Θρησκευτική προσήλωση στη λίστα αγορών που έχουν καταρτίσει ήδη από το σπίτι, πριν δηλαδή διαβούν την πόρτα του σούπερ μάρκετ, επιδεικνύει πλέον η πλειονότητα των ελληνικών νοικοκυριών. Η αποφυγή των λεγόμενων παρορμητικών αγορών, τάση που εμφανίστηκε στα χρόνια της βαθιάς κρίσης και είχε ως αποτέλεσμα τα μικρά καλάθια να πάρουν τη θέση των πάλαι ποτέ ξεχειλισμένων καροτσιών στα ταμεία του σούπερ μάρκετ, αποτελεί πλέον μόνιμο χαρακτηριστικό του Ελληνα καταναλωτή. Αφενός διότι το εισόδημά του, παρά την περίφημη έξοδο από τα μνημόνια, παραμένει κατά βάση στάσιμο και αφετέρου διότι πλέον συνειδητοποίησε τη δύναμη της ενισχυμένης καταναλωτικής συνείδησης.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την τελευταία έρευνα για την καταναλωτική συμπεριφορά που πραγματοποίησε το Εργαστήριο Μάρκετινγκ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και παρουσιάζει σήμερα η «Καθημερινή» της Κυριακής, το 93% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι έχει προαποφασίσει ποια είδη θα αγοράσει πριν πάει στο σούπερ μάρκετ. Την επιστημονική ευθύνη για την έρευνα είχε ο διευθυντής του εργαστηρίου καθηγητής κ. Γιώργος Μπάλτας.
Αλλες σημαντικές αλλαγές που επέφερε η κρίση στην αγοραστική συμπεριφορά και παρατηρούνται μέχρι και σήμερα, είναι ότι το 72,4% συγκρίνει τιμές σε προϊόντα και καταστήματα, γεγονός που μεταφράζεται σε περιορισμό της πιστότητας προς συγκεκριμένες μάρκες αγαθών και αλυσίδες οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων.
Το τελευταίο αποτυπώνεται και με συγκεκριμένα ποσοστά στην έρευνα: πάνω από τους μισούς, το 51,3%, ψωνίζουν σε περισσότερα από ένα σούπερ μάρκετ, ενώ σταθερό, σε μία επιλογή, είναι το 48,7% των ερωτηθέντων. Επιπλέον, το 49% αποφασίζει εντός του σούπερ μάρκετ ποια μάρκα θα αγοράσει, συγκρίνοντας τις επιλογές που του δίνει και οι οποίες συνήθως σχετίζονται τα τελευταία χρόνια με τις προσφορές και εν γένει τις προωθητικές ενέργειες που μεταφράζονται σε μειωμένες τιμές.
Αλλες αλλαγές που επέφερε η κρίση στην καταναλωτική συμπεριφορά των Ελλήνων είναι ότι αγοράζουν πλέον λιγότερα προϊόντα –την απάντηση αυτή έδωσε το 40,4% των ερωτηθέντων– ή φτάνουν να περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα (37,6%). Το 31,4% δήλωσε ότι αγοράζει φθηνότερα προϊόντα, είτε πρόκειται για ιδιωτικής ετικέτας είτε για προϊόντα που βρίσκονται σε προσφορά. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η ένταση των προωθητικών ενεργειών σε επώνυμα προϊόντα τα τελευταία χρόνια, η οποία συνεχίζεται ασκώντας πιέσεις στα περιθώρια κέρδους λιανεμπόρων και προμηθευτών, περιόρισε τα μερίδια αγοράς των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, τα οποία τα πρώτα χρόνια της κρίσης είχαν ανοδική πορεία.
Οι παραπάνω αλλαγές καθορίζουν και τη συχνότητα επισκέψεων στο σούπερ μάρκετ. Πλέον, οι καταναλωτές επισκέπτονται συχνότερα συνήθως το κατάστημα της γειτονιάς τους, για να προμηθευτούν τα απαραίτητα για δύο τρεις ημέρες. Και αυτό διότι δεν μπορούν να διαθέσουν σε μία επίσκεψη πολλά χρήματα για να προμηθευτούν περισσότερα αγαθά και ολοένα και λιγότερο επισκέπτονται μεγάλα καταστήματα, υπερμάρκετ, που μπορεί να βρίσκονται σε πιο μακρινή απόσταση και για να τα προσεγγίσουν θα πρέπει να διαθέσουν περισσότερο χρόνο, αλλά κυρίως περισσότερο χρήμα για καύσιμα. Η μέση συχνότητα αγορών στις αλυσίδες λιανικού εμπορίου είναι 6,3 φορές τον μήνα, με δύο στους τρεις καταναλωτές να πηγαίνουν στο σούπερ μάρκετ έξι φορές μηνιαίως. Η μέση δαπάνη ανά επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ εκτιμάται σε 56,91 ευρώ και η μέση μηνιαία δαπάνη σε 305,84 ευρώ. Σημειώνεται εδώ ότι διαφαίνεται μια αύξηση της μέσης δαπάνης ανά επίσκεψη καθώς και της μέσης μηνιαίας δαπάνης για το σούπερ μάρκετ σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή έρευνα (49 ευρώ ανά επίσκεψη και 279 ευρώ μηνιαίως). Ωστόσο, σύμφωνα με τους ερευνητές τα δεδομένα δεν είναι ευθέως συγκρίσιμα, διότι έχει αλλάξει η μέθοδος της δειγματοληψίας.
Αυτό που διαπιστώνει ο κ. Μπάλτας από το σύνολο της έρευνας είναι στην πραγματικότητα μια σχετική σταθεροποίηση στην καταναλωτική συμπεριφορά, με τις προσδοκίες των καταναλωτών να μην είναι θετικές. Μόλις το 8,8% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι η οικονομική του κατάσταση βελτιώθηκε το 2018, ενώ για το 53,4% παρέμεινε αμετάβλητη και για το 37,7% επιδεινώθηκε. Το ποσοστό εκείνων που προσδοκά ότι το 2019 θα βελτιωθεί η οικονομική του κατάσταση είναι ελαφρώς υψηλότερο, 13,9%, όμως παραμένει ένα σημαντικό ποσοστό, 28%, που εκτιμά ότι η κατάστασή του θα επιδεινωθεί. Σχεδόν έξι στους δέκα βλέπουν να μη μεταβάλλεται η οικονομική τους κατάσταση, γεγονός που έρχεται να εξηγήσει και την εικόνα στασιμότητας που επικρατεί στο λιανεμπόριο. Αλλωστε, βάσει της έρευνας, μόλις το 6,2% εκτιμά ότι θα προβεί σε περισσότερες αγορές το 2019, ενώ το 67,7% υποστηρίζει ότι αυτές θα διαμορφωθούν στα ίδια επίπεδα με το 2018.
Προτιμούν ελληνικά
Τέλος, στην έρευνα αποτυπώνεται για μια ακόμη φορά η στροφή προς τα ελληνικά προϊόντα, τάση που ενισχύθηκε στα χρόνια της κρίσης. Το 86,4% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι όταν βρίσκει στο σούπερ μάρκετ ελληνικά προϊόντα, τα προτιμά από τα εισαγόμενα.