Υποχρεώνονται να καταβάλουν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 2.310.504,09 ευρώ, ως αποζημίωση και το ποσό των 50.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με τον νόμιμο τόκο
Με την υπ’ αριθμ. 258/2023 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή που άσκησε μια ξενοδοχειακή ανώνυμη εταιρεία κατά τριών μετόχων συγγενών της και τους υποχρεώνει, εις ολόκληρον έκαστον, να καταβάλουν στην ενάγουσα το συνολικού ποσό των 2.310.504,09 ευρώ, ως αποζημίωση και το ποσό των 50.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με τον νόμιμο τόκο.
Απαγγέλλει το δικαστήριο σε βάρος των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας δύο (2) μηνών, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασής του.
Το ιστορικό της αντιδικίας συνοπτικώς σύμφωνα με την απόφαση έχει ως εξής:
Η ανώνυμη εταιρεία ανήγειρε και εκμεταλλεύεται ξενοδοχείο το οποίο λειτουργεί από το έτος 1990 μέχρι σήμερα.
Στο 10ο άρθρο του Καταστατικού της εταιρείας ορίζεται, ότι αυτή διοικείται από το διοικητικό συμβούλιο, που αποτελείται από 3 έως 7 μέλη, εκλεγόμενα από την γενική συνέλευση των μετόχων αυτής με θητεία 5 ετών.
Οι σχέσεις των δύο αδελφών και αρχικών μετόχων της εταιρείας σχετικά με την διαχείριση αυτής ήταν ομαλές μέχρι την τακτική γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας της 30ής Ιουνίου 2004, μετά την οποία διερράγησαν και άρχισε έντονη μεταξύ τους αντιδικία ενώπιον των ποινικών και πολιτικών δικαστηρίων, για το λόγο ότι ο ένας εκδήλωσε την πρόθεσή του, να αποκτήσει την πλειοψηφία των μετοχών της εταιρείας, να γίνει πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και τελικά να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχό της.
Συγκεκριμένα, για να επιτύχει τον στόχο του αυτό φέρεται να πλαστογράφησε το από 30 Ιουνίου 2004 πρακτικό τακτικής γενικής συνέλευσης, το οποίο έφερε την υπογραφή του αδελφού του, υπό την τότε ιδιότητά του ως προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, προσθέτοντας μία παραπομπή και αλλοιώνοντας το περιεχόμενο, εκμεταλλευόμενος την απειρία αυτού και την εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του.
Με τον τρόπο αυτό, προέβη αυθαίρετα σε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας κατά 2.385 μετοχές, τις οποίες εφέρετο, να έχει αποκτήσει εξ ολοκλήρου.
Ακολούθως, για να ολοκληρώσει το σχέδιό του προς επίτευξη του ανωτέρω στόχου του κατάρτισε και πλαστό από 20 Αυγούστου 2004 πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, στο οποίο το διοικητικό συμβούλιο φέρεται, να έχει αποφασίσει ομοφώνως, την πιστοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ.5 του ν. 2190/1920 της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, που προήλθε από καταθέσεις του μετόχου ποσού 69.975,90 ευρώ, ενώ ο τότε μέτοχος δεν παραστάθηκε στην συνεδρίαση αυτή του διοικητικού συμβουλίου. Το πλαστό αυτό πρακτικό κατέθεσε μετά την κατάρτιση του (με προχρονολογημένη ημερομηνία) το 2007 στην Διεύθυνση Εμπορίου Δωδεκανήσου.
Για τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις του καταδικάστηκε το 2016 με απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου για κακουργηματική πλαστογραφία κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, η οποία κατέστη αμετάκλητη.
Με ενέργειες του τότε μετόχου και αδελφού του, η αρμόδια Διεύθυνση Εμπορίου (Τμήμα Α.Ε.) ενημερώθηκε για τα ως άνω και με την υπ’ αριθ. ΕΜ 4972/12-10-2007 απόφασή της, ανεκάλεσε την από 30 Ιουνίου 2004 απόφαση της τακτικής γενικής συνέλευσης της εταιρείας, επειδή η τότε διοίκηση της εταιρείας δεν υπέβαλε το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου για πιστοποίηση καταβολής της παραπάνω αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου στον προβλεπόμενο χρόνο, και αξίωσε την άμεση σχετική τροποποίηση του άρθρου 5 του καταστατικού της εταιρείας.
Από την δημοσίευση της ως άνω απόφασης της Διεύθυνσης Εμπορίου- Τμήμα Α.Ε. στο ΦΕΚ, η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας με την από 30 Ιουνίου 2004 απόφαση της τακτικής γενικής συνέλευσης κατέστη ανυπόστατη, νομικά ανύπαρκτη, με αναδρομική ισχύ και ως μηδέποτε γενομένη, αφού δεν έφερε τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα απόφασης γενικής συνέλευσης.
Όμως, ακόμη, και μετά την ανακληθείσα τακτική γενική συνέλευση της 20ής Ιουνίου 2004, το τότε διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας (ήτοι κυρίως ο πρώτος και η δεύτερη και μετά το 2007 η τρίτη των εναγομένων), ενεργώντας παράνομα εξακολούθησε, να χρησιμοποιεί την ανύπαρκτη πλειοψηφία του μετόχου και μέλους του σε κάθε επόμενη γενική συνέλευση της εταιρείας, στις οποίες ο τελευταίος, συνέχισε αυθαίρετα να παρίσταται και να ψηφίζει με αυξημένο ποσοστό συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας.
Δηλαδή, ο διευθύνων σύμβουλος και μέτοχος της εταιρείας συγκαλούσε μόνο τυπικά τα εταιρικά όργανα της εταιρείας, με αποτέλεσμα ο αδελφός και ο ανιψιός του ουδέποτε να συμμετάσχουν στην λήψη ή στην εκτέλεση των διαχειριστικών και επιχειρηματικών αποφάσεων, σε πραγματικό έλεγχο της οικονομικής κατάστασης και την απογραφή της εταιρικής περιουσίας.
Από τον έλεγχο πραγματογνώμονα και τον έλεγχο που διενεργήθηκε από ορκωτούς ελεγκτές λογιστές στο πλαίσιο απογραφής κατά τη διαδικασία παράδοσης -παραλαβής από το προηγούμενο στο νέο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, το δικαστήριο έκρινε ότι η εταιρεία υπέστη και οικονομική ζημία και ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα, ευθυνόμενοι από κοινού και εις ολόκληρον έκαστος, για τις ανωτέρω παράνομες διαχειριστικές πράξεις τους το συνολικό ποσό των 2.310.504,09 €.
Η εταιρεία εκπροσωπείται στην ένδικη διαφορά από τους δικηγόρους κ.κ. Βασίλη Καβουριού και Ακη Δημητριάδη.