Η συντριβή του Mirage 2000-5 στα ανοιχτά της Σκύρου κόστισε στην Πολεμική Αεροπορία (Π.Α.) τη ζωή του σμηναγού (Ι) Γιώργου Μπαλταδώρου, ενός έμπειρου πιλότου με 2.500 ώρες πτήσης, αλλά και περίπου 25 εκατ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές από την καταστροφή ενός πανάκριβου μαχητικού αεροσκάφους. Το τραγικό περιστατικό ήλθε μόλις έξι ημέρες μετά μια αρκετά σημαδιακή δοκιμή τουρκικού Μη Επανδρωμένου Ιπτάμενου Οχήματος (UAV) τύπου ΑΝΚΑ-Β του Ναυτικού της γειτονικής χώρας. Το τουρκικό UAV πέταξε εντός του ελληνικού εναέριου χώρου (ΕΕΧ). Μη έχοντας άλλη δυνατότητα να αντιδράσει, η Π.Α. ακολούθησε την πεπατημένη οδό. «Σήκωσε» στον αέρα συνολικά τέσσερα μαχητικά τύπου F-16 προκειμένου να παρακολουθήσει την πορεία του τουρκικού UAV, το οποίο πέταξε πάνω από τη Ρόδο. Από την αεροπορική βάση του Νταλαμάν παρακολουθούσε την πορεία του τουρκικού UAV, και –προφανώς– τις εικόνες που αποτύπωναν οι κάμερές του, ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων (Ε.Δ.) της Τουρκίας, Χουλουσί Ακάρ.
Η «ψαλίδα» του κόστους
Μετά την προσγείωση των F-16 και του (τουρκικής κατασκευής και ανάπτυξης) UAV, οι δύο πλευρές μπορούσαν να καταλήξουν εύκολα στο ίδιο συμπέρασμα. Ο «χαμένος» ήταν η ελληνική πλευρά. Η Τουρκία με ένα μέσο πολύ φθηνότερο κατόρθωνε να επιτύχει τον σκοπό της, ενώ η Ελλάδα αναγκαζόταν να κινητοποιήσει πολλαπλάσιους πόρους προς αυτή την κατεύθυνση. Ορισμένοι αριθμοί είναι ιδιαίτερα χρήσιμοι για την κατανόηση των μεγεθών. Η συνολική επένδυση της Τουρκίας για την ανάπτυξη όλων των UAV τύπου ANKA (συνολικά αναμένεται να φθάσουν τα 40) υπολογίζεται στα περίπου 250 εκατ. δολάρια. Υπενθυμίζεται ότι ένα μαχητικό τύπου F-16 ή Mirage 2000-5, που αποτελούν τον κορμό του στόλου της Π.Α., κοστίζει μεταξύ 20 και 30 εκατ. ευρώ έκαστο, χωρίς να υπολογίζονται αναβαθμίσεις και οπλικά συστήματα.
Η «ψαλίδα» του κόστους ανοίγει περισσότερο όταν υπολογίζεται η φθορά. Κατ’ αρχάς, κατά την πτήση ενός UAV ή ενός drone, δεν διακινδυνεύουν ανθρώπινες ζωές, εν προκειμένω των χειριστών. Αντιθέτως, η πτήση ενός μαχητικού είναι εξαιρετικά ακριβή υπόθεση. Σύμφωνα με υπολογισμούς έμπειρων στρατιωτικών πηγών, το κόστος πτήσης ενός μαχητικού (F-16 ή Mirage 2000) υπολογίζεται σε 10.000 και 10.500 ευρώ ανά ώρα. Ο υπολογισμός αυτός αφορά, μεταξύ άλλων, την τεχνική υποστήριξη, τον μισθό του προσωπικού (κυβερνήτη και μηχανικών), τα ανταλλακτικά που θα απαιτηθούν και άλλα, συνδεδεμένα με την κατάσταση του μαχητικού αεροσκάφους, κόστη. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος του κόστους αποτελούν τα καύσιμα που απαιτούνται για κάθε πτήση. Αυτό το ενδεικτικό κόστος είναι, μάλιστα, πιθανόν να «εκτοξευτεί» αν το μαχητικό εμπλακεί σε επικίνδυνους ελιγμούς κατά τη διάρκεια μιας εικονικής αερομαχίας, οπότε η κατανάλωση καυσίμου αυξάνεται γεωμετρικά.
Η συγκεκριμένη πραγματικότητα έχει, απολύτως δικαιολογημένα, θορυβήσει την ηγεσία των Ε.Δ. στην Αθήνα, κυρίως διότι τα υφιστάμενα, ενταγμένα στις τάξεις του στρατού, UAV, βρίσκονται αρκετές τεχνολογικές «γενιές» πίσω από τα τουρκικά, τα οποία πέρα από τις αποστολές αναγνώρισης και παρακολούθησης που πραγματοποιούν, διαμορφώνονται ώστε στο μέλλον να μπορούν να φέρουν και δικό τους διακριτό οπλισμό (βλήματα αέρος-αέρος και αέρος-εδάφους). Στο Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας (ΓΕΑ) και στο ΓΕΕΘΑ αντιλαμβάνονται ότι οι αερομαχίες του μέλλοντος θα πραγματοποιούνται με UAV ή ακόμα και drones, και όποιος μείνει πίσω σε αυτόν τον αγώνα δρόμου χάνει συνολικά. Στην προσπάθεια να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα, η Ελλάδα έχει κάνει δύο κινήσεις, ζητώντας τη βοήθεια συμμαχικών χωρών.
Κατ’ αρχάς, στις αρχές Μαρτίου εγκρίθηκε η χρονομίσθωση (leasing) ισραηλινών drones για την καταγραφή και παρακολούθηση –μεταξύ άλλων– των προσφυγικών ροών στο Ανατολικό Αιγαίο. Ακόμη σοβαρότερη είναι η προσπάθεια του υπουργείου Εθνικής Aμυνας να επωφεληθεί από τη συμφωνία για στάθμευση αμερικανικών UAV τύπου MQ-1 Predator στις αεροπορικές βάσεις της Ανδραβίδας και της Λάρισας. Κατά την τελευταία συνεδρίαση της Ελληνοαμερικανικής Επιτροπής Υψηλού Επιπέδου (High Level Consultative Committee) την περασμένη Πέμπτη στο υπουργείο Εθνικής Aμυνας, υπογράφηκε, παρουσία υψηλόβαθμων Aμερικανών αξιωματούχων, μνημόνιο συνεργασίας το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, την «τεχνική διευθέτηση για ανάπτυξη αεροσκαφών της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ». Πρόκειται για μια εσκεμμένα τόσο γενική περιγραφή, ώστε να επιτρέπει την ευρύτερη δυνατή χρήση των ευκολιών που μπορεί να προκύψουν από αυτήν τη συμφωνία.
Τεχνολογικό χάσμα
Το βασικό ερώτημα που προκύπτει για την Ελλάδα στην παρούσα φάση, δεν είναι τόσο αν οι Αμερικανοί προικίσουν την Π.Α. με ορισμένα από τα UAV τους, όσο αν η εθνική αμυντική βιομηχανία (ή ό,τι έχει απομείνει από αυτήν) είναι σε θέση να παραγάγει και τεχνολογία. Αν, δηλαδή, η Ελλάδα μπορεί να οδηγηθεί σταδιακά στην κατασκευή ενός εθνικού UAV ή drone. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν είναι, προς το παρόν, ευχάριστη, κάτι που οδηγεί εκ των πραγμάτων την ηγεσία των Ε.Δ. στην αναζήτηση λύσεων από το εξωτερικό.
Στο υπουργείο Εθνικής Aμυνας γνωρίζουν πολύ καλά τα αποτελέσματα αυτής της τεχνολογικής ανισορροπίας ανάμεσα στην Αθήνα και την Aγκυρα, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί τα τελευταία δέκα χρόνια, και ασκούν πιέσεις ώστε πιθανές επενδύσεις στον τομέα της Aμυνας να μην περιοριστούν σε δαπάνες όπως η προμήθεια μονάδων με βάση την παραδοσιακή αντίληψη περί δομής των δυνάμεων. Εν ολίγοις, πέρα από τα απαραίτητα «μπαλώματα», απαιτείται πολιτική Ερευνας και Ανάπτυξης (R&D), ώστε το τεχνολογικό «χάσμα» να μη διευρυνθεί.
Σε αυτό το πλαίσιο η Ελλάδα διαθέτει ένα «παραθυράκι» το οποίο μπορεί να αξιοποιήσει, ιδιαίτερα μετά την ανακοίνωση της νέας αμυντικής πολιτικής της Ε.Ε. και συγκεκριμένα των δράσεων που συνοδεύουν τη Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία (PESCO). Οι νέες προβλέψεις δίνουν τη δυνατότητα για συνέργειες στον αμυντικό τομέα ανάμεσα σε κράτη-μέλη της Ε.Ε. Δεδομένου ότι η κατασκευή πλοίων ή μαχητικών αεροσκαφών είναι αρκετά δύσκολη και έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των εγχώριων αμυντικών βιομηχανιών, εκτιμάται πως η συνεργασία για την ανάπτυξη ενός «ευρωπαϊκού drone» θα προχωρήσει. Μάλιστα, η Ελλάδα, λόγω της θέσης της και της ανάγκης να διαφυλάξει τα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε., θα είναι από τις χώρες που αναμένεται να επωφεληθούν από ένα τέτοιο πρόγραμμα. Πρόκειται, επίσης, για μια κατεύθυνση η οποία θεωρείται απολύτως ικανοποιητική και θεμιτή από τον πρόεδρο της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και στενούς συνεργάτες του, που αντιλαμβάνονται την κρίσιμη γεωπολιτική στενωπό που διέρχεται η Ε.Ε. στην παρούσα φάση.
Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι η Αθήνα είναι δυνατόν να εγκαταλείψει τις συμβατικές λύσεις για την ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεών της, όπως άλλωστε προκύπτει από τις προχωρημένες συζητήσεις για την αναβάθμιση των μαχητικών F-16, αλλά και την έναρξη διαπραγματεύσεων με το Παρίσι για την προμήθεια ή την εκμίσθωση μονάδων επιφανείας με δικτυοκεντρικό σύστημα.
Επιχείρηση του ΝΑΤΟ στην Ανατ. Μεσόγειο
Οι επιδόσεις του «Παπανικολή», κατά την πρόσφατη συμμετοχή του στην αμερικανοϊσραηλινή άσκηση στην Ανατολική Μεσόγειο υπό το αμφίβιο αμερικανικό πλοίο «Ιβοτζίμα», έχουν δημιουργήσει ένα προηγούμενο εμπιστοσύνης στις δυνατότητες των ελληνικών υποβρυχίων τύπου 214 εντός του ΝΑΤΟ. Αν και η Αθήνα έχει διαμηνύσει ότι οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις δεν πρόκειται να συμμετάσχουν σε καμία στρατιωτική επιχείρηση στη Συρία, δεν θα πρέπει να αποκλείονται διευκολύνσεις, οι οποίες αφορούν ενδεχομένως τη συνοδεία ορισμένων κύριων ναυτικών μονάδων του ΝΑΤΟ, όταν αυτές πλεύσουν στην Κεντρική Μεσόγειο.
Εν προκειμένω, σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, το αεροπλανοφόρο «USS Harry S. Truman» αναμένεται να περάσει τα Στενά του Γιβραλτάρ στις 27 Απριλίου με κατεύθυνση την Ανατολική Μεσόγειο. Από τη ναυτική διοίκηση του ΝΑΤΟ (MARCOM) στο Νόρθγουντ της Βρετανίας έχει ζητηθεί υποστήριξη από τις συμμαχικές χώρες σε τέσσερα σημεία: Πρώτον, στην αποτύπωση των ρωσικών μονάδων. Δεύτερον, στην παρακολούθηση της κίνησης στο λιμάνι της Ταρτούς. Τρίτον, στην υποστήριξη με αντιαεροπορικές ικανότητες. Και, τέταρτον, στην ανθυποβρυχιακή δράση και υποστήριξη.
Οι σύμμαχοι
Εκτός από τους Βρετανούς, οι οποίοι, άλλωστε, διαθέτουν βάσεις στην Κύπρο, οι Γάλλοι έχουν προσφερθεί να υποστηρίξουν το ΝΑΤΟ με δύο σημαντικές μονάδες επιφανείας. Είτε ως μέρος της ομάδας κρούσης του αεροπλανοφόρου «USS Harry S. Truman» είτε αυτόνομα, στην Ανατολική Μεσόγειο αναμένεται να πλεύσει και η γερμανική φρεγάτα «Hessen». Δεδομένου του γενικότερου κλίματος που υπάρχει στις σχέσεις Τουρκίας – ΝΑΤΟ, προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι διαθεσιμότητα να υποστηρίξει τις επιχειρήσεις του «USS Harry S. Truman» έχει εκδηλώσει και η Αγκυρα.
Στα τέλη Απριλίου, στην ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής Μεσογείου, ελληνικά υποβρύχια θα συμμετάσχουν σε συμμαχική άσκηση και δεν αποκλείεται κάποιο από αυτά να καλύψει ανθυποβρυχιακές ανάγκες της ομάδας κρούσης του «USS Harry S. Truman». Είναι απολύτως σαφές ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να προαναγγελθεί, εφόσον συμβεί. Προαναγγελία της προετοιμασίας που γίνεται για πιθανή δράση στη Συρία θεωρείται και η στάθμευση αμερικανικών κατασκοπευτικών αεροπλάνων στην Κρήτη, και συγκεκριμένα στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου, καθώς η Σούδα είναι ήδη αρκετά επιβαρυμένη λόγω της αυξημένης αεροπορικής κίνησης.