Στην εξελισσόμενη κρίση στο Ισραήλ, στην Ουκρανία, στην ελληνική οικονομία, στα ελληνοτουρκικά, στο μεταναστευτικό και στις διμερείς σχέσεις με τη Γερμανία αναφέρθηκαν, κατά την κοινή τους συνέντευξη Τύπου, οι ηγέτες Γερμανίας και Ελλάδας, καγκελάριος Σολτς και Κυριάκος Μητσοτάκης.
Οπως ανέφερε ο Ελληνας πρωθυπουργός, η συνάντηση επιβεβαίωσε «τους διαχρονικούς δεσμούς Ελλάδας και Γερμανίας, αλλά και τις εξαιρετικές σχέσεις μας. Σχέσεις οι οποίες ισχυροποιούνται μέσα από τις διακυμάνσεις των κοινών προκλήσεων τις οποίες αντιμετωπίζουν οι δύο χώρες μας».
«Είμαστε εταίροι στην Ευρωπαϊκή Ενωση, είμαστε σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ, είμαστε συνοδοιπόροι στον δρόμο της ενίσχυσης της δημοκρατίας. Μοιραζόμαστε τις ίδιες αξίες, επιδιώκοντας τους ίδιους στόχους για ένα καλύτερο μέλλον», πρόσθεσε.
Τόνισε ότι η Ελλάδα προχωρά σε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της καθώς, «από “μαύρο πρόβατο” στα χρόνια της κρίσης, διαθέτει πλέον μία από τις πιο σταθερές οικονομίες στην ευρωζώνη. Προσελκύει περισσότερες επενδύσεις από ποτέ. Αυξάνει τις εξαγωγές, τη βιομηχανική παραγωγή. Παράλληλα, στηρίζει το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, ακολουθώντας μία συνετή πολιτική, που μας επιτρέπει να επιτυγχάνουμε διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα», συμπλήρωσε ο πρωθυπουργός.
«Να κάνουμε βήμα πρόοδου με τον πρόεδρο Ερντογάν»
Αναφορικά με την κατάσταση στη Μέση Ανατολή, ο κ. Μητσοτάκης επανέλαβε ότι η Αθήνα αναγνωρίζει το νόμιμο δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα και ότι αυτό πρέπει να γίνεται εντός των ορίων του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, ενώ επαναβεβαίωσε για την ετοιμότητα της χώρας μας να διαδραματίσει ρόλο για την μεταφορά ανθρωπιστικής βοήθειας.
Σημείωσε εκ νέου ότι «η Χαμάς είναι τρομοκρατική οργάνωση και καταδικάζουμε τις πράξεις της. Το γεγονός, όμως, πως διαφωνούμε με τον πρόεδρο Ερντογάν για τη Χαμάς δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να τον υποδεχθούμε για να κάνουμε ένα βήμα πρόοδου στην ελληνοτουρκική προσέγγιση, που έχει δώσει μέχρι στιγμής κάποια καλά αποτελέσματα με βάση το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της θάλασσας. Και αυτό θα προσπαθήσουμε να κεφαλαιοποιήσουμε στην επίσκεψη Ερντογάν στις 7 Δεκεμβρίου».
Αναφερόμενος στο Κυπριακό, ο Ελληνας πρωθυπουργός τόνισε πως κοινός στόχος είναι οι επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων στη βάση των προτάσεων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
«1η θέση στην ταχύτερη μείωση του δημοσίου χρέους, παγκοσμίως»
Ως προς την ελληνική οικονομία, ο κ. Μητσοτάκης τόνισε πως «η χώρα γράφει πλέον ένα νέο κεφάλαιο στην Ιστορία της. Η πατρίδα μου διαθέτει πλέον μια από τις πιο ισχυρές οικονομίες στην Ευρώπη, στηρίζει διαθέσιμο εισόδημα πολιτών. Αναμένεται να καταρρίψουμε ρεκόρ επισκεπτών, το δημόσιο χρέος συνεχίζει να συρρικώνεται, η Ελλάδα έχει την 1η θέση στην ταχύτερη μείωση του δημοσίου χρέους, παγκοσμίως. Ακλόνητος ο προσανατολισμός μας στις μεταρρυθμίσεις και πολιτική σταθερότητα», προσθέτοντας πως οι γερμανικές επιχειρήσεις πρωτεύουν μεταξύ των ξένων επιχειρήσεων στην Ελλάδα.
«Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Γερμανία είναι ο δεύτερος βασικός προμηθευτής, ενώ ταυτόχρονα ο τρίτος μεγαλύτερος πελάτης των ελληνικών προϊόντων. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι θα είναι και η τιμώμενη χώρα στην επόμενη Διεθνή Εκθεση της Θεσσαλονίκης, στην οποία είχα την ευκαιρία να προσκαλέσω προσωπικά και τον Καγκελάριο Σολτς. Οπως κοινός είναι και ο βηματισμός μας στην πράσινη μετάβαση, με ίσως πιο εμβληματικό σύμβολο της ελληνογερμανικής συνεργασίας το project της Αστυπάλαιας. Το πράσινο νησί το οποίο ονομάστηκε και “πεταλούδα του Αιγαίου”», πρόσθεσε.
Μεταναστευτικό: «Δυναμικό σχέδιο με διπλή κατεύθυνση»
Αναφορικά με το μεταναστευτικό, ο πρωθυπουργός σημείωσε πως με την κρίση στη Μέση Ανατολή να εξελίσσεται, «είναι πολύ πιθανόν κράτη της πρώτης γραμμής, όπως η Ελλάδα, να αντιμετωπίσουν νέες ισχυρές πιέσεις στα σύνορά τους», ζητώντας παράλληλα εντονότερη και πολύπλευρη αρωγή από την Ευρώπη.
«Η χώρα μας εφαρμόζει μια αυστηρή αλλά δίκαιη μεταναστευτική πολιτική που έχει αποδώσει καρπούς, επιθυμούμε να λύσουμε το θέμα των δευτερογενών ροών σε πνεύμα καλής συνεργασίας με την Γερμανία, θα εξακολουθούμε να συνεργαζόμαστε σε αυτό με τον καγκελάριο Σολτς καθώς αντιλαμβάνομαι πως είναι ένα ζήτημα που δημιουργεί πρόβλημα στη Γερμανία», ανέφερε μεταξύ άλλων.
«Το νέο ευρωπαϊκό σύμφωνο μετανάστευσης και ασύλου πρέπει να ολοκληρωθεί σύντομα στη βάση της αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής ευθυνών μεταξύ κρατών-μελών», είπε ο κ. Μητσοτάκης. «Χρειαζόμαστε ένα δυναμικό σχέδιο με διπλή κατεύθυνση, αφενός την αποτροπή των παράνομων
διελεύσεων και αφετέρου τη διαχείριση των νόμιμων ροών».
Επικαλούμενος, δε, μια γερμανική παροιμία, ο πρωθυπουργός διεμήνυσε πως «ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται και είμαι σίγουρος ότι οι δύο χώρες θα επιδιώξουμε πιο στενή συνεργασία».
«Ταχεία ολοκλήρωση» του ευρωπαϊκού συμφώνου μετανάστευσης
Από την πλευρά του, ο κ. Σολτς επανέλαβε τη θέση του Βερολίνου ότι «το Ισραήλ έχει το δικαίωμα – και την υποχρέωση– στην αυτοάμυνα, στο πλαίσιο πάντα του διεθνούς δικαίου», τασσόμενος υπέρ των «ανθρωπιστικών παύσεων» των εχθροπραξιών, οι οποίες θα επιτρέψουν την πρόσβαση της ανθρωπιστικής βοήθειας στη Λωρίδα της Γάζας. Υπενθύμισε τις θηριωδίες της Χαμάς, ζήτησε άμεση και άνευ όρων απελευθέρωση των ομήρων και τόνισε ότι παραμένει υπέρ της λύσης των δύο κρατών στην περιοχή. Χαρακτήρισε, δε, τις αιτιάσεις της Τουρκίας και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατά του Ισραήλ «παράλογες».
Ο καγκελάριος της Γερμανίας τόνισε πως ένα σημαντικό σημείο της διμερούς συνεργασίας έχει να κάνει με το ζητημα της μετανάστευσης. «Η Ελλάδα βρίσκεται στα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε. και οι παράτυπες αφίξεις αυξήθηκαν σημαντικά φέτος, αλλά και η Γερμανία αντιμετωπίζει μεγάλες
προκλήσεις. Αυτό καθιστά το γεγονός ότι θα πρέπει να βρούμε κοινές λύσεις τόσο σε διμερές όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο», ανέφερε.
Ζήτησε, δε, ταχεία ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης της ευρωπαϊκής νομοθεσίας ασύλου και έκανε λόγο για την ανάγκη διμερών και ευρωπαϊκών λύσεων προκειμένου να αντιμετωπιστεί η δευτερογενής μετανάστευση προς τη Γερμανία.
Αναφερόμενος στην Ουκρανία επισήμανε ότι συμφώνησαν με τον κ. Μητσοτάκη για τη συνέχιση της στήριξης της άμυνας της χώρας, κάνοντας λόγο για θηριώδη πόλεμο, ενώ επισήμανε ότι η Γερμανία στηρίζει τη διεύρυνση της Ε.Ε., υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι οι ενδιαφερόμενες χώρες ολοκληρώνουν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.
Πηγή kathimerini.gr