- Του έχει επιβληθεί ποινή φυλάκισης 12 μηνών και χρηματική ποινή 1.000 ευρώ με 3ετή αναστολή, μετά από µήνυση γνωστού επιχειρηµατία του νησιού
- Αναιρέθηκε η απόφαση ως ασαφής
και αναιτιολόγητη, ενώ κρίθηκε ότι υπήρξε επιλεκτική αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων
Με την υπ’ αρίθμ. 66/2015 απόφαση του ΣΤ’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου έγινε δεκτή η αίτηση αναίρεσης που άσκησε ένας κάτοικος της Ρόδου κατά αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου, που τον έκρινε ένοχο τοκογλυφίας.
Στον κατηγορούμενο είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης 12 μηνών και χρηματική ποινή 1.000 ευρώ με 3ετή αναστολή, μετά από µήνυση γνωστού επιχειρηµατία του νησιού.
Για το ίδιο αδίκημα είχε καταμηνυθεί και από άλλο επιχειρηματία και είχε αθωωθεί.
Το Τριμελές Εφετείο Ρόδου, δέχθηκε, ότι από τη συζήτηση της υπόθεσης αποδείχθηκαν ότι ο κατηγορούμενος στη Ρόδο στις 4.6.2007 κατά την παροχή ή την παράταση προθεσμίας πληρωμής συνομολόγησε ή πήρε για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου και ειδικότερα:
Ο μηνυτής συνήψε με τον κατηγορούμενο δάνειο ύψους 30.000 ευρώ για έξι μήνες με ετήσιο τόκο 9.75% δίνοντάς του τραπεζική επιταγή της Συνεταιριστικής Τράπεζας της εταιρείας του, εις διαταγή του ιδίου, με λευκή ημερομηνία πληρωμής την οποία οπισθογράφησε ο μηνυτής.
Επί πλέον ενέγραψε προσημείωση υποθήκης υπέρ του αντιδίκου ποσού 35.000 ευρώ, επί ενός ακινήτου – οικίας ιδιοκτησίας του κατά ποσό 1/2 εξ αδιαιρέτου.
Ενώ ο μηνυτής κατέβαλλε τμηματικά στον κατηγορούμενο το δάνειο, αυτός απαίτησε από τον εγκαλούντα περί τις αρχές 2008, ένεκα καθυστέρησης στην ολοσχερή εξόφλησή του, να κάνει νέα προφορική συμφωνία και να εξοφλήσει το δάνειο σε δέκα μήνες, καταβάλλοντας 1.250 ευρώ μηνιαίως, αξιώνοντας παράνομα και καθ’ υπέρβαση του κατά νομό θεμιτού ποσοστού τόκου, 10% μηνιαίως και γι αυτό εκδόθηκε σε αντικατάσταση της ανωτέρω επιταγής νέα μεταχρονολογημένη επιταγή ποσού 30.000 ευρώ, της Εμπορικής Τράπεζας πληρωτέα στις 31.1.2009.
Την δεύτερη επιταγή εξέδωσε άλλη εταιρεία που εδρεύει στη Ρόδο σε διαταγή του μηνυτή, η οποία οπισθογραφήθηκε στον κατηγορούμενο μετά από απαίτησή του.
Εξ αιτίας δε μερικής αδυναμίας καταβολής των υπερβολικών μηνιαίων τόκων από τον Ιούνιο 2008 έσπευσε να σφραγίσει την επιταγή όχι στην ημερομηνία πληρωμής, αλλά έξι μήνες πριν, στις 30.7.2008.
Εξέδωσε δε διαταγή πληρωμής εις βάρος του μηνυτή, επιδιώκοντας να εισπράξει τόκους 100% για δέκα μήνες, καθ’ υπέρβαση του κατά Νόμο θεμιτού ποσοστού τόκου, αφού ο τόκος δικαιοπραξίας το έτος 2008 ήταν 10% ετησίως και από τον Ιούλιο του 2008 10,25% ετησίως.
Ο Αρειος Πάγος έκρινε ότι με τις άνω όμως παραδοχές, υπάρχει ασάφεια στο αιτιολογικό της απόφασης του δικαστηρίου, καθόσον ενώ δέχεται ότι: «…ο μηνυτής κατέβαλλε τμηματικά στον ανωτέρω κατηγορούμενο το ως άνω δάνειο και αυτός απαίτησε από τον εγκαλούντα περί τις αρχές 2008 ένεκα καθυστέρησης στην ολοσχερή εξόφληση του να κάνει νέα προφορική συμφωνία και να εξοφλήσει το ληφθέν δάνειο σε δέκα μήνες, καταβάλλοντας 1250 ευρώ μηνιαίως, αξιώνοντας παράνομα και καθ’ υπέρβαση του κατά νόμου θεμιτού ποσοστού τόκου 10% μηνιαίως και γι’ αυτό εκδόθηκε σε αντικατάσταση της ανωτέρω επιταγής νέα μεταχρονολογημένη επιταγή ποσού 30.000 ευρώ», δεν διευκρινίζει, όπως θα έπρεπε, πότε και πως συγκεκριμένα έγινε η τμηματική απόδοση ώστε να προκύπτει αν υπήρχε ή όχι καθυστέρηση στην απόδοση του δανείου και σε ποιο ποσό και χρόνο.
Επιπλέον κρίθηκε ότι ενώ δέχεται ότι απαίτησε το ληφθέν δάνειο να το εξοφλήσει σε δέκα μήνες καταβάλλοντας 1250 ευρώ μηνιαίως δηλαδή να καταβάλει (1250επί 10μήνες=) 12.500 ευρώ, εν τούτοις το ίδιο ποσό το συνδέει με αξίωση παράνομα και καθ’ υπέρβαση του κατά νόμο θεμιτού ποσοστού τόκου 10% μηνιαίως, αλλά και χωρίς παράλληλα να αναφέρει ποιο ήταν το κεφάλαιο του δανείου επί του οποίου αξίωνε την ως άνω καταβολή του αθέμιτου τόκου, με αποτέλεσμα η απόφαση να στερείται της απαιτουμένης από το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Περαιτέρω, όπως έκρινε ο Αρειος Πάγος, η προσβαλλομένη απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς τα αποδεικτικά μέσα τα οποία ελήφθησαν υπόψη από το Δικαστήριο αφού, απ’ όλο το περιεχόμενο του αιτιολογικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού αυτής και το τελευταίο πιστή αντιγραφή του κατηγορητηρίου, δεν είναι απολύτως βέβαιο ότι το τελευταίο για τον σχηματισμό της καταδικαστικής του κρίσεως έλαβεν υπ’ όψη του και συνεξετίμησε, με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία και τα πιο κάτω αναφερόμενα και αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα ήτοι το από 3-5-2008 φωτοαντίγραφο χειρόγραφης αναφοράς του κατηγορούμενου, ειδοποιητήριο ΕΛΤΑ 331, φωτοαντίγραφο της από 14-7-2008 επιστολής του, ακριβές αντίγραφο απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, ειδικής διαδικασίας – πιστωτικών τίτλων και το από 29-10-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ του ίδιου και του μηνυτή.
Ο Αρειος Πάγος έκρινε ότι το Δικαστήριο της ουσίας προέβη σε επιλεκτική αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων χωρίς να δικαιολογεί τη μη λήψη υπόψη των άνω εγγράφων.
Αναίρεσε έτσι την απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου και παρέπεμψε την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους δικαστές.