-Του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 12 ετών.
Ποινή κάθειρξης 12 ετών επέβαλε το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Ρόδου σε έναν 50χρονο υπήκοο Βουλγαρίας που κρίθηκε ένοχος αρπαγής, εμπορίας ανθρώπων και παράβαση του Ν. 4251/14 αρ. 29 «Κώδικας Μετανάστευσης».
Στην δίκη δεν παρουσιάστηκαν δύο μάρτυρες αστυνομικοί που επελήφθησαν της υποθέσεως.
Εν πάση περιπτώσει, ο κατηγορούμενος υπότροπος σε αδικήματα του είδους εξέδιδε μια 25χρονη υπήκοο Βουλγαρίας στην οδό Ορφανίδου.
Το πρωί της 15ης Οκτωβρίου 2023 συγκροτήθηκε ομάδα από αστυνομικούς οι οποίοι μετέβησαν στην οδό Ορφανίδου και εντόπισαν μια 25χρονη Βουλγάρα η οποία κατά την εξέτασή της παρουσία ψυχολόγου, δήλωσε ότι γνωρίστηκε με τον κατηγορούμενο μέσω ίντερνετ πριν από έξι χρόνια και υποσχόμενος απατηλά μια καλύτερη ζωή και εύρεση εργασίας, την έπεισε να έρθει στην Ελλάδα πληρώνοντάς της τα εισιτήρια.
Από τη στιγμή που ήρθε την κλείδωνε στο σπίτι, αφαιρώντας της παράλληλα την ταυτότητα βουλγαρικών αρχών και μετά από 20 μέρες την εξανάγκαζε να έρχεται σε ερωτική επαφή με αγνώστους σε αυτή άνδρες έναντι 25 ευρώ τη φορά, τα οποία και καρπωνόταν αποκλειστικά αυτός.
Αυτό γινόταν σε τακτά χρονικά διαστήματα και περίπου 10 φορές την βδομάδα σε δωμάτιο στον πάνω όροφο της οικίας κατά το πλείστον, καθώς και σε διάφορες περιοχές, κυρίως εκτός της πόλης της Ρόδου που την μετέφερε εκεί ο ίδιος.
Επίσης ανέφερε, ότι πολλές φορές γινόταν βίαιος μαζί της χτυπώντας την σε διάφορα μέρη του σώματός της, ενώ ταυτόχρονα την απειλούσε για την ζωή της και την σωματική της ακεραιότητα προκειμένου να μη προσφύγει στις Αρχές προκαλώντας της διαρκή φόβο και ανησυχία.
Είχε διακόψει την επικοινωνία με τους γονείς της και μιλούσε μαζί τους μόνο μέσω του δικού του τηλεφώνου με αυτόν πάντα παρόντα. Δεν την άφηνε να βγει από το σπίτι χωρίς τη συνοδεία του, ενώ όταν αυτός έφευγε την κλείδωνε εντός της οικίας.
Επίσης ανέφερε ότι από τις συνευρέσεις με τους ανωτέρω άνδρες έμεινε έγκυος και ο κατηγορούμενος με απειλή βίας την ανάγκασε να διακόψει την κύηση χορηγώντας της φαρμακευτική αγωγή στο νοσοκομείο, στο οποίο την οδήγησε ο ίδιος. Διενεργήθηκε έρευνα στο μοτοποδήλατο ιδιοκτησίας του όπου ανευρέθηκαν και κατασχέθηκαν πέντε προφυλακτικά.
Σε σωματική έρευνα βρέθηκε και κατασχέθηκε το δελτίο ταυτότητας της 25χρονης, ενώ σε νομότυπη έρευνα που διενεργήθηκε στην οικία, παρουσία δικαστικού λειτουργού, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν το χρηματικό ποσό των 3.587 ευρώ προερχόμενο προφανώς από την εγκληματική του δραστηριότητα, 3 κινητά τηλέφωνα και 6 προφυλακτικά.
Επίσης, σε έρευνα που διενεργήθηκε σε αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του κατηγορούμενου βρέθηκαν και κατασχέθηκαν 7 προφυλακτικά.
Ο κατηγορούμενος απολογούμενος ισχυρίστηκε ότι με την 25χρονη γνωρίστηκε από το διαδίκτυο κι εκείνη ζήτησε να έρθει στην Ελλάδα γιατί δεν ήταν ευχαριστημένη στη Βουλγαρία, όπου διέμενε με τους γονείς της.
Εκτοτε είχαν μία μόνιμη φυσιολογική σχέση, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα ενώ υποστήριξε ότι οι ισχυρισμοί ότι την εξέδιδε σε άλλους άνδρες, την κρατούσε μαζί του παρά τη θέλησή της και ότι της ασκούσε βία, είναι παντελώς ψευδείς και ανυπόστατοι.
Διατείνεται ότι πήγαιναν μαζί σε παρακείμενες καφετέριες και είχαν φυσιολογικές κοινωνικές συναναστροφές. Υποστήριξε ακόμη ότι θα μπορούσε εάν ήταν κλειδωμένη είτε να φωνάξει σε βοήθεια από τα παράθυρα του σπιτιού είτε να κατέβει από αυτά, αφού υψομετρικά απέχουν μόλις δύο μέτρα από τον δρόμο.
Ο ισχυρισμός επίσης όπως είπε, ότι δήθεν παρακρατούσε τα ταξιδιωτικά έγγραφά της είναι ψευδής, αφού όπως προκύπτει από την κατάθεσή της, όταν έχασε την ταυτότητά της, πήγαν μαζί στην αστυνομία για να προβεί μέσω της πρεσβείας της Βουλγαρίας, σε επανέκδοσή της.
Υποστήριξε ακόμη ότι η κατάθεσή της έγινε με σκοπό να τον εκδικηθεί επειδή της ζήτησε να χωρίσουν.
Ως συνήγορος για την υποστήριξη της κατηγορίας παρέστη ο κ. Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος και ως συνήγορος υπεράσπισης του ο κ. Δημήτρης Γεωργακόπουλος,