Ερευνα του Πανεπιστημίου Αθηνών προβλέπει ότι αρκούν μόλις 36 ώρες για να πληγεί η ηπειρωτική Ελλάδα από ραδιενεργό νέφος σε περίπτωση ατυχήματος στον τουρκικό σταθμό που αναμένεται να λειτουργήσει το 2023
Την έρευνα που έγινε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών για λογαριασμό τού – τότε – υπουργείου Αιγαίου (επί υπουργίας Ελισάβετ Παπαζώη) ανέσυραν από το συρτάρι «ΤΑ ΝΕΑ», με αφορμή τη δρομολόγηση της κατασκευής του πυρηνικού σταθμού στο Ακουγιου στη Νότια Τουρκία. Οι ερευνητές είχαν αποτιμήσει (μελετώντας πέντε σενάρια) τους κινδύνους που δημιουργούνται στο ενδεχόμενο ενός ατυχήματος στον πυρηνικό σταθμό. Και από τις προσομοιώσεις της διασποράς του ραδιενεργού νέφους είχε βρεθεί ότι σχεδόν σε όλες τις επικρατούσες συνθήκες επηρεάζεται άμεσα η Κύπρος.
Είκοσι χρόνια μετά, μπορεί ο νέος σχεδιασμός του πυρηνικού σταθμού – που αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία το 2023 – να έχει αλλάξει (έγινε πολύ μεγαλύτερος: αυξήθηκε η ισχύς των αντιδραστήρων, το ίδιο και η σχεδιαζόμενη κάλυψη της εγχώριας ζήτησης σε ηλεκτρική ενέργεια), ωστόσο οι προσομοιώσεις εξακολουθούν και παραμένουν επίκαιρες καθώς δεν έχει σημειωθεί κάποια σημαντική αλλαγή στις επικρατούσες καιρικές συνθήκες στην ευρύτερη περιοχή.
Και όπως σημειώνει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Κώστας Καρτάλης, σε κάθε περίπτωση προκαλεί σοβαρά ερωτηματικά η πρόθεση της Τουρκίας να κατασκευάσει σταθμό πυρηνικής ενέργειας, την ίδια στιγμή που η διεθνής κοινότητα διακόπτει ή περιορίζει τη λειτουργία πυρηνικών σταθμών και στρέφεται στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Το χειρότερο σενάριο
Το χειρότερο σενάριο περιλαµβάνει και ισχυρές βροχοπτώσεις πάνω από το Αιγαίο αλλά και τα ηπειρωτικά, µε συνέπεια να επιταχύνεται η απόθεση των ραδιενεργών σωµατιδίων στην επιφάνεια. Με αυτές τις συνθήκες, µετά το πρώτο 24ωρο, το ραδιενεργό νέφος µεταφέρεται και προς τη Βουλγαρία, την Αλβανία και την Ιταλία.
Οπως προέκυψε από τις υπολογιστικές προσοµοιώσεις, εξαιτίας των κινήσεων των αέριων µαζών στην περιοχή, αναµένεται η εξάπλωση του ραδιενεργού νέφους σε µεγάλα ύψη που φθάνουν τα 13 χιλιόµετρα. Γι’ αυτόν τον λόγο, αναφέρεται στη µελέτη, τα ραδιενεργά σωµατίδια µπορεί να επηρεάσουν, εκτός από τις προαναφερόµενες περιοχές, τον Λίβανο, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, καθώς και πιο µακρινές µετά την τρίτη µέρα της διαρροής.
Ο µεγαλύτερος σεισµός που έχει καταγραφεί στα τελευταία – περίπου – 100 χρόνια προκλήθηκε το 1926 στ’ ανοιχτά της Ρόδου. Το µέγεθός του ήταν 8 βαθµοί και το εστιακό του βάθος 100 χιλιόµετρα. Στο θέµα της σεισµικότητας της περιοχής στέκεται ιδιαίτερα – και – σήµερα ο καθηγητής Γεωλογίας του Πανεπιστηµίου Αθηνών, πρόεδρος του Οργανισµού Αντισεισµικού Σχεδιασµού και Προστασίας (ΟΑΣΠ) Ευθύµιος Λέκκας. Οπως λέει, «στην ευρύτερη περιοχή βρίσκεται ένα πολύπλοκο σύστηµα ρηγµάτων, το οποίο µπορεί να δώσει µεγάλους επιφανειακούς σεισµούς µέχρι και 7,5 βαθµών, ενώ παράλληλα µπορεί να εκδηλωθεί και σεισµός µεγάλου βάθους, όπως αυτός που σηµειώθηκε το 1926».
Η ακτινογραφία του έργου
Σύµφωνα µε τον καθηγητή Πυρηνικής Φυσικής στο Πανεπιστήµιο Αθηνών Αθανάσιο Γεράνιο, ο προϋπολογισµός του έργου που προβλέπει την κατασκευή πυρηνικού συγκροτήµατος τεσσάρων αντιδραστήρων συνολικής ισχύος 4.800 Mwatt ανέρχεται σε 22 δισ. ευρώ. Η ισχύς τού κάθε αντιδραστήρα θα είναι στα 1.200 Mwatt. Ο προγραµµατισµός προβλέπει την παράδοση του πρώτου αντιδραστήρα το 2023. Στη συνέχεια, κάθε χρόνο θα παραδίδεται και από ένας νέος αντιδραστήρας. Το ποσό των 22 δισ. ευρώ για την κατασκευή των τεσσάρων αντιδραστήρων στο Ακουγιου είναι ελάχιστο σε σύγκριση µε το κόστος της ραδιενεργού απολύµανσης στη Φουκουσίµα από το τριπλό πυρηνικό ατύχηµα τον Μάρτιο του 2011, που έφτασε τα 200 δισ. ευρώ, αναφέρει ο Αθανάσιος Γεράνιος.
Η Λευκωσία και η Μερσίνα
Οπως επισηµαίνει στα «ΝΕΑ» ο επίκουρος καθηγητής του Ινστιτούτου Κύπρου (ΙΚυ) Θεόδωρος Χριστούδιας, µελέτες που εξετάζουν το ρίσκο από ενδεχόµενο ατύχηµα δείχνουν ότι η Λευκωσία διατρέχει αντίστοιχο ρίσκο µε την τουρκική πόλη Μερσίνα, που βρίσκεται κοντά στο Ακουγιου. Σύµφωνα µε τον ίδιο, ο υψηλός βαθµός επικινδυνότητας για την Κύπρο προκύπτει τόσο λόγω της µικρής απόστασης από το Ακουγιου όσο και των καιρικών συνθηκών.
Πυρηνικά απόβλητα
Οπως εξηγεί ο καθηγητής Πυρηνικής Φυσικής Αθανάσιος Γεράνιος, είναι γνωστό ότι και ο πιο «άψογος» πυρηνικός αντιδραστήρας, έπειτα από περίπου 40 χρόνια λειτουργίας του, πρέπει να κλείσει οριστικά, να διαλυθεί και να γίνει ο ίδιος πυρηνικό απόβλητο. Κι αυτό, γιατί, όπως λέει, ακτινοβολεί επικίνδυνα για το προσωπικό που τον χειρίζεται. Σήµερα, από τους περίπου 440 πυρηνικούς σταθµούς έχουν γεράσει οι 300 και ήδη 50 έχουν διαλυθεί ή κλείσει οριστικά. «Η διάλυση ενός αντιδραστήρα, που ο ίδιος έχει γίνει πυρηνικό απόβλητο, κοστίζει περίπου το µισό από το κόστος της κατασκευής του», τονίζει χαρακτηριστικά.
Πυρηνικό οπλοστάσιο
Με τον τρόπο αυτόν, µπορεί το κράτος να απαγορεύσει κάθε έλεγχο των πυρηνικών µονάδων από τους επιθεωρητές της Διεθνούς Επιτροπής Ατοµικής Ενέργειας. «Ετσι, ύστερα από πέντε χρόνια λειτουργίας των αντιδραστήρων τους, το πλουτώνιο που θα έχει παραχθεί ως πυρηνικό απόβλητο, µε κατάλληλο καθαρισµό και εµπλουτισµό, θα είναι έτοιµο για την πρώτη ύλη στην κατασκευή τουρκικού πυρηνικού όπλου», συµπληρώνει.