Ειδήσεις

Κλιματική αλλαγή και κακοκαιρία

«Ο εγκέφαλός μας δεν έχει φτιαχτεί να νοιάζεται για απειλές όπως η κλιματική αλλαγή» τονίζει ο κοινωνικός ψυχολόγος Ντάνιελ Γκίλμπερτ, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. «Αντίθετα, ο εγκέφαλος έχει σχεδιαστεί για να ανησυχεί για πολύ συγκεκριμένου είδους απειλές, όπως η τρομοκρατία», προσθέτει ο δρ Γκίλμπερτ σε πρόσφατη συνέντευξή του στην «Κ». «Ο τρόπος με τον οποίο ο δυτικός πολιτισμός αντιμετωπίζει την τρομοκρατία είναι εντυπωσιακός. Ρίχνει στη μάχη μεγάλες δυνάμεις και έχει μεγάλα ποσοστά επιτυχίας».

Η κλιματική αλλαγή όμως, μία ακόμα μεγαλύτερη απειλή, δεν έχει κανένα από τα τέσσερα συστατικά που μας κάνουν να νοιαστούμε πραγματικά για έναν κίνδυνο: τη σκοπιμότητα, την ανηθικότητα, την αμεσότητα και τη στιγμαιότητα. «Δεν έχει το ανθρώπινο στοιχείο, δεν την προκαλεί κανένας κακός με μούσι. Δεν έχει το ηθικό στοιχείο, δεν μας κάνει να νιώθουμε ατιμασμένοι ή προσβεβλημένοι. Επίσης συμβαίνει πολύ αργά» εξηγεί ο δρ Γκίλμπερτ. «Η κλιματική αλλαγή αποτελεί το είδος εκείνο της απειλής που μπορεί να αφανίσει μεν το ανθρώπινο είδος, αλλά ο εγκέφαλός μας δεν είχε ποτέ σχεδιαστεί για να ανησυχεί γι’ αυτή. Οπως και να έχει όμως, οφείλουμε να βρούμε τρόπους να παλέψουμε απέναντι σε πράγματα για τα οποία η φύση δεν μας προόρισε για να μας απασχολούν».

«Δεν αποτελεί μυστήριο ότι όλα τα ζώα νοιάζονται για απειλές που είναι δίπλα τους, παρά για άλλες που είναι μακριά τους» λέει ο δρ Γκίλμπερτ. Η κλιματική αλλαγή όμως σε καμία περίπτωση δεν συμβαίνει σε κάποιο μακρινό μέρος, αλλά στον ίδιο μας τον πλανήτη. Οι μεγαλουπόλεις, στις οποίες ζουν σήμερα περίπου τέσσερα δισεκατομμύρια άνθρωποι, πάνω από το 50% του πληθυσμού της γης, όσο προστατευμένες και εάν φαίνονται από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και τα ακραία καιρικά φαινόμενα που αυτή συνεπάγεται, είναι το ίδιο, εάν όχι περισσότερο, ευάλωτες από άλλες περιοχές της γης.

«Η κλιματική αλλαγή αναμένεται να έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις στις πυκνοκατοικημένες περιοχές, γιατί έρχεται να προστεθεί στο φαινόμενο της θερμικής νησίδας» υπογραμμίζει η Μαρία Κανακίδου, καθηγήτρια Περιβαλλοντικής Χημείας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης στο Ηράκλειο, η οποία μελετά τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην ποιότητα της ατμόσφαιρας των μεγαλουπόλεων. Το φαινόμενο της θερμικής νησίδας είναι μικρής κλίμακας φαινόμενο του θερμοκηπίου που εμφανίζεται στο κέντρο των πόλεων, εξαιτίας της έντονης δόμησης που εμποδίζει τη διέλευση του αέρα και δημιουργεί μικροκλίμα, αλλά και εξαιτίας των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που εκπέμπουν ενέργεια στο περιβάλλον με τη μορφή θερμότητας. «Στην Αθήνα, η διαφορά θερμοκρασίας μέσα στην πόλη, σε σχέση με τα περίχωρα, μπορεί να ξεπερνά τους 4 βαθμούς Κελσίου» λέει η δρ Κανακίδου, αναφερόμενη σε επιστημονική έρευνα του 2011 που διεξήγαγε σε συνεργασία με Ελληνες, Τούρκους, Αιγύπτιους και Γερμανούς συναδέλφους της.

«Οι διαφορές θερμοκρασίας δημιουργούν και αλλαγές στην τοπική αέρια κυκλοφορία. Αλλάζει δηλαδή στην ουσία το πώς καθαρίζει η ατμόσφαιρα στην περιοχή» λέει η ίδια. Με τη βοήθεια μοντέλων έχει υπολογιστεί ότι μέχρι τα μέσα του αιώνα η Μεσόγειος θα έχει 10-20% λιγότερες βροχοπτώσεις κατά τους χειμερινούς μήνες, μεγαλύτερη ηλιοφάνεια και 1,5 με 2 βαθμούς Κελσίου υψηλότερη θερμοκρασία. «Η κλιματική αλλαγή έχει ως συνέπεια περισσότερες “καλές μέρες” στα μέσα γεωγραφικά πλάτη, όπως στην Ελλάδα, συνθήκες όμως που ευνοούν την παραμονή και επαύξηση των ατμοσφαιρικών ρύπων» λέει η δρ Κανακίδου.

Αβεβαιότητες

H κλιματική αλλαγή κρύβει πολλές αβεβαιότητες, ακόμα και στην περίπτωση των μεγαλουπόλεων που τόσο καλά θεωρούμε ότι γνωρίζουμε. Η αύξηση του πληθυσμού στις πόλεις δεν επηρεάζει μόνο την πυκνότητα των πόλεων, αλλά και το μέγεθός τους, καταλαμβάνοντας όλο και μεγαλύτερες εκτάσεις. «Οσο πιο εξαπλωμένες είναι οι μεγαλουπόλεις τόσο πιο ευάλωτες εμφανίζονται απέναντι στην κλιματική αλλαγή» λέει στην «Κ» ο Ρόλαντ Φλέτσερ, καθηγητής θεωρητικής και παγκόσμιας αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ. Ο δρ Φλέτσερ εδώ και 30 χρόνια έχει αναπτύξει έναν διεπιστημονικό τρόπο μελέτης των αρχαίων πολιτισμών, μελετώντας την πιθανή επίδραση μιας κλιματικής αλλαγής στην οικονομία και την κοινωνία, ίσως και σε μία πιθανή καταστροφή ολόκληρου του πολιτισμού. Η έρευνά του έχει ως επίκεντρο την αρχαία μεγαλούπολη Ανγκορ της Καμπότζης, η οποία καταστράφηκε ολοσχερώς και εγκαταλείφθηκε εξαιτίας μεγάλων πλημμυρών που αχρήστευσαν τα συστήματα ύδρευσης, ενώ η διάβρωση των εδαφών κάλυψε με άμμο τα κανάλια υδροδότησης. «Το μάθημα που παίρνουμε από τις αρχαίες μεγαλουπόλεις, όπως η Ανγκορ, που χτυπήθηκαν από κλιματική αλλαγή, είναι ότι πρέπει να επανεξετάσουμε την εξάρτησή μας από τερατώδεις υποδομές, και να οδηγηθούμε σε πιο ευέλικτα μοντέλα με περισσότερες και πιο μικρής κλίμακας εγκαταστάσεις» λέει ο δρ Φλέτσερ.

«Θα υπάρξουν εκπλήξεις. Την απραξία όμως θα την πληρώσουμε πολύ ακριβά» προειδοποιεί η Πατρίσια Ρομέρο Λανκάο, επικεφαλής της πρωτοβουλίας «Αστικό Μέλλον» του Εθνικού Κέντρου Ερευνας της Ατμόσφαιρας των ΗΠΑ, σε πρόσφατο δημοσίευμα του περιοδικού Smithsonian. «Ενα μεγάλο μυστήριο της ανθρώπινης ιστορίας είναι ότι ενώ γνωρίζουμε ότι το τίμημα που θα πληρώσουμε μελλοντικά θα είναι πολύ μεγαλύτερο, δεν διστάζουμε πάραυτα να συνεχίζουμε να μετακυλίουμε το κόστος αυτό προς το μέλλον» καταλήγει ο δρ Γκίλμπερτ.

Αύξηση της στάθμης της θάλασσας

Οι παράκτιες μεγαλουπόλεις απειλούνται επιπροσθέτως από την αύξηση της στάθμης της θάλασσας, ως αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής. Μέχρι το 2100, υπολογίζεται ότι έως και το 4,6% του παγκόσμιου πληθυσμού, πιθανώς εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι, θα βιώνουν ετήσιες πλημμύρες, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Proceedings of the National Academy of Sciences. Τα νούμερα αυτά όμως είναι πιθανό να αναθεωρηθούν προς τα πάνω έπειτα από δημοσίευση του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ στις 14 Ιανουαρίου 2015 στο επιστημονικό περιοδικό Nature, στην οποία οι επιστήμονες αποδεικνύουν ότι ο ρυθμός αύξησης της στάθμης της θάλασσας εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής είναι πολύ μεγαλύτερος από ό,τι πίστευαν μέχρι σήμερα. Προηγούμενες εκτιμήσεις σχετικά με την αύξηση της στάθμης της θάλασσας μεταξύ 1901 και 1990 ανέφεραν ότι κάθε χρόνο ανεβαίνει κατά μέσο όρο 1,5 με 1,8 χιλιοστό. Αναφορικά με την περίοδο μετά το 1993 και μέχρι σήμερα, η επιστημονική κοινότητα συμφωνεί ότι η στάθμη της θάλασσας αυξάνεται κατά 3 χιλιοστά το έτος. Με ένα πιο χαμηλό σημείο εκκίνησης, ο ρυθμός αύξησης της στάθμης της θάλασσας φαίνεται να είναι γρηγορότερος και απειλητικότερος από ό,τι είχαν ποτέ υπολογίσει οι επιστήμονες.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου