Να μην γίνει κατηγορία εις βάρος εκπροσώπου ναυτιλιακής εταιρείας (πλοιοκτήτη) και του καπετάνιου φορτηγού πλοίου για τις πράξεις της απάτης σε βάρος του νομικού προσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, όπου η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ κατ’ εξακολούθηση, που φέρεται να έχει τελεστεί στις νήσους Σύμη και Μεγίστη, κατά το χρονικό διάστημα 2005-2008 με την μεταφορά νερού εισηγήθηκε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ρόδου.
Οι ανωτέρω είχαν αφεθεί ελεύθεροι με τους περιοριστικούς όρους της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της καταβολής χρηματικής εγγύησης ύψους 10.000 ευρώ, μετά την απολογία τους.
Οπως απεκάλυψε η «δημοκρατική», στην δικογραφία, που έχει σχηματιστεί από το έτος 2015, αναφέρετο ότι στη δεκαετία 2005-2014 η δημόσια δαπάνη για τη μεταφορά νερού στα άνυδρα νησιά του Αιγαίου ανήλθε συνολικά στο ποσό των 71.299.704,64 ευρώ.
Για την ανάθεση της μεταφοράς νερού διενεργήθηκαν διαγωνισμοί που στην πλειοψηφία τους απέβησαν άγονοι, με αποτέλεσμα η ανάθεση να γίνει με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης και με απευθείας αναθέσεις.
Στο διάστημα 2009-2012 ελήφθησαν 14 αποφάσεις για απευθείας αναθέσεις σε μια εταιρεία με το σύνολο της δημόσιας δαπάνης να ανέρχεται στα 11.672.757,86 ευρώ.
Προέκυψε επίσης ότι ελλείψει ανταγωνισμού, δια του μονοπωλιακού καθεστώτος που διαμορφώθηκε, οι τιμές μεταφοράς ανά κυβικό μέτρο υπερδιπλασιάστηκαν από το έτος 2009 έως το έτος 2014.
Εχει προκύψει εξάλλου, όπως έκρινε η πρώην Ανακρίτρια ότι κατά τα έτη 2006 έως και 2008, ελήφθησαν από την Κάλαθο ποσότητες νερού που υπερέβαιναν κατά πολύ τις προβλεφθείσες στις προγραμματικές συμβάσεις.
Προέκυψε εξάλλου πως τα μέλη των τοπικών τριμελών επιτροπών παραλαβής δεν ήταν παρόντα στην διαδικασία και απλώς υπέγραφαν τις σχετικές βεβαιώσεις παράδοσης νερού.
Επιπλέον, στις δεξαμενές παραλαβής νερού δεν υπήρχαν εγκατεστημένοι ηλεκτρονικοί υδρομετρητές νερού.
Από λογιστική πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε κρίθηκε ότι η απόκλιση στις μεταφερόμενες ποσότητες νερού στη νήσο Μεγίστη είναι εντός των ορίων στατιστικού λάθους.
Σε ό,τι αφορά στη Σύμη δεν προέκυψαν από την έρευνα ασφαλή συμπεράσματα καθώς από το 2009 άρχισαν να λειτουργούν 3 μονάδες αφαλάτωσης στο νησί.
Για τη Σύμη, σύμφωνα με την πραγματογνωμοσύνη, η οποία βασίστηκε στη σύγκριση, μεταξύ της ζήτησης νερού βάσει της μελέτης με τίτλο «Ανάπτυξη συστημάτων και εργαλείων διαχείρισης υδατικών πόρων του υδατικού διαμερίσματος νήσων Αιγαίου» και τις τιμολογηθείσες ποσότητες, προέκυψε ότι για τα έτη 2005, 2006, 2007 και 2008 είναι μεγαλύτερες της πραγματικής ζήτησης κατά περίπου 819.000 κυβικά μέτρα, χωρίς να προκύπτει λόγος που να το δικαιολογεί, το δε κόστος ανέρχεται σε 4.087.000 ευρώ και αποτελεί ζημία του ελληνικού δημοσίου και μάλιστα ιδιαίτερα μεγάλη.
Είχε κριθεί ότι οι τιμολογηθείσες ποσότητες νερού για τη νήσο Σύμη και για το ως άνω χρονικό διάστημα είναι μεγαλύτερες της χωρητικότητας των πλοίων που εκτέλεσαν τη μεταφορά καθότι φέρεται να έχουν μεταφερθεί κατά τις συγκεκριμένες ημερομηνίες 288.000 κυβικά μέτρα από την ανάδοχο εταιρεία, ενώ η μέγιστη δυνατή ποσότητα μεταφοράς σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές των δεξαμενόπλοιων και τη διάρκεια της εκφόρτωσης, ανέρχονται σε περίπου 162.000 κυβικά μέτρα.
Οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν κατηγορηματικά τα όσα τους αποδίδονται επικαλούμενοι και κατάθεση του δημάρχου Σύμης ότι το θέμα που δημιουργήθηκε έχει να κάνει με την υποδομή στο νησί, ότι το πλοίο που λαμβάνει δωρεάν το νερό από την Κάλαθο και το μεταφέρει είναι συγκεκριμένης χωρητικότητας και ότι οι ποσότητες που φόρτωσε με αυτές που μετέφερε ταυτίζονται και ότι περαιτέρω δεν υπάρχει καν ένδειξη αξιόποινης πράξεως καθώς δεν είναι λογικό να θεωρείται ότι δεν παρέδιδε τις ποσότητες που φόρτωσε και ότι πιθανότατα τις πώλησε αλλού αφού δεν υπάρχει κέρδος. Το υποτιθέμενο δε κέρδος σε χρονικό διάστημα δύο ετών είναι 18.900 ευρώ.
Από την μελέτη της δικογραφίας προέκυψε ότι δεν υφίστανται επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή τους σε δίκη και η Εισαγγελέας εισηγήθηκε την απαλλαγή τους.
Ως συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων παρίστανται οι δικηγόροι κ.κ. Θρασύβουλος Κονταξής και Τάσος Διάκος.