Θέση για τα ελληνοτουρκικά παίρνει ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης εξαπολύοντας βαριές κατηγορίες κατά του Κώστα Καραμανλή και επικρίνοντας τη στάση που κράτησε στη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών το 2004 για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σε άρθρο του στα “Νέα”, ο Κ. Σημίτης περιγράφει την πολιτική της κυβέρνησής του στο Ελσίνκι (1999) και κάνει λόγο για μια επιτυχία που “δεν ολοκληρώθηκε”.
Αφού πρώτα αναδεικνύει τη “στρατηγική του Ελσίνκι” για τα ελληνοτουρκικά και τις βασικές επιδιώξεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, ο κ. Σημίτης σημειώνει πως η ελληνική αντιπροσωπεία απέρριψε άμεσα το πρώτο κείμενο της Συνόδου – το οποίο απείχε πολύ από τις ελληνικές θέσεις. Μάλιστα, υπογραμμίζει ότι ο ίδιος στις 10 Δεκεμβρίου του 1999 δήλωσε στους εταίρους πως αδυνατεί να συναινέσει στην υποψηφιότητα της Τουρκίας, εάν δεν αντιμετωπιστεί θετικά και η υποψηφιότητα της Κύπρου. Μάλιστα, θυμίζει ότι μπροστά στο αδιέξοδο που δημιουργήθηκε, το συμβούλιο διεκόπη. Στη συνέχεια, εξιστορεί τον δρόμο μέχρι την απόφαση του Ελσίνκι, η οποία, όπως τονίζει, εξόργισε την Τουρκία.
Όμως, “το 2004, όταν πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα με την απόφαση του Ελσίνκι, η Σύνοδος Κορυφής στις Βρυξέλλες για να αποφασιστεί η έναρξη των συνομιλιών με την Τουρκία, την Ελλάδα εκπροσωπούσε ο νέος πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής”, γράφει ο κ. Σημίτης, και συμπληρώνει:
“Στη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών αποφασίστηκε η εκκίνηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας παρ΄ όλο που δεν είχε τακτοποιήσει τις διαφορές της με την Ελλάδα, όσον αφορά την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα. Ο Έλληνας πρωθυπουργός κατά τη συζήτηση, αν και είχε τη δυνατότητα, δεν πρόβαλε την ένσταση για την έλλειψη ανταπόκρισης της Τουρκίας στον όρο που είχε τεθεί στο Ελσίνκι -και αφορούσε την ύπαρξη διαφορών σχετικά με την έκταση της τουρκικής υφαλοκρηπίδας. Αντίθετα, επεσήμανε, ότι “οι ασφυκτικοί χρονικοί περιορισμοί δεν βοηθούν”. Απεδέχθη έτσι, την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία με ανεπίλυτες τις ελληνοτουρκικές διαφορές ως προς τα όρια των υφαλοκρηπίδων και αιγιαλίτιδων ζωνών τους. Ίσως σήμερα, με την εμπειρία των εξελίξεων στην Τουρκία προβληθεί το επιχείρημα ότι ο Ερντογάν δεν θα δεχόταν ποτέ την παραπομπή των υφισταμένων διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αδιαφορώντας για την ένταξη της Τουρκίας. Όμως το 2004, ο Ερντογάν δεν υποστήριζε ακόμη τις απόψεις για μια Τουρκία διάδοχο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία έχει δικαιώματα σε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Τις απόψεις του αυτές πρόβαλε αργότερα, ιδίως μετά το 2016, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του. Το 2004, επιθυμούσε ιδιαίτερα την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση”.
Στη συνέχεια του άρθρου του, ο πρώην πρωθυπουργός υποστηρίζει πως μετά τη συμφωνία του Ελσίνκι αναπτύχθηκε μια δυναμική στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, “αποτέλεσμα της οποίας ήταν και οι αλλεπάλληλες διερευνητικές συνομιλίες για την αντιμετώπιση των υφισταμένων διαφορών”.
“Αλλά και στις συζητήσεις αυτές η τότε νέα ελληνική κυβέρνηση τελικά δεν έδωσε συνέχεια”, τονίζει ο κ. Σημίτης, συνεχίζοντας: “Το αποτέλεσμα της στάσης του 2004 είναι οι σημερινές απειλές και οι εκβιασμοί της Τουρκίας”.
“Συμπληρωματικά πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, η προσφυγή στη Χάγη δεν αποκλείει ούτε την ανάπτυξη των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων των δύο χωρών, ούτε την πραγματοποίηση διερευνητικών συνομιλιών για την αντιμετώπιση των μεταξύ τους προβλημάτων. Είναι ένα μέσο για την ειρηνική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών”, καταλήγει στο άρθρο του ο κ. Σημίτης.