Ο Αντιπρόεδρος της Βουλής και Βουλευτής Δωδεκανήσου Δημήτρης Κρεμαστινός μίλησε στην Ολομέλεια, κατά τη συζήτηση του Κρατικού Προϋπολογισμού του έτους 2018. Κατά την ομιλία του ο Δημήτρης Κρεμαστινός ανέλυσε γιατί η συνολική αδυναμία του πολιτικού συστήματος δικαιώνει τους πολίτες που νιώθουν ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά. Η έλλειψη συνεννόησης και η εστίαση σε συντεχνιακό επίπεδο αποσπούν την προσοχή από τη μόνη λύση, την ανάπτυξη, τόνισε. Όπως είπε χαρακτηριστικά «το πρόβλημα δεν είναι ο απόλυτος αριθμός τους χρέους. Το πρόβλημα είναι η εμπιστοσύνη των αγορών, η εμπιστοσύνη των επενδυτών. Και με όλα αυτά τα στοιχεία δεν κατοχυρώνεται η εμπιστοσύνη». Μόνη λύση, για να μπορέσει να υπάρξει προϋπολογισμός που δεν θα αυξάνει τη φορολογία και θα κόβει τις συντάξεις, είναι κατά τον Δημήτρη Κρεμαστινό να γίνει Κυβέρνηση που θα εφαρμόσει ένα ενιαίο πρόγραμμα ανάπτυξης που θα ανακτήσει την αξιοπιστία και τη σοβαρότητα της χώρας, εντός και εκτός συνόρων.
Αναλυτικά, η ομιλία του ήταν η εξής:
«ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΡΕΜΑΣΤΙΝΟΣ (Ε΄ Αντιπρόεδρος της Βουλής):Ο κόσμος όλα αυτά τα χρόνια, που τα ονομάζει «μνημονιακά χρόνια», ελπίζει ότι ο επόμενος προϋπολογισμός θα είναι καλύτερος από αυτόν που ζει, δηλαδή από τον προηγούμενο. Και διαψεύδεται. Τελευταία του ελπίδα, λοιπόν, είναι ότι ο επόμενος, επειδή θα ονομαστεί «μεταμνημονιακός», θα είναι καλύτερος. Είναι η τελευταία του ελπίδα, γιατί με δεδομένες τις αδυναμίες του πολιτικού συστήματος, όπου δεν μπορούν τα κόμματα -ακόμα και αυτά που λέγονται κόμματα του ευρωπαϊκού τόξου- να συνεννοηθούν μεταξύ τους για το ποια θα είναι η ενιαία γραμμή εξόδου από το αδιέξοδο, με δεδομένο ότι η δικαιοσύνη σήμερα δίνει την εντύπωση ότι ενδιαφέρεται για τον εαυτό της πρώτιστα και δευτερευόντως για όλους τους άλλους -θέματα μισθολογικά, θέματα «πόθεν έσχες»- με δεδομένο ότι τα ΜΜΕ καταγγέλλονται ότι πρωτίστως ενδιαφέρονται για τα συμφέροντα των ιδιοκτητών τους και λιγότερο για όλα τα άλλα προβλήματα, αντιλαμβάνεστε πως ο κόσμος πιστεύει ότι τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά και ότι η χώρα αντιμετωπίζει αδιέξοδο.
Μήπως έχει δίκιο; Και γιατί το λέω αυτό; Διερωτηθήκαμε ποτέ γιατί το 2010 οι αγορές έπαψαν να εμπιστεύονται την Ελλάδα και να τη δανειοδοτούν, η οποία -αν δεν κάνω λάθος- είχε 320 δισεκατομμύρια ευρώ χρέος, ενώ η Ιταλία την ίδια εποχή είχε εξαπλάσιο χρέος -περίπου 2,5 τρισεκατομμύρια ευρώ- η δε Αμερική πολλαπλάσιο χρέος -πλησιάζει τα 20 τρισεκατομμύρια ευρώ- και η Ιαπωνία το ίδιο; Διανοήθηκε ποτέ κανένας να κόψει τη δανειοδότηση αυτών των χωρών; Διερωτηθήκαμε; Αυτό συνέβη, διότι, δυστυχώς, από τη χώρα μας δεν ήλπιζε κανένας τίποτα. Η παραγωγή ήταν μηδενική, είχαμε πολύ περιορισμένες εξαγωγές και ουσιαστικά ζούσαμε από τα δανεικά.
Είπαμε, λοιπόν, ότι έχουμε 320 δισεκατομμύρια ευρώ χρέος και σταματάμε μέχρις εδώ. Και άρχισε το μεγάλο πρόβλημα των μνημονίων, μνημόνια τα οποία το κάθε κόμμα ή ο κάθε Πρωθυπουργός υποσχόταν ότι θα τα ξεπεράσει με το δικό του σχέδιο. Και, βεβαίως, η απογοήτευση ήταν μεγάλη όταν ερχόταν στην εξουσία και το σχέδιό του για έξοδο από τα μνημόνια -τουλάχιστον αυτό που είχε υποσχεθεί στον κόσμο- δεν απέδιδε.
Και σήμερα πού βρισκόμαστε; Έχουμε ακόμα capital controls, παρότι οι πρώτοι Υπουργοί ανά εξάμηνο έλεγαν ότι θα αρθούν. Τώρα δεν γνωρίζουν πότε θα αρθούν. Ξέρετε καμία χώρα να ευημερεί, να έχει ανάπτυξη με capital controls; Εγώ, τουλάχιστον, δεν ξέω καμία χώρα. Πώς θα εμπιστευθούν οι επενδυτές να φέρουν τα λεφτά τους, όταν τους λέμε ότι δεν θα τα κρατήσουμε -δηλαδή θα τα μπλοκάρουμε, όπως συνέβη και με τα προηγούμενα- αφού υπάρχει ήδη το μπλοκάρισμα των προηγουμένων; Θα φέρει ο άλλος εύκολα τα λεφτά του εδώ και δεν θα τα πάει σε μια ασφαλέστερη αγορά;
Αυτά είναι προβλήματα τα οποία δεν ξεπερνιούνται εύκολα. Δεν υπάρχει παραγωγή, δεν υπάρχουν ουσιαστικές εξαγωγές, αλλά το χειρότερο είναι ότι δεν υπάρχει και προοπτική. Διότι η προοπτική δεν είναι ότι ενδεχομένως θα αναδιαρθρωθεί το χρέος. Εντάξει, θα αναδιαρθρωθεί το χρέος. Το πρόβλημα δεν είναι ο απόλυτος αριθμός τους χρέους. Το πρόβλημα είναι η εμπιστοσύνη των αγορών, η εμπιστοσύνη των επενδυτών. Και με όλα αυτά τα στοιχεία δεν κατοχυρώνεται η εμπιστοσύνη.
Όταν ήμουν Πρόεδρος της Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων και ρώτησα τον Όλι Ρεν που ήταν τότε υπεύθυνος για την οικονομία και την ευρωπαϊκή συναλλαγματική πολιτική, μου είπε: «Το πρόβλημά σας είναι το πολιτικό σας σύστημα». «Γιατί;» τον ρώτησα. Τότε ήταν εκατόν εξήντα πέντε οι Βουλευτές, τώρα είναι εκατόν πενήντα τρεις που ψηφίζουν, με πόνο…, όπως λένε και οι ίδιοι, αλλά ψηφίζουν, όπως και οι προηγούμενοι, βέβαια. «Διότι…» -μου λέει ο Όλοι Ρεν- «…πώς είναι δυνατόν να έρθει ο επενδυτής να επενδύσει, όταν ξέρει ότι ακόμα και ο ίδιος Υπουργός -όχι το ίδιο το κόμμα- αλλάζει τον αναπτυξιακό νόμο; Πώς είναι δυνατόν να έρθει ο επενδυτής να επενδύσει όταν το άλλο κόμμα λέει πως όταν έρθει στην εξουσία θα κάνει τα αντίθετα»;
Οπότε, αντιλαμβάνεστε ότι οι άνθρωποι που μας τα λένε αυτά, έχουν δίκιο. Εμείς, δυστυχώς, δεν θέλουμε να τα κατανοήσουμε. Και όχι μόνο δεν θέλουμε να τα κατανοήσουμε, αλλά κατηγορεί και ο ένας τον άλλο, που είναι το χειρότερο απ’ όλα, και δίνουμε πια την εντύπωση ότι δεν είμαστε σοβαρό κράτος.
Από την ηγεσία της Πορτογαλίας ο ένας είναι Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ και ο άλλος -ο πρώην Υπουργός Οικονομικών- είναι ο Πρόεδρος του Eurogroup. Εμείς τι κάνουμε; Δεν διερωτάται κανένας από τους τριακόσιους από εμάς τι γίνεται σε αυτή τη χώρα;
Δυστυχώς, η λύση είναι μία. Πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος -εγώ το είχα πει από αυτή τη θέση το 2010 και τότε θεωρούμουν αιρετικός- να γίνει μία κυβέρνηση, η οποία να είναι κυβέρνηση που θα εφαρμόσει ένα ενιαίο πρόγραμμα. Δεν με ενδιαφέρει ποιος θα είναι ο Πρωθυπουργός. Πρέπει, όμως, να έχει ένα ενιαίο πρόγραμμα αξιοπιστίας, για να μην περιμένουν οι δυστυχείς συμπολίτες μας ότι δεν θα μειωθούν ξανά οι μισθοί και οι συντάξεις και δεν θα αυξηθεί η φορολογία.
Αν δεν υπάρξει ανάπτυξη, είτε τελειώσει το μνημόνιο, είτε όχι, τα μέτρα που θα έρθουν, θα είναι χειρότερα. Δεν πρέπει να αποπροσανατολίζουμε τον κόσμο. Κανένα κόμμα δεν πρέπει να τον αποπροσανατολίζει, γιατί δεν είναι περίοδος να αναζητήσουμε το 1909. Έχουν περάσει αυτά τα χρόνια και δεν ξαναέρχονται. Όμως, η ευθύνη ανήκει στον Πρωθυπουργό και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας -γιατί και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μόνος του, σύμφωνα με το Σύνταγμα, δεν μπορεί να πάρει πρωτοβουλία- να κινηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση, για να επιτύχουν το αυτονόητο, να δώσουμε την εντύπωση ότι είμαστε μία σοβαρή χώρα.»