Στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς έχει μπει ο ίσως πιο δυσφημισμένος αλλά και ταυτόχρονα εισπρακτικά πιο επιτυχημένος φόρος της κρίσης.
Και μάλιστα έχει μπει με καλό τρόπο για τους φορολογούμενους στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης καθώς θεσμοί και κυβέρνηση συμφωνούν πως πρέπει να μειωθεί αν και εφόσον υπερκεραστεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.
Η διαφορά έγκειται στο πόσο θέλει κάθε πλευρά να μειωθεί ο ΕΝΦΙΑ. Η κυβέρνηση θέλει ο ΕΝΦΙΑ να μειωθεί συνολικά κατά 30% έστω και σταδιακά. Αυτό σημαίνει ότι η συνολική βεβαίωση του φόρου θα υποχωρήσει από τα 3,5 δισ. ευρώ στα 2,2-2,3 δισ. ευρώ προσφέροντας ουσιαστική ελάφρυνση στους ιδιοκτήτες ακινήτων.
Επιπλέον, η κυβέρνηση θέλει ο σημερινός ΕΝΦΙΑ να αντικατασταθεί από φόρο ακίνητης περιουσίας που υπολογίζεται με βάση την αξία της περιουσίας κάθε φορολογούμενου και η μείωση του φόρου να δοθεί με τη μορφή ενός αφορολόγητου ορίου που θα απαλλάξει από το φόρο σημαντικό αριθμό μικροϊδιοκτητών.
Από την άλλη οι θεσμοί έχουν διαφορετική προσέγγιση. Ο ΕΝΦΙΑ είναι ο φόρος που για επιβλήθηκε το 2013 και ουσιαστικά έσωσε το σκέλος των εσόδων του προϋπολογισμού αφού εκτός από το σημαντικό ποσό που φέρνει κάθε χρόνο στα κρατικά ταμεία (τουλάχιστον 2,65 δισ. ευρώ) παρουσιάζει και υψηλή εισπραξιμότητα (περίπου 80%) κατά τον πρώτο χρόνο βεβαίωσης.
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα οι θεσμοί δέχονται να μπει ο ΕΝΦΙΑ στο καλάθι των αντίμετρων της λιτότητας αλλά να μειωθεί η συνολική του βεβαίωση μόλις κατά 10%, δηλαδή κατά περίπου 350 εκατομμύρια ευρώ.
Επιπλέον, οι θεσμοί δεν θέλουν να αλλάξει ουσιαστικά και η δομή του φόρου. Θεωρούν ότι η σημερινή διάρθρωσή του, δηλαδή κύριος φόρος ανά τετραγωνικό και συμπληρωματικός φόρος με βάση την αξία είναι αυτή που εξασφαλίζει την υψηλή εισπραξιμότητα λόγω της μεγάλη βάσης του.
Η μάχη για τα αντίμετρα
Πέρα από τον ΕΝΦΙΑ, απόκλιση υπάρχει και στα υπόλοιπα αντίμετρα. Οι θεσμοί θέλουν τη μείωση του εταιρικού φορολογικού συντελεστή που σήμερα είναι 29%. Ωστόσο, η συνολική φορολόγηση του επιχειρείν είναι μεγαλύτερη καθώς επιβάλλεται και φόρος 15% κατά τη διανομή του μερίσματος. Έτσι ο συνολικός φορολογικός συντελεστής των επιχειρηματικών κερδών διαμορφώνεται στο 39,65%, ένα πολύ υψηλό ποσοστό σε σχέση με τις γειτονικές χώρες που ανταγωνίζονται την Ελλάδα για επενδύσεις. Επίσης ζητούν μείωση του ανώτατου φορολογικού συντελεστή της κλίμακας φορολόγησης εισοδήματος φυσικών προσώπων. Σήμερα ο ανώτατος συντελεστής επιβάλλεται στο τμήμα του εισοδήματος μισθωτών ή ελευθέρων επαγγελματιών άνω των 40.000 ευρώ και είναι 45%. Μάλιστα, με δεδομένη και την εισφορά αλληλεγγύης ο συνολικός συντελεστής μπορεί να φθάσει ακόμη και το 55%.
Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση ναι μεν δέχεται να βάλει στο τραπέζι τη μείωση του εταιρικού φορολογικού συντελεστή, ωστόσο δεν δέχεται τη μείωση του συντελεστή φορολόγησης των μερισμάτων. Επίσης, στη φορολογία εισοδήματος η ελληνική πρόταση είναι να μειωθεί ελάχιστα ή και καθόλου ο ανώτατος φορολογικός συντελεστής και εφόσον υπάρξει σε αυτό το πεδίο παρέμβαση, αυτή να γίνει στην κλίμακα υπολογισμού της εισφοράς αλληλεγγύης. Μάλιστα, η ελληνική πλευρά επιθυμεί για την αύξηση του αφορολόγητου ορίου της εισφοράς αλληλεγγύης (σήμερα είναι 12.000 ευρώ) προκειμένου να μετριασθεί η επιβάρυνση των φορολογούμενων από τη μείωση του αφορολόγητου της βασικής κλίμακας φορολόγησης των μισθωτών και συνταξιούχων.
capital.gr