Την επανασύσταση του Οργανισμού Διαχείρισης Ακίνητης Περιουσίας του Δημοσίου Δωδεκανήσου, εισηγήθηκε xθες σε ομιλία του, σε εκδήλωση του Ροδιακού Δικτύου για την Υπεράσπιση και Δίκαιη Διαχείριση της Δημόσιας Περιουσίας, στο Εργατικό Κέντρο Ρόδου, ο προϊστάμενος της νομικής υπηρεσίας του Δήμου Ρόδου κ. Θ. Παπαγεωργίου.
Στόχος της εκδήλωσης, που δεν είχε πάντως την αναμενόμενη ανταπόκριση από το κοινό, είναι φορείς και πολίτες να συν-διαμορφώσουν τους τρόπους με τους οποίους θα υπερασπιστούν τα δημόσια και κοινωνικά αγαθά στο νησί της Ρόδου.
Ο κ. Παπαγεωργίου πρότεινε συγκεκριμένα τη σύσταση ειδικού τοπικού φορέα για την αξιοποίηση και διαχείριση της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου.
Όπως τόνισε, με την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στον εθνικό κορμό, αρχικά η κτηθείσα ακίνητη περιουσία από το Ελληνικό Δημόσιο, δυνάμει της Συνθήκης Ειρήνης του 1947 κατά «διαδοχή» των Ιταλών κατακτητών (απογραμμένη επ’ ονόματί τους στο Κτηματολόγιο εν πολλοίς αυθαιρέτως και βιαίως) δεν περιήλθε στην ενιαία διοίκηση και διαχείριση με τη λοιπή ακίνητη περιουσία του Δημοσίου υπό το Υπουργείο Οικονομικών.
Αντίθετα αρχικά παρέμεινε στην εξουσία του Γενικού Διοικητή Δωδεκανήσου (άρθρο 2 Ν.Δ. 218/1947) και στη συνέχεια περιήλθε στη διοίκηση και διαχείριση του εδρεύοντας στη Ρόδο φορέα (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία «Οργανισμός Ακινήτου Περιουσίας του Δημοσίου εν Δωδεκανήσω», ο ιδρυτικός νόμος του οποίου προέβλεπε επίσης τα έσοδα από τη διαχείριση της περιουσίας να διατίθενται αποκλειστικά στη Δωδεκάνησο προς εκτέλεση έργων κοινής ωφέλειας και τουριστικής χρησιμότητας και για την ανέγερση λαϊκών κατοικιών (άρθρα 1 – 5 Ν. 2100/1952).
Στη συνέχεια όμως με το Ν.Δ. 195/1973 (επί δικτατορίας) καταργήθηκε ο Ο.Α.Π.Δ.Δ και η διοίκησή του περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο, δηλαδή αρχικά στο Υπουργείο Οικονομικών και στη συνέχεια στη «Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου Α.Ε.» (Ν. 973/1979) και πλέον στην «Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε.» (ΚΥΑ ΔΕΑ/1162069/28-11-2011).
Ο κ. Παπαγεωργίου τόνισε ότι η επανασύσταση του Ο.Α.Π.Δ.Δ είναι μείζον ζήτημα και από νομική άποψη (ακόμη και διεθνούς και συνταγματικού δικαίου) και βέβαια και από πολιτική και απαιτεί διεκδίκηση με συντονισμένες δράσεις όλων των φορέων της αυτοδιοίκησης, επιμελητηρίων, κομμάτων, επιστημονικών οργανώσεων κ.λ.π. υπό την ενιαία επίσης υποστήριξη όλων των βουλευτών της Δωδεκανήσου.
Έχει δε ως θέμα απασχολήσει και στο παρελθόν τις Δημοτικές Αρχές και το Δημοτικό Συμβούλιο, χωρίς όμως συνέχεια δράσεων, αφού, απαιτείται η παραπάνω συντονισμένη δράση για νομοθετική επίλυση του ζητήματος.
Η πολιτική της εκποίησης ακινήτων του δημοσίου, όπως τόνισε ο κ. Παπαγεωργίου, συναντά έντονες αντιδράσεις, διότι έρχεται σε κατάφωρη σύγκρουση με τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης και της επικουρικότητας που διέπουν τις καταστατικές αρχές της Ελληνικής Πολιτείας (Σύνταγμα) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Συνθήκες).
Τις αρχές δηλαδή που προβάλλουν την αναγκαιότητα αφενός μεν της άσκησης εκείνων μόνο των επιτρεπομένων πολιτικών και πράξεων ανάπτυξης που δεν βλάπτουν το περιβάλλον , αφετέρου δε την αναγκαιότητα επιδίωξης λήψης των διοικητικών αποφάσεων, από εκείνα τα θεσμικά όργανα που βρίσκονται πιο κοντά στους πολίτες, δηλαδή την Αυτοδιοίκηση.
Ο κ. Παπαγεωργίου έκανε ειδική μνεία στους προβληματισμούς για την παραβίαση των παραπάνω αρχών και την έλλειψη κάθε ουσιαστικής ανταπόκρισης της κεντρικής διοίκησης στη γενικευμένη αντίδραση των τοπικών αρχών και φορέων αλλά και στο ιδιόμορφο καθεστώς των ακινήτων που φέρονται ως ιδιοκτησία του Δημοσίου στη Ρόδο, των ακινήτων δηλαδή που είναι καταγεγραμμένα στο Κτηματολόγιο Ρόδου ως ακίνητη περιουσία του Δημοσίου, προσεγγίζοντας το ζήτημα στην ιστορική-νομική διάσταση του.
Τόνισε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Η Ελληνική Βουλή ψήφισε νόμο (Ν. 2100/1952) με τον οποίο η διοίκηση και γενικά η διαχείριση των δημοσίων ακινήτων στη Δωδεκάνησο, περιήλθε αποκλειστικά σε εδρεύοντα στη Ρόδο φορέα, τον «Οργανισμό Ακίνητης Περιουσίας του Δημοσίου στη Δωδεκάνησο» (Ο.Α.Π.Δ.Δ.).
Ο νόμος αυτός προέβλεπε (άρθρο 2 Ν.2100/1952) ότι τα έσοδα από τη διαχείριση της περιουσίας διατίθενται αποκλειστικά στη Δωδεκάνησο προς εκτέλεση έργων κοινής ωφέλειας και τουριστικής χρησιμότητας και για την ανέγερση λαϊκών κατοικιών.
Δηλαδή από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται καθαρά ότι το Ελληνικό Δημόσιο, αποδέχεται ουσιαστικά ότι η φερόμενη ως ιδιοκτησία του στα νησιά της Δωδεκανήσου και στη Ρόδο ειδικότερα, στερείται επαρκούς ιστορικής και νομικής θεμελίωσης, τέτοιας που να της επιτρέπει την ευθεία υπαγωγή και ενσωμάτωση της με τη λοιπή ακίνητη περιουσία και την απόλυτη επ’ αυτής εξουσία του κράτους.
Έκρινε δηλαδή ορθά και δίκαια η Ελληνική Πολιτεία ότι με τη θεσμοθέτηση του Ο.Α.Π.Δ.Δ. επέρχεται πράγματι εθνική, ηθική και νομικά ορθή αποκατάσταση και δικαίωση των αγώνων, των στερήσεων και των θυσιών του Δωδεκανησιακού Λαού, ανά τους αιώνες της σκλαβιάς. Διότι έτσι πράγματι τα ακίνητα που μεταβίβασαν στο Ελληνικό Δημόσιο οι κατακτητές ουσιαστικά αποδίδονται στη διοίκηση και διαχείριση ολόκληρου πλέον του κοινωνικού συνόλου των Δωδεκανησίων, καθώς όπως προαναφέρθηκε ο Ο.Α.Π.Δ.Δ. ορίσθηκε ως εδρεύων στη Δωδεκάνησο (Ρόδο) αυτοδιοικούμενος δωδεκανησιακός οργανισμός (άρθρο 27 του Ν.3200/1955) τα έσοδα και οι σκοποί του οποίου αποβαίνουν σε όφελος των Δωδεκανησίων και μόνο.
Ατυχώς όμως και αιφνιδίως, όπως είναι γνωστό επί δικτατορίας χωρίς λόγο και αιτία καταργήθηκε ο Ο.Α.Π.Δ.Δ. (Ν.Δ. 195/3-10-1973). Έτσι η διαχείριση της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου στη Δωδεκάνησο, περιήλθε στο Υπουργείο Οικονομικών, ενοποιούμενη με αυτήν όλης της λοιπής επικράτειας.
Περαιτέρω παρά την επάνοδο της δημοκρατίας το 1974, όχι μόνο η ελληνική πολιτεία δεν αποκατέστησε την προαναφερόμενη αυταρχική, άδικη και συγκεντρωτική πράξη της δικτατορίας κατά της Δωδεκανήσου, αλλά τη διατήρησε, αναθέτοντας ενιαία με τη λοιπή επικράτεια τη διαχείριση της «περιουσίας του Δημοσίου» στη Δωδεκάνησο στην «Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου», δηλαδή κεντρικό φορέα που για τη διαχείριση όλης της περιουσίας του ίδρυσε το Δημόσιο με έδρα την Αθήνα (Ν.973/1979).
Επίσης ορίσθηκε το προϊόν από την εκποίηση και διαχείριση των δημόσιων ακινήτων στη Δωδεκάνησο, να διατίθεται για την εκτέλεση κοινωφελών έργων στην Δωδεκάνησο (άρθρο 7 του Ν.973/1979).
Αυτό δεν ορίσθηκε όμως μόνο για τη Δωδεκάνησο, με την ίδια διάταξη, ορίσθηκε επίσης ότι και το προϊόν από την εκποίηση και διαχείριση της – ελάχιστης εναπομείνασας – «ανταλλάξιμης» δημόσιας ακίνητης περιουσίας (την προερχόμενη δηλαδή κατά διαδοχή από τις συνθήκες με την Τουρκία για τη Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία, Κρήτη, Λέσβο, Λήμνο κ.λ.π.) θα διατίθεται αποκλειστικά για την αποκατάσταση των αστών προσφύγων που προέρχονται από ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών».
Ο κ. Παπαγεωργίου καταλήγει συμπερασματικά στα εξής:
«Εχουμε την άποψη ότι με ένδικα μέσα κατά των πράξεων εκποίησης, τόσο ενώπιον των Ελληνικών όσο και των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων, (ακόμη και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων), όχι απλώς συντρέχουν πολλές πιθανότητες για ν’ ανασταλούν και ν’ ακυρωθούν οι διαδικασίες εκποίησης για τις οποίες στην αρχή αναφερθήκαμε, αλλά με βάση το ιστορικό του ζητήματος και τις νομικές πτυχές του, όλη πλέον η κάθε είδους (αστική – μη αστική), δημόσια και ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου στη Ρόδο, με το σημερινό καθεστώς διοίκησης και διαχείρισης αυτής από την Κ.Ε.Δ. θα βρεθεί σε τουλάχιστον δύσκολους, αν όχι αξεπέραστους νομικούς και δικαστικούς ατραπούς, με όλες τις κάθε είδους συνέπειες που αυτό συνεπάγεται, συνέπειες, που ο καθένας μπορεί να φαντασθεί και να υποθέσει.
Πιστεύουμε ωστόσο ότι προηγουμένως με διαβήματα προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρωθυπουργό, τον Πρόεδρο της Βουλής, τους Αρχηγούς των Κομμάτων, τους αρμόδιους Υπουργούς και τους Δωδεκανήσιους Βουλευτές, πρέπει να καταδειχθεί το ζήτημα στις παραπάνω διαστάσεις του, προκειμένου να γίνει κατανοητό το μέγεθος του, ν’ ανασταλούν άμεσα οι κάθε είδους εκποιήσεις δημοσίων ακινήτων στη Δωδεκάνησο και στη Ρόδο ειδικότερα, που συνεχίζει να επιχειρεί η Κ.Ε.Δ., τελικά δε να ληφθούν οι κατάλληλες νομοθετικές πρωτοβουλίες για την επανασύσταση του Οργανισμού Ακίνητης Περιουσίας του Δημοσίου στη Δωδεκάνησο, του δωδεκανησιακού δηλαδή φορέα διοίκησης και διαχείρισης των δημόσιων ακινήτων στα νησιά μας, που είχε συσταθεί με τον Ν.2100/1952 και καταργήθηκε με το Ν.Δ. 195/1973».