι εταίροι και σύμμαχοι στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ και έχουν άριστες σχέσεις. Αυτό δείχνει πόσο δύσκολες γενικά είναι τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις και υπογραμμίζει την ανάγκη αποφυγής μαξιμαλιστικών επιδιώξεων, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι κατοχυρώνονται τα βασικά εθνικά συμφέροντα και επιτυγχάνονται οι πρωταρχικοί στόχοι.
• Μετά την Ιταλία, η κυβέρνηση δηλώνει ότι θα κάνει ένα βήμα με την Αίγυπτο. Είναι αυτό προς την σωστή κατεύθυνση και τι διασφαλίζουν αυτές οι συμφωνίες;
Παρά το γεγονός ότι η συμφωνία με την Ιταλία αποτελεί ένα θετικό παράδειγμα για ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο, και αυξάνει έμμεσα την πίεση προς την Αλβανία για την ολοκλήρωση μιας τέτοιας συμφωνίας με την Ελλάδα, δεν επηρεάζει ευθέως το τουρκο-λιβυκό σύμφωνο, που αποτελεί και την κύρια πηγή ανησυχίας της Ελλάδας στην περιοχή. Για το λόγο αυτό η κυβέρνηση κινείται ενεργά προς την κατεύθυνση μιας συμφωνίας οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο. Με τον τρόπο αυτό θα ετίθετο υπό αμφισβήτηση και θα αποδυναμωνόταν το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο. Θα πρέπει να σημειωθεί, βεβαίως, ότι οι διμερείς διαπραγματεύσεις με την Αίγυπτο έχουν ξεκινήσει από το 2004 και δεν έχουν ολοκληρωθεί καθώς η Αίγυπτος, παρά την έντονη ενόχληση του Προέδρου Σίσι για την υποστήριξη που η Τουρκία παρέχει στους Αδελφούς Μουσουλμάνους στη χώρα του και αλλού στην περιοχή, επιθυμεί να αποφύγει μια ανοιχτή ρήξη με την Τουρκία. Ως αποτέλεσμα αυτού, δεν φαίνεται διατεθειμένη να συμφωνήσει σε μια συνολική οριοθέτηση ΑΟΖ με την Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, ο αρχικός στόχος της ελληνικής πλευράς είναι μια συνολική ρύθμιση. Σε περίπτωση όμως που κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό και διαφανεί αιγυπτιακή πρόθεση για τμηματική οριοθέτηση, είναι κάτι που θα πρέπει να εξετάσουμε σοβαρά, καθώς πρωταρχικός στόχος αυτή τη στιγμή είναι η αποδυνάμωση του τουρκο-λιβυκού μνημονίου και η ενίσχυση της νομικής θέσης της χώρας μας στην περιοχή.
• Κατά την άποψή σας, αν και αρκετές φορές η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει στηρίξει την Ελλάδα στα ελληνοτουρκικά και μάλιστα με σχετικές κυρώσεις που έχει αποφασίσει, θα μπορέσει να της επιβληθεί σε κάποιο βαθμό; Φαίνεται ξεκάθαρα πως η Τουρκία αδιαφορεί σε οποιαδήποτε προειδοποίηση ή κύρωση από την Ευρώπη.
Είναι αλήθεια ότι τους τελευταίους μήνες η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως άλλωστε και οι ΗΠΑ, έχουν στηρίξει με δηλώσεις την Ελλάδα και την Κύπρο, τόσο όσον αφορά στις παράνομες ενέργειες της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ και το τούρκο-λιβυκό μνημόνιο, όσο και απέναντι στην τουρκική προσπάθεια εργαλειοποίησης του προσφυγικού-μεταναστευτικού. Η ΕΕ, εκ φύσεως, κινείται στη λογική του συμβιβασμού και λαμβάνει αποφάσεις στη βάση του χαμηλότερου κοινού παρονομαστή. Σε ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο ζήτημα όπως αυτό της επιβολής κυρώσεων επί της Τουρκίας, ενώ υπάρχει ουσιαστική ομοφωνία στην φραστική καταδίκη των παρανόμων τουρκικών ενεργειών, παρατηρείται μια σημαντικά μεγαλύτερη δυσκολία στη λήψη και υλοποίηση αποτελεσματικών κυρώσεων. Αυτό οφείλεται από τη μια στην ύπαρξη σημαντικών συμφερόντων σε εθνικό επίπεδο (οικονομικές σχέσεις, ανάγκη διαχείρισης προσφυγικών/μεταναστευτικών ροών) και από την άλλη στην έλλειψη αποτελεσματικών εργαλείων άσκησης πίεσης από ευρωπαϊκής πλευράς, καθώς οι θεσμικές σχέσεις έχουν φθάσει στο ναδίρ και η ΕΕ δεν μπορεί να απειλήσει π.χ. με περικοπή κονδυλίων αναπτυξιακής βοήθειας ή με το πάγωμα της ενταξιακής διαδικασίας, καθώς στην πράξη ούτε το ένα ούτε το άλλο υφίστανται. Ωστόσο, η σοβούσα κρίση της τουρκικής οικονομίας, σε συνδυασμό με την ισχυρή επιθυμία του κ. Ερντογάν να αποφύγει μια προσφυγή στο ΔΝΤ, ενδέχεται να οδηγήσει σε μια προσπάθεια προσέγγισης της ΕΕ με στόχο την παροχή οικονομικής βοήθειας. Σε αυτή την περίπτωση, η ΕΕ θα αποκτήσει ισχυρότερους μοχλούς επιρροής και πίεσης έναντι της Τουρκίας και αυτό θα αποτελέσει δυνητικά ένα χρήσιμο εργαλείο και για τη χώρα μας.
• Η Τουρκία, δεν σταματάει τις προκλήσεις σε όλα τα επίπεδα. Τι μπορούμε να κάνουμε απέναντι σε έναν τέτοιο γείτονα που δεν σταματάει να προκαλεί και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό;
Η Τουρκία έχει προβεί τους τελευταίους μήνες σε μια σειρά από ξεκάθαρα επιθετικές ενέργειες έναντι της χώρας μας (τουρκο-λιβυκό σύμφωνο για οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, υβριδικές επιθέσεις στον Έβρο, υπερπτήσεις ελληνικών νησιών αλλά και των χερσαίων συνόρων στη Θράκη, σκληρές και συχνά ψευδείς δηλώσεις σε βάρος της Ελλάδας, κ.λπ.), καθώς και παράνομες έρευνες και γεωτρήσεις στην Κυπριακή ΑΟΖ. Η τουρκική στάση μπορεί να εξηγηθεί από το μακροπρόθεσμο στόχο εξέλιξης σε περιφερειακή δύναμη (τμήμα του οποίου αποτελεί και η έννοια της ‘Γαλάζιας πατρίδας»), αλλά και από τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ηγεσία της γειτονικής χώρας: οικονομία, συγκρούσεις στη Συρία και ένταση εσχάτως με τη Ρωσία, δυσκολίες στις σχέσεις με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, υψηλός αριθμός προσφύγων, κορονοϊός και εσωτερικές πολιτικές προκλήσεις. Να σημειωθεί εδώ ότι τα περί μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί είναι πολιτικά παιγνίδια εσωτερικής φύσης και το πιθανότερο είναι ότι ο κ. Ερντογάν δεν θα προχωρήσει σε μια κίνηση για την οποία θα επικριθεί έντονα από το σύνολο σχεδόν της διεθνούς κοινότητας.
Η πολιτική της Ελλάδας έναντι μιας τουρκικής ηγεσίας που χαρακτηρίζεται λοιπόν από υπέρμετρη φιλοδοξία, αλλά και έντονη ανασφάλεια (ιδιαίτερα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016), ενός μίγματος ιδιαίτερα επικίνδυνου, θα συνεχίσει να έχει δύο διαστάσεις: από τη μια ετοιμότητα για πιθανές επιθετικές κινήσεις της Άγκυρας (και υπάρχει προετοιμασία μας για μια σειρά σεναρίων) και από την άλλη ετοιμότητα για ομαλοποίηση των σχέσεων, αν η Τουρκία αποφασίσει να μεταβάλλει την πολιτική της έναντι της Ελλάδας. Αν και το δεύτερο σενάριο δυστυχώς δεν φαίνεται ιδιαίτερα πιθανό για το ορατό μέλλον, η Ελλάδα θα επενδύσει σε μια πολιτική ‘έξυπνης ισχύος’, δηλαδή ένα συνδυασμό ‘ήπιας’ και ‘σκληρής’ ισχύος με τρεις βασικούς άξονες:
(α) εσωτερική εξισορρόπηση (ενδυνάμωση), με στόχο την αύξηση της αποτρεπτικής της ικανότητας μέσω επιτάχυνσης των προσπαθειών που έχουν ξεκινήσει στους τομείς της εθνικής άμυνας, αμυντικής βιομηχανίας, στρατηγικών επικοινωνιών, στρατηγικού σχεδιασμού και διαχείρισης κρίσεων και με απαραίτητο συνδετικό ιστό την εθνική συνεννόηση.
(β) εξωτερική εξισορρόπηση, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα των σημαντικών δρώντων, την υψηλή ρευστότητα και τη δυναμική και όχι στατική φύση του περιβάλλοντος ασφαλείας στην Ανατολική Μεσόγειο. Ενίσχυση περιφερειακών και άλλων συνεργασιών και συμμαχιών και αξιοποίηση εργαλείων στο πλαίσιο της ΕΕ.
(γ) Διαμόρφωση μια πολιτικής κινήτρων και αντικινήτρων που θα φέρει την Τουρκία μπροστά στο δίλημμα ‘ομαλοποίηση των σχέσεων, με αμοιβαίο όφελος, υπό την προϋπόθεση της εγκατάλειψης από την Άγκυρα μαξιμαλιστικών προσεγγίσεων και πολιτικών καταναγκασμού’ ή ‘συνέχιση της συγκρουσιακής πολιτικής με ορατό κόστος’. Στους δικούς μας μοχλούς πίεσης περιλαμβάνονται οριοθετήσεις θαλασσίων ζωνών με γειτονικά κράτη, διπλωματικές εκστρατείες που ενοχλούν την Τουρκία, καθώς υπογραμμίζουν την εικόνα κράτους που κινείται εκτός διεθνούς νομιμότητας και προσπάθεια επιβολής κυρώσεων στο πλαίσιο της ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται έγκαιρη δραστηριοποίηση με στόχο τη συνδιαμόρφωση, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, της μελλοντικής σχέσης ΕΕ-Τουρκίας με τρόπο που να κατοχυρώνει τα ελληνικά συμφέροντα, αλλά και την ανάληψη ρυθμιστικού ρόλου στα σχήματα συνεργασίας στην Αν. Μεσόγειο, συνδέοντας τη σταδιακή άρση του αποκλεισμού της Τουρκίας με την αλλαγή συμπεριφοράς της. Στόχος μιας τέτοιας πολιτικής είναι να επενδύσουμε στο αίσθημα ρεαλισμού και συμφέροντος της τουρκικής ηγεσίας, κρατώντας -με πειστικό τρόπο, μέσω της επιτυχημένης εσωτερικής ενδυνάμωσης- ταυτόχρονα ανοιχτή τόσο την πόρτα του “φρενοκομείου”, όσο και αυτή της αποκλιμάκωσης και συνεννόησης.
Συνολικά πάντως, πρέπει να ειπωθεί ότι υπάρχει μεν ανησυχία για τις σχεδιαζόμενες τουρκικές κινήσεις, αλλά υπάρχουν και μια σειρά από διπλωματικές και άλλες κινήσεις που η ελληνική κυβέρνηση έχει σχεδιάσει και υλοποιεί για την αποτροπή υλοποίησης τέτοιων σεναρίων και τη μείωση της έντασης
.