του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Κω
Στις 15 Νοεμβρίου 1922 και ώρα 11:26 π.μ. εκτελέστηκαν, ύστερα από μια δίκη παρωδία, ο μέχρι τότε Πρωθυπουργός της χώρας, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, ο Δημήτριος Γούναρης, τέως Πρωθυπουργός και υπουργός δικαιοσύνης, ο Νικόλαος Στράτος, τέως Πρωθυπουργός και Υπουργός εσωτερικών, ο Νικόλαος Θεοτόκης, τέως Υπουργός Στρατιωτικών, ο Γεώργιος Μπαλτατζής τέως Υπουργός εξωτερικών και ο Γεώργιος Χατζανέστης τέως αρχηγός Στρατιάς Μικράς Ασίας. Εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, τρεις πρώην Πρωθυπουργοί, δύο Υπουργοί και ένας Αρχιστράτηγος.
Έκτοτε, γράφτηκαν πολλά βιβλία για την πολύκροτη αυτή δίκη. Πολλοί ιστορικοί ασχολήθηκαν με το θέμα αυτό της σύγχρονης ιστορίας μας, εξαιτίας των στοιχείων τραγικότητας που αυτή παρουσιάζει.
Στην Κω και στα πλαίσια του θεσμού των Ιπποκρατείων του Δήμου Κω, παρουσιάστηκε το βιβλίο του συμπατριώτη μας Τίμου Κουτσουράδη, με τίτλο «ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΩΝ ΕΞΙ». Το βιβλίο αυτό επιχειρεί μια ιστορική προσέγγιση της δίκης των έξι, των γεγονότων που εκτυλίχθηκαν στην ακροαματική διαδικασία και την τραγικότητα του χρονικού διαστήματος, από την έκδοση της απόφασης έως την εκτέλεση. Ο συμπατριώτης μας προσεγγίζει το θέμα αξιοζήλευτα. Εμπλουτίζει την γνώση μας για το γεγονός, παραθέτοντας μοναδικές στιχομυθίες των πρωταγωνιστών αυτής της δίκης, δοθέντος ότι δεν σώζονται τα πρακτικά της. Πρόκειται για μια εξαιρετική προσπάθεια για την οποία είναι άξιος επαίνου από όλους μας και περισσότερο από εμένα προσωπικά, ως προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Κω, αφού το θέμα που πραγματεύεται, έχει έντονη νομική υφή.
Με αφορμή λοιπόν την συμπλήρωση 100 χρόνων από την εκτέλεση, θα ήθελα να σταθώ στο γεγονός της δίκης των έξι, υπό το πρίσμα του θεσμού της αναθεώρησης των ποινικών δικών. Έναν αιώνα μετά την δίκη αυτή, η Ελληνική πολιτεία, ξαναδίκασε τους εκτελεσθέντες και τους δικαίωσε. Αξίζει λοιπόν να αναδειχθεί αυτός ο εξαιρετικός θεσμός της επανάληψης της διαδικασίας στην ποινική δίκη, ως μια σημαντική κατάκτηση της δημοκρατικής πολιτείας. Μια σπάνια στην πράξη νομική διαδικασία,
όπου ο κατηγορούμενος που αδικήθηκε μπορεί να επιτύχει την δικαίωσή του, μέσα από την αναβίωση της δίκης του, όσα χρόνια και αν έχουν περάσει. Πρόκειται για μια μεγαλειώδη έκφραση δικαιϊκής τελειότητας.
Η αναμόχλευση της δίκης των έξι, ξεκινά στις αρχές του έτους 2008, όταν ο εγγονός του εκτελεσθέντος Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, κατέθεσε αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας εκείνης της δίκης. Της δίκης που περατώθηκε με την από 15-11-1922 αμετάκλητη απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου και με την οποία καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν άδικα έξι άνθρωποι, πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής και στρατιωτικής ηγεσίας. Θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για την μικρασιατική καταστροφή του 1922 και κατηγορήθηκαν ότι τέλεσαν το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας σε βάρος της Χώρας.
Το δικαστήριο που τους δίκασε, συγκροτήθηκε με διάταγμα Επαναστατικής Επιτροπής κατά παράβαση του τότε ισχύοντος νομικού πλαισίου. Συγκροτήθηκε με διάταγμα των κινηματιών του 1922, ένα έκτακτο Στρατοδικείο, που συρρίκνωσε ανεπίτρεπτα τα υπερασπιστικά δικαιώματα των κατηγορουμένων, αποκλείοντας, ακόμη και το δικαίωμα της έφεσης κατά της καταδικαστικής αποφάσεως. Παρά τις όποιες αντίθετες, ψύχραιμες φωνές για εφαρμογή των υφιστάμενων τότε κανόνων δικαίου, επικράτησαν σκοπιμότητες, σε πολύ ακραίες καταστάσεις οργής, εξαιτίας της ήττας που υπέστησαν τα Ελληνικά στρατεύματα στην Μικρά Ασία και την καταστροφή που ακολούθησε.
Έτσι η δίκη των έξι επαναλαμβάνεται 88 χρόνια μετά. Ο Ελληνικός νόμος πιστός στις δημοκρατικές του καταβολές, προβλέπει την αναβίωση μιας δίκης, όσα χρόνια και αν έχουν περάσει, θέτοντας μόνο μία ουσιαστική προϋπόθεση. Να υπάρχει ένα νέο στοιχείο. Ένα γεγονός, το οποίο να μην ήταν γνωστό στους τότε δικαστές.
H δίκη λοιπόν των έξι ξαναγίνεται. Τα νέα στοιχεία, τα οποία εισφέρθηκαν στην διαδικασία από τους παράγοντες της νέας δίκης, ήταν ικανά, κατά την άποψη των Αρεοπαγιτών, να στηρίξουν την αίτηση επανάληψης της διαδικασίας. Κρίθηκε ότι οι δηλώσεις των πολιτικών αρχηγών και κυρίως του μετέπειτα Πρωθυπουργού της Χώρας, Ελευθερίου Βενιζέλου, κατά τα έτη 1929 – 1932, αποτελούν γεγονότα που μπορούν να στηρίξουν βάσιμα την επανάληψη της διαδικασίας. Αξίζει να παρατεθεί στο σημείο αυτό, μικρό χορείο της αποφάσεως του Αρείου Πάγου: «…αποκαλύφθηκαν μετά την οριστική καταδίκη του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη και των συγκατηγορουμένων του, νέα, άγνωστα στους δικαστές του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών που τους καταδίκασαν, γεγονότα και αποδείξεις, τα οποία, σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί στο εν λόγω Δικαστήριο, καθιστούν φανερό ότι οι ανωτέρω καταδικασθέντες (παππούς του αιτούντος και συγκατηγορούμενοί του) ήταν αθώοι των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων. Ο μεγάλος πολιτικός αντίπαλος των καταδικασθέντων και εκτελεσθέντων πολιτικών, Ελευθέριος Βενιζέλος, κυρίαρχη πολιτική προσωπικότητα στον Ελλαδικό χώρο, από το έτος 1909
μέχρι τον θάνατό του, με διεθνή ακτινοβολία και αναγνώριση, κατά την επάνοδό του στην ελληνική πολιτική σκηνή και κατά την πρωθυπουργία του, τα έτη 1929-1932, έχοντας πλέον, ενόψει των ανωτέρω, ακριβή και πλήρη γνώση των γεγονότων και των συνθηκών της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922, προέβη στις προαναφερθείσες αποκαλυπτικές δηλώσεις και διαπιστώσεις, βασιζόμενες σε αντικειμενική γνώση των διαδραματισθέντων το θέρος του 1922 γεγονότων στο Μικρασιατικό μέτωπο, η ύπαρξη των οποίων, αν ήταν γνωστή στο καταδικάσαν άνω Δικαστήριο, δεν θα ήγετο στην έκδοση καταδικαστικής αποφάσεως.».
Σήμερα λοιπόν βρισκόμαστε ενώπιον μιας οιονεί αθωωτικής αποφάσεως ύστερα από αναμόχλευση της υποθέσεως. Ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθμ. 1675/2010 απόφασή του, έστω και με πλειοψηφία (3-2), ακύρωσε την από 15-11-1922 απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών και έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη των καταδικασθέντων για εσχάτη προδοσία. Ογδόντα οκτώ χρόνια μετά την εκτέλεση, η δικαιοσύνη πρυτανεύει. Οι εκτελεσθέντες κρίθηκαν ουσιαστικά αθώοι, αφού έπαψε η σε βάρος τους, ποινική δίωξη της Ελληνικής πολιτείας.
Άσχετα λοιπόν από το γεγονός ότι έχουν εκτελεσθεί, η ελληνική δημοκρατία απέδειξε ότι έχει τα μέσα να επανορθώσει. Έκανε το χρέος της. Τουλάχιστον όσο αφορά την αποκατάσταση της μνήμης αυτών των ανθρώπων. Δεν ήταν προδότες της πατρίδας. Ακόμη και αν τους βάρυναν πολιτικές ευθύνες, ή ευθύνες στρατιωτικής τακτικής, δεν ήταν προδότες.
Για κάποιους ιστορικούς, η δίκη των έξι ήταν αναγκαία πολιτική πράξη. Την θεώρηση αυτή ο νομικός κόσμος δεν την υιοθετεί. Αντίθετα θεωρεί ότι η δίκη αυτή αποτελεί μελανό σημείο στα δικαστικά πράγματα του τόπου μας.
Σήμερα, ανατρέχοντας με νηφαλιότητα στην ιστορία μας, οφείλουμε να συμπορευθούμε με την σημαντική αυτή απόφαση του Αρείου Πάγου. Ο νομικός κόσμος οφείλει μέσα από την περιχαράκωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της δίκης των έξι, να αναδείξει την δημοκρατική εκτροπή, ώστε να την εμποδίσει να ξανασυμβεί. Οφείλει να καταδείξει ότι κάθε δίκη, όσο μικρή ή μεγάλη και αν είναι, είναι μια δοκιμασία των αντοχών της δημοκρατίας μας. Είναι μια δοκιμασία των λειτουργών της δικαιοσύνης. Μια βάσανος για όλους τους συμμετέχοντες. Τους δικαστές, τους δικηγόρους, τους κατήγορους και τους κατηγορούμενους. Μια δοκιμασία κυρίως για τους δικαστές. Αυτοί έχουν την αποφασιστική αρμοδιότητα. Στα χέρια τους, εκείνη την δύσκολη ώρα, βρίσκεται η τύχη της ίδιας της δημοκρατίας μας. Με άλλα λόγια, κρίμα που στην δίκη των έξι, δεν υπήρξαν δικαστές αντίστοιχου διαμετρήματος, με αυτούς της δίκης του Κολοκοτρώνη. Κρίμα για την πατρίδα μας, που στην δίκη των έξι, το δικαστικό σώμα δεν εκπροσωπήθηκε από πραγματικούς δικαστές. Οφείλει λοιπόν ο νομικός κόσμος, παντελώς ανεπιφύλακτα να αποφανθεί ότι η δίκη των έξι, δεν ήταν μια δίκαιη δίκη. Το κατηγορητήριο στήθηκε από τους πολιτικούς αντιπάλους των κατηγορουμένων, σε μια εποχή όπου ο Ελληνισμός έψαχνε εξιλαστήρια θύματα. Όμως, σε ένα κράτος δικαίου, αυτό δεν
επιτρέπεται. Είναι αυτό ακριβώς που απαγορεύεται. Επιβάλλεται να υπάρχουν θεσμικές εγγυήσεις, ώστε να εμποδίζονται τέτοιες παρεκτροπές.
Με αφορμή λοιπόν αυτήν την δίκη, ας αναλογιστούμε τις κατακτήσεις της δημοκρατίας μας. Ας αναλογιστούμε την θεμελιώδη έννοια της διάκρισης των εξουσιών και την σημαντικότητα του θεσμού της δίκαιης δίκης, με τις αναγκαίες εκβλαστήσεις της. Την ανεξαρτησία των δικαστών, την λειτουργία του τεκμηρίου αθωότητας, το δικαίωμα στην άσκηση ένδικων μέσων κ.α. Η επανάληψη της δίκης των έξι, έδειξε με τον πλέον παραδειγματικό τρόπο, ότι η δημοκρατία παύει να είναι ευχολόγημα και παίρνει ουσιαστικό περιεχόμενο, από τον βαθμό κατοχύρωσης των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στον νόμο και την αναγνώρισή τους μέσα στις δικαστικές αίθουσες. Η επανάληψη της δίκης των έξι, έδειξε ότι κάθε φορά που οι δικαστικές αποφάσεις δεν εναρμονίζονται με τις αρχές του κράτους δικαίου, είναι καταδικασμένες να παραμένουν ελλειμματικές. Και ως τέτοιες, πάντα θα περιμένουν την ανατροπή τους.
Το συμπέρασμα λοιπόν βέβαιο. Η Ελληνική πολιτεία, όσες φορές παρέκκλινε από τις δημοκρατικές σταθερές της, υπέπεσε σε σφάλματα. Διέπραξε αδικήματα. Πολύ σοβαρότερα από αυτά που κλήθηκε να κρίνει.
Σήμερα, οφείλουμε στην μνήμη αυτών των ανθρώπων, να υπερασπιστούμε την Δημοκρατία. Οφείλουμε υπερασπιζόμενοι το κράτος δικαίου, να υμνήσουμε το υπέροχο δικαιϊκό μας σύστημα, που αναπτύσσοντας εξαιρετικά θεσμικά αντίβαρα, επέτρεψε, έστω και έναν αιώνα μετά, την δικαίωση.
Κως 11 Νοεμβρίου 2022
Ο Πρόεδρος του Δικ. Συλλόγου Κω
Μανώλης Χατζηάμαλλος