Σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων κατηγορούμενοι για εξακολουθητική απάτη παραπέμπονται με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου ένας κάτοικος Ρόδου και δύο κάτοικοι Αμαρουσίου Αττικής.
Το ιστορικό της υπόθεσης φέρεται να έχει ως εξής:
Την 25η Ιουλίου 2004 απεβίωσε άγαμος και χωρίς τέκνα στην Αυστραλία, σε ηλικία 72, ετών ένας ομογενής, ο οποίος, λόγω της στενής μακρόχρονης φιλικής σχέσης που είχε με τον σύζυγο της μηνύτριας και σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για την περιποίηση και φροντίδα που του παρείχε τόσο η ίδια όσο και ολόκληρη η οικογένειά της καθημερινά τους τίμησε, καταλείποντας με ιδιόγραφη διαθήκη ολόκληρη την ακίνητη περιουσία του, η οποία αποτελείται από δύο διαμερίσματα στη Ρόδο και τις τυχόν μετά θάνατο καταθέσεις του για την κάλυψη φόρων και το υπόλοιπο αυτών σε φιλανθρωπικό σκοπό καθώς και για την κάλυψη των σπουδών των εγγονών τους.
Με ιδιόγραφη διαθήκη του ο διαθέτης φέρεται να απέκλειε ρητά τον αδελφό του και πρώτο μηνυόμενο καθώς και την οικογένεια της προαποβιώσασας αδελφής του και μητέρας δύο εκ των κατηγορούμενων.
Η ως άνω διαθήκη δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 2014 από το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου και κηρύχθηκε κύρια απόφαση του ίδιου δικαστηρίου τον Φεβρουάριο του 2005.
Αμέσως μετά το θάνατό του η μηνύτρια, φέρεται να ανέλαβε πλήρως την νομή των ακινήτων.
Η μηνύτρια, διατείνεται ότι την ύπαρξη της ιδιόγραφης διαθήκης και το περιεχόμενο αυτής, το πληροφορήθηκε άμεσα ο Ροδίτης μηνυόμενος μετά την νόμιμη δημοσίευσή της και άσκησε αρχικά τριτανακοπή εναντίον της μηνύτριας, από την συζήτηση της οποίας παραιτήθηκε και αγωγή ακύρωσης της διαθήκης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου.
Η αγωγή απορρίφθηκε σε πρώτο βαθμό και στο εφετείο μετά από έφεση του Ροδίτη άσκησαν πρόσθετη παρέμβαση οι λοιποί δύο μηνυόμενοι. Η έφεση και η πρόσθετη παρέμβαση απορρίφθηκαν.
Μετά την τελεσίδικη απόρριψη της αγωγής, η μηνύτρια, τον μήνα Ιούλιο του 2011, προέβη στις απαραίτητες ενέργειες για την έκδοση κληρονομητηρίου και ταυτόχρονα ερεύνησε τις κτηματολογικές εγγραφές του ακινήτου.
Εκπληκτη, διαπίστωσε, όπως υποστηρίζει, ότι οι μηνυόμενοι, εν αγνοία της είχαν προβεί στην έκδοση κληρονομητηρίου τον Απρίλιο του 2005, με το οποίο βεβαιωνόταν ότι αυτοί ήταν οι μόνοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του εκλιπόντος.
Ακολούθως ο Ροδίτης μετέγραψε το κληρονομητήριο στην κτηματολογική μερίδα του ακινήτου, ενώ στη συνέχεια προχώρησαν στην υπογραφή δανειακών συμβάσεων ύψους 40.000 ευρώ, 120.000 ευρώ και 35.000 ευρώ, παριστάνοντας τους κυρίους των ακινήτων αυτών.
Επιπλέον φέρονται τον Οκτώβριο του 2007 να προχώρησαν στη διανομή των ακινήτων, μέσω συμβολαιογράφου.
Απολογούμενοι ενώπιον της κ. Ανακρίτριας, οι δύο Αθηναίοι επεσήμαναν ότι πίστευαν ότι τα ακίνητα έπρεπε να κληρονομηθούν από τους ίδιους και ότι προσέφυγαν στα δικαστήρια έχοντας την πεποίθηση ότι θα κέρδιζαν τις δίκες.
Οταν έχασαν φρόντισαν να εξοφλήσουν τα βάρη στα ακίνητα (έχει μείνει ένα μικρό υπόλοιπο, όπως είπαν) και δεν έχουν πλέον αξιώσεις από αυτά.
Το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι άπαντα τα προσκομισθέντα από τους αιτούντες στοιχεία, τα οποία ήσαν ικανά και αναγκαία για την έκδοση της απόφασης περί χορήγησης κληρονομητηρίου, ήσαν γνήσια και αληθή καθόσον μάλιστα προέρχονταν, από Δημόσια Αρχή δεν μπορεί να γίνει λόγος περί απάτης στο δικαστήριο, αφού ουδέν πλαστό ή ψευδές κατά περιεχόμενο αποδεικτικό μέσο προσκομίστηκε προς απόδειξη του αντικειμενικούς ψευδούς ισχυρισμού περί ανυπαρξίας κατηγορουμένων σε αυτήν.
Σε κάθε δε περίπτωση, ελλείψει οποιουδήποτε αξιόπιστου αποδεικτικού μέσου που να υποστηρίζει τον σχετικό ισχυρισμό, δεν θα μπορούσε να τύχει αποδοχής ο ισχυρισμός της εγκαλούσας περί δήθεν γνώσης των κατηγορουμένων περί της υπάρξεως της επίμαχης διαθήκης ήδη κατά το χρόνο υποβολής αίτησης για την χορήγηση σε αυτούς κληρονομητηρίου.
Στη συνέχεια, ωστόσο, αφού ο Ροδίτης κατηγορούμενος, καθ’ ομολογίαν του ιδίου, πληροφορήθηκε την ύπαρξη της διαθήκης στις αρχές Μαρτίου 2005 και αφού, κατά λογική αναγκαιότητα και άνευ οιασδήποτε αμφισβήτησης, ενημέρωσε σχετικώς και τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του έσπευσε να προσβάλει την επίμαχη διαθήκη, ζητώντας με την προαναφερόμενη αγωγή του να αναγνωριστεί η ακυρότητά της και ταυτοχρόνως, με τριτανακοπή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, αιτήθηκε την ακύρωση των Πρακτικών και της υπ’αρ.101/2005 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου, δια των οποίων δημοσιεύθηκε η διαθήκη και κηρύχθηκε αυτή κυρία, αντιστοίχως.
Παρά ταύτα, κ, ενώ είχαν ανοίξει οι ανωτέρω δίκες οι κατηγορούμενοι φέρονται να μετήλθαν μεθοδεύσεις προκειμένου να καρπωθούν οφέλη από την κληρονομιά και δη από ακίνητα αυτής.
Τους κατηγορούμενους εκπροσωπεί ο δικηγόρος κ. Γ. Μαυρομάτης και την πολιτική αγωγή ο δικηγόρος κ. Δήμος Μουτάφης.