Του Θεόδωρου Μιχ.
Παπαγεωργίου΄Αρχοντα
Δικαιοφύλακα της Μ.τ.Χ.Ε.
Για την πολύτιμη συμβολή της ορθόδοξης πίστης στη διαμόρφωση και ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης, δεν είναι πιστεύω τυχαίο ότι μέσα από τις παραδόσεις που μεγάλωσαν και διέπλασαν γενιές και γενιές στο νησί της Ρόδου και όχι μόνο, διασώθηκαν έντονα μεταφερόμενες διδακτικά από γενιά σε γενιά, δύο παρόμοιες ιστορίες, δύο παρόμοια ιστορικά γεγονότα με διαφορετική όμως κατάληξη.
Και τα δύο ιστορικά γεγονότα εξελίχτηκαν στη Ρόδο και αφορούν Έλληνες που άλλαξαν την πίστη τους, πρόδωσαν τα ιδανικά της πατρίδας τους και έφθασαν σε υψηλές θέσεις τις οθωμανικής διοίκησης.
Μάλιστα και τα δύο αυτά ιστορικά περιστατικά αφορούν όχι ροδίτες που αλλαξοπίστησαν, αλλά πρόσωπα που για διαφορετικές αιτίες, λόγους, βρέθηκαν στο νησί από άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου.
Η πρώτη ιστορία είναι του ξακουστού Σουκιούρμπεη. Το κανονικό όνομα του Σουκιούρμπεη ήταν Γεώργιος Μαυρομιχάλης. Γόνος της γνωστής οικογένειας των Μαυρομιχαλαίων της Μάνης και ανιψιός του Πέτρου Μαυρομιχάλη δηλαδή του Πετρόμπεη, του γνωστού οπλαρχηγού στην επανάστασης του 1821.
Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, το 1700, στην τελευταία μάχη των Ορλωφικών, μικρός αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους, έγινε γενίτσαρος και μεγάλωσε στα στρατόπεδα και τα σαράγια της Πόλης. Γρήγορα ξεχώρισε για τις διοικητικές ικανότητές του και με διαρκείς αναβαθμίσεις έφθασε σε υψηλά αξιώματα. ΄Ετσι το 1822 έφθασε να διορισθεί από την Πύλη Διοικητής της Ρόδου και έτσι να μείνει γνωστός στην ιστορία σαν Σουκιούρμπεης.
Ο Σουκιούρμπεης σαν Διοικητής της Ρόδου έμεινε ονομαστός για δύο πράγματα. Από τη μια επειδή ήταν πολύ σκληρός και άγριος στη συμπεριφορά του. Ο λαός μάλιστα τον παρομοίαζε σαν δράκο καθώς η αγριάδα που είχε καθρεφτιζόταν έντονα και στην ολοστρόγγυλη μορφή του προσώπου του, με χαρακτηριστικά τεράστια μουστάκια και φρύδια και πελώρια μάτια.
Από την άλλη όμως ο Σουκιούρμπεης έμεινε επίσης ονομαστός για την άτεγκτη και χωρίς διακρίσεις δικαιοσύνη, που με σκληρότητα απένειμε προς όλους ανεξαιρέτως.
Πολλές φορές μάλιστα ο Σουκιούρμπεης ήταν αυτός ο ίδιος που σαν δήμιος αποκεφαλίζοντας με τη χαντζάρα του εκτελούσε τις σκληρές καταδικαστικές αποφάσεις του, χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν. Ακόμη και αν επρόκειτο για τους στρατιώτες της φρουράς του, με χαρακτηριστική την περίπτωση που αποκεφάλισε στρατιώτη της φρουράς του επειδή παράκουσε τις εντολές του και μεταχειρίστηκε χυδαία σκλαβωμένους κατοίκους του νησιού.
Ο Σιουκούρμπεης ωστόσο παρότι σαν ανώτατος αξιωματούχος της Πύλης υπηρετούσε πιστά την οθωμανική αυτοκρατορία και τους τούρκους, ποτέ δεν είχε ξεχάσει την καταγωγή του. ΄Ετσι μια ημέρα πριν ακόμη να γίνει Διοικητής της Ρόδου, πήγε στον Πύργο των Μαυρομιχαλαίων στο Λιμενί της Μάνης, ντυμένος τούρκος ναύαρχος για να φιλήσει το χέρι και να ζητήσει την ευχή της μάνας του.
Η Μαυρομιχάλαινα όμως, έχοντας ακουστά ότι ο γιος της είχε γίνει γενίτσαρος και είχε για τα καλά τουρκέψει, σαν αυστηρή Σπαρτιάτισσα μάνα και αυτή, όμοια με τις προγονές της που απαιτούσαν από τα αγόρια τους να γυρίσουν από τις μάχες είτε φέρνοντας ως νικητές την ασπίδα τους, είτε να τους μεταφέρουν ένδοξους νεκρούς πάνω στην ασπίδα τους, ούτε καν θέλησε να τον δεχθεί σαν γιο της. ΄Εμεινε σαν βράχος τελείως ασυγκίνητη αν και έβλεπε τον τούρκο ναύαρχο να περιδιαβαίνει με άνεση τους διαδρόμους και τα δωμάτια του Πύργου, ακόμα γνωστά και αποτυπωμένα στο μυαλό του από παιδί.
Ο Σιουκούρμπεης ωστόσο παρότι αποχώρησε ταπεινωμένος και συντετριμμένος από την άρνηση της μητέρας του να τον δεχτεί, δεν μετανόησε. Παρέμεινε να υπηρετεί φανατικά και χωρίς δισταγμούς την Πύλη και συνέχισε να προάγεται σε ανώτατους βαθμούς. Ασφαλώς όμως απόλυτα πια ψυχικά ταπεινωμένος και δυστυχής, αφού μόνο ένας δυστυχισμένος θα εκδηλωνόταν στην καθημερινότητά του με τόση βαρβαρότητα και θα εκτόνωνε τα συμπλέγματά του με ένα τέτοιο σκληρό πρόσωπο σε ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή του.
Η δεύτερη ιστορία είναι του Κωνσταντίνου Δημαρά. Ή καλύτερα, έτσι όπως έμεινε γνωστός, του Νεομάρτυρα Κωνσταντίνου του Υδραίου.
Ο Κωνσταντίνος Δημαράς, γεννήθηκε στην ΄Υδρα και το 1792 σε ηλικία 16 ετών ήλθε στη Ρόδο για να εργαστεί. Φιλότιμος και ευφυής όπως ήταν, διακρίθηκε και γρήγορα βρέθηκε να υπηρετεί στην αυλή του Χασάμπεη Πασά ή αλλιώς του Χασάν Καπιτάν, όπως ονομαζόταν ο τότε τούρκος Διοικητής της Ρόδου. Αυτός όμως για να διατηρήσει τον Κωνσταντίνο στην αυλή του και να τον κάνει έμπιστό του, αποφάσισε άγουρο έφηβο ακόμη, ουσιαστικά με τη βία να τον εξισλαμίσει. Κατά τη διάρκεια λοιπόν μιας νυχτερινής διασκέδασης φώναξαν τον Χότζα και του επέβαλαν το σουνέτι, τη γνωστή θρησκευτική τελετή του ισλάμ. Αμέσως μετά του έβαλαν ένα άσπρο σαρίκι στο κεφάλι, τον έντυσαν ακριβά σαν Αγά και τον ονόμασαν και παρέμεινε πια ο έμπιστος Χασάν της αυλής του Χασάμπεη Πασά.
Κάποια μέρα όμως και ο Χασάν, όπως ακριβώς και ο Σιουκούρμπεης, ντυμένος ακριβά σαν τούρκος αξιωματούχος, πήγε στην ΄Υδρα να επισκεφτεί τη μάνα του και να προσφέρει πλούσια πεσκέσια.
Μόλις όμως η μητέρα του κατάλαβε ότι ο τούρκος που πλουσιοντυμένος σαν αγάς έμπαινε στο σπίτι, δεν ήταν άλλος παρά ο ξενιτεμένος γιός της και ακούγοντας και το σούσουρο των αποδοκιμασιών του κόσμου από τα γειτονικά σοκάκια, αμέσως και χωρίς δεύτερη κουβέντα τον έδιωξε και αυτή από το σπίτι.
Ωστόσο, αντίθετα από τον Σιουκούρμπεη, ο Κωνσταντής συνταράχτηκε βαθειά στην ψυχή του και συνταράχτηκε μάλιστα τόσο πολύ από τον τρόπο που έφτασε να τον αντιμετωπίσει η ίδια η μάνα του, που αμέσως μετανόησε πικρά για την πράξη του να δεχθεί να αλλαξοπιστήσει προδίδοντας πατρίδα και θρησκεία.
Γυρνώντας λοιπόν στη Ρόδο συντετριμμένος, μόλις αποβιβάστηκε από το καράβι στο λιμάνι δεν πήγε στο σαράι του Πασά που διέμενε, αλλά κατευθείαν πήγε να εξομολογηθεί σε ορθόδοξο ιερέα, στον πνευματικό που είχε και εμπιστευόταν πριν ακόμη να εξισλαμιστεί. Τότε ο πνευματικός του, βλέποντας τα ειλικρινή δάκρυά του και τη μετάνοια του νεαρού Κωνσταντή, τον συγχώρησε και ταυτόχρονα τον συμβούλεψε να φύγει αμέσως από τη Ρόδο και να πάει να ζήσει σε ένα άλλο μέρος. Να αποκοπεί τελείως από το περιβάλλον που ζούσε, ό,τι πλούτη και τιμές και αν αυτό του χάριζε, και να αφοσιωθεί στον Θεό και στην Εκκλησία.
Ο Κωνσταντής πράγματι τον άκουσε και έφυγε κρυφά από τη Ρόδο. Αρχικά πήγε στην Κριμαία όπου σαν χριστιανός πλέον έζησε εκεί τρία ολόκληρα χρόνια. Όμως η ψυχή του δεν ησύχαζε και αναζητούσε διαρκώς εξιλέωση. Από την Κριμαία βρέθηκε λοιπόν στην Πόλη, επισκέφθηκε τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ και αυτός τον παρότρυνε και έγινε Μοναχός στη Μονή Ιβήρων στο Αγιο Όρος.
Όμως και πάλι η ψυχή του Κωνσταντή δεν ησύχαζε και παρόλο ότι γνώριζε τι τον περίμενε, επιζητώντας το λυτρωτικό μαρτύριο επέστρεψε στη Ρόδο για να γνωστοποιήσει σε όλο το νησί τη μετάνοιά του και όχι μόνο. Με το ράσο και το καλυμμαύκι του Μοναχού, παρουσιάστηκε μπροστά στον ίδιο στον Χασάμπεη Πασά για να του επιστρέψει όλα τα αξιώματα και τα πολυτελή τούρκικα ενδύματα που του είχε δώσει.
Ομως, όπως ήταν αναμενόμενο, ο Χασάμπεης Πασάς αγρίεψε και διέταξε να συλλάβουν τον Κωνσταντή και να τον πετάξουν στα μπουντρούμια, που ήταν στο σημερινό Καστέλλο. Εκεί επί πέντε ολόκληρους μήνες ο Κωνσταντής βασανίστηκε με φρικτά μαρτύρια, μήπως και υποκύψει και αλλαξοπιστήσει ξανά.
Ομως πλέον ο Κωνσταντής είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος. Και όχι μόνο δεν υπέκυπτε αλλά η ψυχή του καθημερινά και γιγαντωνόταν και πιο πολύ. Το κορυφαίο όμως ήταν ότι ήδη όλος ο ορθόδοξος πληθυσμός του σκλαβωμένου νησιού της Ρόδου και των γύρω νησιών που είχαν διαδοθεί όλα αυτά, παρακολουθούσε στενά τα διαδραματιζόμενα, φτάνοντας στο σημείο ακόμη εν ζωή να ηρωοποιήσει και αγιοποιήσει τον Κωνσταντή για το σθένος και την πίστη του.
Τελικά ο Χασάμπεης Πασάς φτάνοντας σε απόγνωση και μη γνωρίζοντας πώς αλλιώς να διαχειριστεί το ζήτημα, στις 14 Νοεμβρίου του 1800 διέταξε και κρέμασαν τον Κωνσταντή σε μια μεγάλη μουριά που ήταν κοντά στην παραλία της Ακαντιάς, στη θέση που είναι το σημερινό παλιό εργοστάσιο της ΔΕΗ.
Αντίθετα όμως με τις επιδιώξεις Πασά και πάλι η είδηση του φρικτού, με απαγχονισμό θανάτου του Κωνσταντή, δεν έκλεισε τον κύκλο των κοινωνικών αντιδράσεων, αλλά συντάραξε ακόμη πιο πολύ τη θρησκευόμενη βαθειά κοινωνία ολόκληρου του νησιού.
Καθώς μάλιστα η όλη στάση ζωής του Κωνσταντή αποτέλεσε φωτεινό παράδειγμα ηρωϊσμού και αγιοσύνης, ο τότε Μητροπολίτης Ρόδου Αγάπιος εκφράζοντας θαραλλέα και αποφασιστικά τα αισθήματα της κοινωνίας, απαίτησε αποφασιστικά και υπό την απειλή εξέγερσης του κόσμου, έλαβε από τον Πασά τη σορό του Κωνσταντή για να ταφεί με τις τιμές που άρμοζε.
Μεγάλο πλήθος σκλαβωμένων ελληνορθόδοξων κατοίκων από όλο το νησί, με επικεφαλής του Ιερείς τους, έσπευσαν να τιμήσουν τον νεκρό και να τον συνοδεύσουν στην τελευταία κατοικία του. Τρία χρόνια αργότερα, ήλθε στη Ρόδο και παρέλαβε τα λείψανά του η ίδια η μητέρα του και τα μετέφερε στην Υδρα, αφήνοντας μόνο την τίμια κάρα και την ωλένη του χεριού σε αργυρή λειψανοθήκη στον ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου στο Νιοχώρι, παραμένοντας μέχρι το 1992 που μεταφέρθηκε τιμητικά και η τιμία κάρα του στη γενέτειρά του την ΄Υδρα.
Το έτος 1952, λίγο μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στον εθνικό κορμό, με ενέργειες του τότε Μητροπολίτη Ρόδου Σπυρίδωνα προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και σύμφωνα με απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Άγιος-Νεομάρτυρας Κωνσταντίνος ο Υδραίος, ανακηρύχτηκε Προστάτης και Πολιούχος Άγιος της Ρόδου, στη θέση του μέχρι τότε Αγίου Φανουρίου, και έκτοτε πανηγυρικά γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 14 Νοεμβρίου, διδάσκοντας πάντα τις αρετές και τις αξίες της Χριστιανοσύνης και του Ελληνισμού.