Στις περιφέρειες «πέταξε το μπαλάκι» τελικώς η νέα πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης αφήνοντας τους περιφερειάρχες να «βγάλουν αυτοί το φίδι από την τρύπα» και φυσικά να περιοριστεί το πολιτικό κόστος.
Απλώς υπουργική απόφαση του υπουργείου Ανάπτυξης – την ευθύνη του θέματος είχε ο υφυπουργός κ. Γεράσιμος Γιακουμάτος – καθόρισε ότι οι παραγωγοί αγροτικών προϊόντων θα «διακρίνονται» από τους επαγγελματίες πωλητές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα βρίσκονται και σε διαφορετική θέση, αφήνοντας έτσι τους περιφερειάρχες να καθορίσουν τον τρόπο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο στόχος της συγκεκριμένης μεταρρύθμισης ήταν να εξασφαλιστεί ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον στις λαϊκές αγορές, να περιοριστεί όσο είναι δυνατόν το φαινόμενο των παραγωγών-μαϊμούδων και φυσικά να χτυπηθούν οι μηχανισμοί παραγωγής «μαύρου χρήματος».
Το αρχικό πακέτο των ρυθμίσεων προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και μάλιστα σε προεκλογική περίοδο, με την ευθύνη να αποδίδεται τελικώς στον τότε υφυπουργό κ. Θανάση Σκορδά. Ορισμένοι μάλιστα υποστηρίζουν ότι ο λόγος της απομάκρυνσής του από την κυβέρνηση ήταν η προαναφερόμενη νομοθετική ρύθμιση.
Προκειμένου να καταλαγιάσει το σύστημα των λαϊκών αγορών – το οποίο διαθέτει ισχυρό ειδικό βάρος στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και ιδιαίτερα στην περιοχή της Β’ Περιφέρειας Αθηνών – τροποποιήθηκε σε κρίσιμα σημεία το συγκεκριμένο νομοθέτημα καταργώντας τους δύο οργανισμούς των λαϊκών αγορών, της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, και εκχωρώντας πλήρως τις αρμοδιότητες στις περιφερειακές αρχές. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι αρχικώς προβλεπόταν διαφορετική χωροταξική δομή μεταξύ των παραγωγών και των επαγγελματιών πωλητών. Με την υπουργική απόφαση που εκδόθηκε αναφέρεται απλώς ότι «κάθε λαϊκή αγορά χωρίζεται σε τομέα παραγωγών πωλητών και σε τομέα επαγγελματιών πωλητών. Ο τομέας των παραγωγών πωλητών λαϊκών αγορών διακρίνεται σαφώς με κάθε πρόσφορο τρόπο από τον τομέα των επαγγελματιών πωλητών λαϊκών αγορών». Και σημειώνεται ακόμη ότι «οι θέσεις πώλησης προϊόντων θάλασσας και προϊόντων αλιείας χωροθετούνται υποχρεωτικά μόνο σε σημεία όπου υπάρχει αποχέτευση και σε κάθε περίπτωση στον οικείο τομέα για κάθε πωλητή». Τούτο πρακτικά σημαίνει πως, αν π.χ. οι πάγκοι είναι διαφορετικού χρώματος, οι θέσεις μπορούν να παραμείνουν ίδιες. Αρα το σύστημα διατηρείται αλώβητο.
Επίσης στην ίδια υπουργική απόφαση, χωρίς να ορίζεται χρονική ανακατανομή των θέσεων, εντελώς ασαφώς καθορίζονται «κριτήρια κατανομής των θέσεων λαϊκών αγορών» τα οποία βεβαίως μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο αν κάποια περιφερειακή αρχή αποφασίσει να κάνει χωροταξική κατανομή παραγωγών και επαγγελματιών πωλητών και βεβαίως διαταραχθεί το σύστημα μιας λαϊκής αγοράς.
Ετσι λοιπόν «για την κατανομή των δικαιούχων στις θέσεις των λαϊκών αγορών λαμβάνονται υπόψη τα εξής κριτήρια:
α) Η παλαιότητα της άδειας.
β) Η ηλικία του δικαιούχου.
γ) Η τυχόν αναπηρία του και το ποσοστό αυτής.
δ) Ο αριθμός των τέκνων του.
ε) Οι ημέρες συμμετοχής του σε λαϊκή αγορά.
Κάθε κριτήριο δίνει στον δικαιούχο μόρια. Ανάλογα με το πλήθος των μορίων που συγκεντρώνει ο κάθε δικαιούχος κατατάσσεται στον οικείο πίνακα κατάταξης.
Ο δικαιούχος που συγκεντρώνει τα περισσότερα μόρια ανά λαϊκή αγορά κατατάσσεται στην πρώτη θέση του πίνακα και οι λοιποί σε φθίνουσα σειρά. Ο πρώτος στην κατάταξη δικαιούχος επιλέγει τη θέση του στη λαϊκή αγορά στον οικείο τομέα. Ο δεύτερος και οι λοιποί επιλέγουν τη θέση τους ανάλογα με τις λοιπές διαθέσιμες θέσεις και τη σειρά τους στον οικείο πίνακα κατάταξης. Σε περίπτωση ισοβαθμίας διενεργείται κλήρωση. Ο δικαιούχος που κληρώνεται επιλέγει πρώτος μεταξύ των ισοβαθμούντων».