Ο τουρισμός είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας και η φράση αυτή δεν είναι απλά ένα ακόμη ευφυολόγημα αλλά γεγονός που αποδεικνύεται με πραγματικά αριθμητικά στοιχεία.
Το 2014, μάλιστα, αναμένεται να επισκεφθούν τη χώρα μας περίπου 18 εκατομμύρια τουρίστες, περίπου δύο φορές ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας.
Ωστόσο, λίγες μόλις δεκαετίες πριν, το 1950, οι τουρίστες που κατέφθασαν στη χώρα ήταν μόλις 33.300, περίπου ο πληθυσμός του Ρεθύμνου.
Η Ελλάδα, βέβαια, ήταν τότε εντελώς διαφορετική: αν και δεν είχε καν τηλεόραση και ψυχαγωγείτο διαβάζοντας κυρίως ελαφριά λαϊκά περιοδικά, συνερχόταν σιγά σιγά από τον παγκόσμιο και τον εμφύλιο πόλεμο και αναζητούσε νέα οράματα.
Οι τουριστικές επιχειρήσεις ήταν τότε μικρές, εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό δεν υπήρχε και λίγοι γνώριζαν τι σημαίνει «διοίκηση και προώθηση του τουριστικού προϊόντος» -αν και ήδη από τη δεκαετία του 1920 ο τουρισμός εμφανιζόταν στην Ελλάδα ως συγκροτημένο οικονομικό και κοινωνικό φαινόμενο. Ο τουρισμός άρχισε να προσλαμβάνει μαζικό χαρακτήρα μετά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο και ιδίως από τη δεκαετία του 1960.
Αύξηση αφίξεων …1.098%, αλλά και «παραξενοδοχία»
Στοιχεία για την πορεία του τουρισμού, αλλά και για το μέλλον του, παρουσίασε -επικαλούμενη και στατιστικά του ΣΕΤΕ- η επίκουρη καθηγήτρια του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Στέλλα Κωστοπούλου, μιλώντας στο επιστημονικό συμπόσιο του ΑΠΘ, με τίτλο «Ποια Ελλάδα;». Αν το 1950 οι τουρίστες ήταν ακόμη λιγοστοί, το 1960 το τοπίο αλλάζει άρδην και η αύξηση των αφίξεων, σε σχέση με τη δεκαετία του ’50, φτάνει το 1.098%, αφού αυτές προσεγγίζουν τις 399.400.
Μεταξύ 1967 και 1991, το πρότυπο του μαζικού τουρισμού έχει αρχίσει να επικρατεί: μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες, αλλά και μονάδες τυποποιημένων τουριστικών προϊόντων κάνουν την εμφάνισή τους στις αρχές της περιόδου, ενώ στα επόμενα χρόνια εισάγονται σταδιακά συστήματα μάνατζμεντ, μάρκετινγκ και πληροφορικής και το προσωπικό εκπαιδεύεται. Η ευνοϊκότερη χρηματοδοτική πολιτική, που επηρεάζει τη χωρική κατανομή του ξενοδοχειακού δυναμικού, θα ενισχύσει την ανάπτυξη νέων τουριστικών προορισμών, αλλά και της «παραξενοδοχίας».
Η ανάπτυξη του κλάδου γίνεται εμφανής και στατιστικά: το 1970, οι αφίξεις τουριστών στην Ελλάδα έχουν ξεπεράσει το 1,6 εκατ. (+302,87% σε σχέση με το 1960) και το 1980 φτάνουν πλέον στα 5,2 εκατ. (+227,56%, σε σχέση με το 1970), πριν διαμορφωθούν στα 8,87 εκατ. το 1990.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και συνολικά στην Ευρώπη, όπου οι αφίξεις έχουν φτάσει το 1990 στα 282,7 εκατ., έναντι 16,8 εκατ. το 1950, ενώ παγκοσμίως, οι αντίστοιχοι αριθμοί διαμορφώνονται σε 439 εκατ. και 25,3 εκατ. αντίστοιχα.
Συνολικά, στην ραγδαία ανάπτυξη του τουρισμού στην πορεία των δεκαετιών συνέβαλαν -μεταξύ άλλων- παράγοντες όπως η αύξηση των οικογενειακών εισοδημάτων, η είσοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας και η θεσμοθέτηση του ελεύθερου χρόνου για διακοπές.
Παρθενώνας, ήλιος και θάλασσα
Πού πήγαιναν οι τουρίστες που επισκέπτονταν την Ελλάδα στις προηγούμενες δεκαετίες; Σύμφωνα με την κ. Κωστοπούλου, από την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, οι αφίξεις συγκεντρώνονται αρχικά στην Αθήνα, με δέλεαρ τους πολιτιστικούς πόρους διεθνούς ενδιαφέροντος της Αττικής.
Από τη δεκαετία του ’70, οι «καρτ ποστάλ» αρχίζουν να περιλαμβάνουν τις παράκτιες περιοχές της Ελλάδας και τα νησιά της και το μοντέλο μαζικού τουρισμού «ήλιος και θάλασσα» αρχίζει να επικρατεί καθολικά.
Παρά το γεγονός ότι η συγκέντρωση του τουρισμού σε συγκεκριμένες περιοχές δημιούργησε σημαντικές πιέσεις στο φυσικό, κοινωνικό και δομημένο περιβάλλον, ο μαζικός τουρισμός συνεχίστηκε και τις επόμενες δεκαετίες: οι χιλιάδες των τουριστών, που εισρέουν στα ελληνικά θέρετρα σχεδόν αποκλειστικά το καλοκαίρι επιβάρυνε υπέρμετρα περιοχές με λίγους κατοίκους, που ξαφνικά έπρεπε να υποδεχτούν και να φιλοξενήσουν “ορδές” τουριστών.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, το μοντέλο του μαζικού τουρισμού βρίσκεται σε κρίση και οι πιέσεις στο περιβάλλον οδηγούν στην διαπίστωση της αναγκαιότητας σχεδιασμού τουριστικής στρατηγικής σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, αναδεικνύοντας και τις εναλλακτικές μορφές του.
Το 2000, οι αφίξεις έχουν ξεπεράσει τα 13 εκατ. στην Ελλάδα, τα 402,5 εκατ. στην Ευρώπη και τα 684 εκατ. παγκοσμίως. Συνολικά, μέχρι και το 1990 η τουριστική ανάπτυξη στην Ελλάδα ήταν ταχύτερη από ό,τι στην Ευρώπη και παγκοσμίως, ενώ από τη δεκαετία του 1990-2000 η μείωση του ρυθμού αύξησης των αφίξεων ήταν μεγαλύτερη από τη αντίστοιχη ευρωπαϊκή και παγκόσμια.
Και κάπως έτσι, φτάνουμε στο σήμερα: το 2012, η συμμετοχή του τουρισμού στο ΑΕΠ της Ελλάδας διαμορφώθηκε στο 16,4%, έναντι 16,5% το 2011 και 16,9% το 2001, με την άμεση και έμμεση απασχόληση στον κλάδο να φτάνει τα 688.800 άτομα πρόπερσι, έναντι 789.700 το 2001.
Ο νέος είναι ωραίος
Τι γίνεται με τον ανταγωνισμό; Στη μεσογειακή τουριστική αγορά, σημείωσε η κ. Κωστοπούλου, η Ελλάδα παρουσίασε το 2012 σχετικά χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, καθώς έχει εισέλθει στη φάση της ωριμότητας ως τουριστικός προορισμός, με τα «φώτα» να έχουν στραφεί στους «νέους» της ομάδας, όπως οι χώρες Σλοβενία, Βουλγαρία, Τυνησία και Μαρόκο, που αναπτύσσονται ταχύτερα, με όπλο κυρίως τις χαμηλές τιμές.
Αύξηση εσόδων 215% για την Κροατία, 40% για την Ελλάδα
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι, π.χ., στην Κροατία, τα έσοδα από τον τουρισμό αυξήθηκαν το 2012 κατά 214,3%, σε σχέση με το 2000, έναντι αντίστοιχου ποσοστού 238,2% για την Τουρκία, 130,2% για την Αίγυπτο, 86,3% για την Ισπανία και 40,2% για την Ελλάδα.
«Ο τουρισμός στην Ελλάδα, αν και συνέβαλε σημαντικά στη μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη της χώρας, αναπτύχθηκε χωρίς σχεδιασμό, με αποτέλεσμα να έχει πολλές αρνητικές επιπτώσεις στους τουριστικούς προορισμούς και να μη μπορεί να ανταποκριθεί στις επιταγές και προτιμήσεις της σύγχρονης τουριστικής αγοράς. Κρίνεται ως εκ τούτου επιτακτική η ανάγκη διαμόρφωσης μιας στρατηγικής αειφόρου ανάπτυξης του ελληνικού τουρισμού, εξειδικευμένης σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, με στόχο τη δημιουργία ενός νέου ελληνικού ποιοτικού τουριστικού προϊόντος, τεχνολογικά εξελιγμένου, το οποίο να στηρίζεται σε διαφοροποιημένο πρότυπο τουριστικής ανάπτυξης και να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των αναδυόμενων τουριστικών αγορών, όπως οι Κίνα και Ρωσία» σημείωσε η κ. Κωστοπούλου.
Πρόσθεσε ότι η Ελλάδα χρειάζεται να εισάγει νέο μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης, με τους εξής στόχους: άμβλυνση εποχικότητας, επιμήκυνση τουριστικής περιόδου, ανάπτυξη εσωτερικού τουρισμού, δημιουργία νέων ειδικών τουριστικών υποδομών, σύνδεση του κλάδου με τις νέες τεχνολογίες, προώθηση των ειδικών και εναλλακτικών μορφών τουρισμού, καθώς και μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού τουριστικού προϊόντος διεθνώς, μέσω της ποιοτικής αναβάθμισης των παρεχόμενων υπηρεσιών, της υποστήριξης της επιχειρηματικότητας κτλ.
«Τα ελληνικά πανεπιστήμια καλούνται να συμβάλουν με τον εκπαιδευτικό και ερευνητικό τους έργο στη διαμόρφωση νέα φιλοσοφίας για τον ρόλο και τη δυναμική του τουρισμού στην ανάπτυξη της Ελλάδας» κατέληξε.
Πηγή: iefimerida.gr