Με απόφαση, που εξέδωσε χθες το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου, με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, έγινε δεκτή η αίτηση μιας εκ των πλέον γνωστών ανωνύμων εταιρειών στα Νότια Δωδεκάνησα για την υπαγωγή της στη διαδικασία της συνδιαλλαγής του άρθρου 99 του πτωχευτικού κώδικα.
Το δικαστήριο με την απόφασή του εντέλλεται το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης, την δημοσίευση της απόφασης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ) και στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Τομέας Νομικών) με επιμέλειά της, τάσσει προθεσμία δύο μηνών για τη διεκπεραίωση της εξυγίανσης και αναστέλλει μέχρι τη λήξη της διαδικασίας εξυγίανσης:
α) τα μέτρα, εκκρεμή ή μη ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της περιουσίας της καθώς και κατά των λοιπών αιτούντων εγγυητών για υποχρεώσεις της που γεννήθηκαν μέχρι την 19.4.2013 (χρόνο υποβολής της αίτησης), αναφορικά με, την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών της.
β) τη λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού μέτρου κατά της εταιρείας και κατά των λοιπών αιτούντων, εκτός αν με αυτό επιδιώκεται η αποτροπή της απομάκρυνσης ή αφαίρεσης ή μετακίνησης κινητών πραγμάτων της επιχείρησης, (πέραν των προς πώληση εμπορευμάτων), τεχνολογικού ή μηχανολογικού εν γένει εξοπλισμού της που ενέχει τον κίνδυνο απαξίωσής της.
Η ανώνυμη εταιρεία έχει μετοχικό κεφάλαιο ύψους 230.908,50 ευρώ, διαιρούμενο σε 47.610 μετοχές, ονομαστικής αξίας 4,85 ευρώ η κάθε μία μεταξύ των 7 μετόχων της.
Σκοποί της εταιρείας είναι το εμπόριο ειδών διατροφής και γενικώς ειδών γενικού εμπορίου, καθώς και η αντιπροσώπευση οίκων εξωτερικού, οι κτηνοτροφικές επιχειρήσεις και οι πάσης φύσεως γεωργικές εκμεταλλεύσεις και η εκμετάλλευση ξενοδοχείων, μπαρ, εστιατορίων, γραφείων ενοικίασης αυτοκινήτων, πρακτορείων τουρισμού, κ.λπ.
Πρόκειται για οικογενειακή επιχείρηση, αγροτών και εμπόρων, η οποία με το πέρασμα των χρόνων επένδυσε στην εμπειρία της και στην προσωπική εργασία των μελών της οικογένειας.
Η εταιρεία έχει προσανατολίσει τη δραστηριότητά της σε δύο αντικείμενα, στην παραγωγή κρέατος και στα super – market.
Η επιχείρηση διατηρεί μεγάλη και πρότυπη κτηνοτροφική μονάδα, είναι πλήρως εξοπλισμένη με εξοπλισμό συντήρησης, ψύξης και διανομής των προϊόντων της.
Η κτηνοτροφική μονάδα έχει δυναμικότητα τζίρου που υπερβαίνει το 1.000.000 ευρώ και διανέμεται τόσο στα Νότια Δωδεκάνησα, όσο και στην υπόλοιπη ελληνική επικράτεια. Διαθέτει ζωικό κεφάλαιο αξίας 60.000 ευρώ – 100.000 ευρώ.
Η δεύτερη δραστηριότητα της επιχείρησης αφορά στην εκμετάλλευση super – market, με 2 υποκαταστήματα, εμβαδού 1.000 τ.μ., με προηγμένα συστήματα εξυπηρέτησης, σύγχρονα εξοπλισμένα και ιδιαίτερα ανταγωνιστικά.
Επιπρόσθετα η εταιρεία βρίσκεται στο στάδιο κατασκευής σύγχρονου εμπορικού κέντρου επιφάνειας 3.000 τ.μ. στην πρωτεύουσα ακριτικού νησιού. Η επένδυση γίνεται στο ιδιόκτητο οικόπεδο της εταιρείας, έχει προϋπολογισμό 1.500.000 ευρώ και έχει σταματήσει επί του παρόντος, λόγω έλλειψης χρηματοδότησης.
Η δραστηριότητα της επιχείρησης γνώρισε κλιμάκωση από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 μέχρι και το 2008. Στη συνέχεια η ύφεση, η όξυνση του ανταγωνισμού και η δυσχερής τραπεζική χρηματοδότηση, περιόρισε σημαντικά την δραστηριότητά της.
Η επιχείρηση σήμερα αντλεί έσοδα με αναλογία 7% από την χοιροτροφική μονάδα και 93% από το χονδρεμπόριο, ενώ η αναλογία σε συνθήκες πλήρους δυναμικότητας ανέρχεται σε 15% – 85% αντίστοιχα, με παράλληλο διπλασιασμό του συνολικού κύκλου εργασιών.
Η «καθίζηση» εσόδων που παρουσιάσθηκε στην εταιρεία την τελευταία διετία οφείλεται κυρίως σε εσωτερικά προβλήματα χρηματοδότησης του χαρτοφυλακίου των υποχρεώσεών της και όχι τόσο σε μείωση της ζήτησης.
Εφ’ όσον διακανονίσει τις υποχρεώσεις της, έχει την υποδομή και την τεχνογνωσία να ανακάμψει πλήρως στον κλάδο των super markets. Όσον αφορά στην κτηνοτροφική μονάδα, εάν εξοικονομήσει κεφάλαια ύψους περίπου 80.000 ευρώ για να ανανεώσει το ζωικό της κεφάλαιο, είναι σε θέση να τετραπλασιάσει τις πωλήσεις της, αφού η ζήτηση χοιρινού κρέατος στην τουριστική αγορά της Ελλάδας είναι ιδιαίτερα αυξημένη.
Το σύνολο των υποχρεώσεών της ανέρχεται σήμερα σε 4 εκατ. ευρώ και οι απαιτήσεις της σε 800.000 ευρώ περίπου. Οι οφειλές της στο δημόσιο ανέρχονται στα 650.000 ευρώ περίπου.
Η εταιρεία, στην τελευταία 3ετία παρουσιάζει εντονότατα προβλήματα ρευστότητας και δυνατότητας εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών της προς προμηθευτές, πιστωτές και Τράπεζες. Οι δραματικές αλλαγές των συνθηκών αγοράς προκάλεσαν την κατάρρευση του προγράμματος πληρωμών της επιχείρησης, αφού επηρεάσθηκαν αρνητικά τα έσοδά της, η ταχύτητα ανακύκλωσης των απαιτήσεών της και η δυνατότητά της να παρεμβαίνει επιθετικά στο μερίδιο αγοράς της περιοχής της.
Ειδικότερα το 2012 η δραματική μείωση του τζίρου δημιούργησε εντονότατα προβλήματα στην εξυπηρέτηση των υποχρεώσεων προς προμηθευτές, με αποτέλεσμα να επηρεασθεί και η ομαλή τροφοδότηση των super – markets του φορέα.
Σε ό,τι αφορά στις τραπεζικές της υποχρεώσεις, η επιχείρηση προχώρησε σε ρύθμιση για 20 χρόνια, αποσυμφορίζοντας περιοδικά την πίεση που είχε στη λειτουργία της.
Όμως το διαρκές πρόβλημα της σφράγισης, ρύθμισης και αποπληρωμής των πληρωτέων επιταγών καθώς και οι ανοιχτές οφειλές προς το Δημόσιο και τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς δεν επιτρέπουν στον φορέα την ομαλή του λειτουργία.
Όπως αναφέρεται στην αίτηση που υπέβαλε ο δικηγόρος κ. Φ. Κωστόπουλος, η κρίση δημοσίου χρέους της χώρας και η πενταετής ύφεση, που προκάλεσε από το 2009 και μετά, είναι ο κύριος λόγος των στενοτήτων που παρουσιάζει η επιχείρηση σήμερα. Η οικονομική κρίση έφερε χαμηλά εισοδήματα σε μισθωτούς, συνταξιούχους και επιχειρηματίες, με αποτέλεσμα το διαθέσιμο εισόδημά τους, που κατευθύνεται στην αγορά τροφίμων, να συρρικνωθεί ουσιαστικά.
Επιπρόσθετα αυξήθηκαν τα ποσοστά ανεργίας, τόσο στον τοπικό πληθυσμό, όσο και στο εισαγόμενο εργατικό δυναμικό του νησιού, ενώ τα μέτρα φορολογικής πολιτικής της τελευταίας τριετίας (κατάργηση φοροαπαλλαγών, δυσανάλογη αύξηση φόρου ακινήτων, τεράστια αύξηση έμμεσων φόρων) περιόρισαν ακόμα περισσότερο την εισοδηματική θέση των καταναλωτών. Η κρίση μείωσε την εισοδηματική πίτα της αγοράς τροφίμων του νησιού και αναλογικά την επιχείρηση.
Όπως αναφέρει ακόμα πέραν της οικονομικής κρίσης, οι πολιτικοί χειρισμοί σε εθνικό επίπεδο οδήγησαν σε μια κακή τουριστική περίοδο το 2012, που μεταφράστηκε σε μείωση αφικνούμενων τουριστών και αντίστοιχων εισοδημάτων της τάξης του 20%. Η συγκεκριμένη μείωση πέρασε σε ολόκληρη την οικονομία του νησιού όπου εδρεύει, η οποία στηρίζεται κυρίως στο τουριστικό της προϊόν.
Ως επακόλουθο της ύφεσης και της έλλειψης ρευστότητας της αγοράς ήταν η αδυναμία που παρουσίασε το 20% – 30% των μεγάλων πελατών χονδρικής πώλησης να αποπληρώνουν τις οφειλές τους. Η αδυναμία δεν αφορούσε μόνο την καθυστέρηση αλλά και την πλήρη ταμειακή ανεπάρκεια, που σημαίνει ότι πολλές απαιτήσεις από πελάτες έγιναν ανεπίδεκτες είσπραξης, επιβαρύνοντας έτσι σημαντικά τη θέση του φορέα.
Επισημαίνει παραπέρα ότι όταν το υπόλοιπο των καθυστερημένων οφειλών προς τους προμηθευτές υπερβαίνει το 1,2 εκ. ευρώ, γίνεται σαφές ότι η σχέση εμπιστοσύνης και υποστήριξης μαζί τους καθίσταται προβληματική. Η εταιρεία δεν μπορεί να προμηθευτεί τα προϊόντα που επιθυμεί, στην τιμή που θα μπορούσε και ίσως και στην ποιότητα που θα επιζητούσε. Η εξέλιξη αυτή μεταφέρεται και στην πελατεία, η οποία δεν βρίσκει τα προϊόντα που επιθυμεί, στην τιμή και ίσως στην ποιότητα που προσφέρει η αγορά.