Ειδική δράση για την αναβάθμιση του πολύπαθου δημόσιου συστήματος Υγείας αναλαμβάνει η ηγεσία του υπουργείου Υγείας. Το πρόγραμμα, το οποίο αναμένεται να παρουσιαστεί στις αρχές της εβδομάδας σε τρεις επιτρόπους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, στον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στους ευρωβουλευτές προβλέπει την πρόσληψη 13.000 επιστημόνων Υγείας στα δημόσια νοσοκομεία. Η χρηματοδότησή του προτείνεται να εξασφαλιστεί μέσω των χρηματοδοτικών εργαλείων του ΣΕΣΧ 2014-2020 (Τομεακά και Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα, με έμφαση στο πρόγραμμα «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού – Εκπαίδευση και Διά Βίου Μάθηση») και άλλων γενικών και ειδικών προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης που μπορούν να συμβάλουν στην αναχαίτιση της ανθρωπιστικής κρίσης.
Ο υπουργός Υγείας κ. Παναγιώτης Κουρουμπλής θα συναντηθεί την Τετάρτη 17 Ιουνίου, στις 10 π.μ., με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κ. Μάρτιν Σουλτς. Επίσης θα συζητήσει το αίτημα της ελληνικής πλευράς με τους επιτρόπους Υγείας και Ασφάλειας Τροφίμων κ. Βιτένις Αντρουκάιτις, Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων κυρία Μαριάν Τίσεν και Μετανάστευσης κ. Δημήτρη Αβραμόπουλο.
Η πρόταση αφορά αφενός την άμεση στελέχωση των υπηρεσιών Υγείας, αφετέρου την απασχόληση νέων επιστημόνων και επαγγελματιών Υγείας, αποφοίτων κυρίως των ανωτάτων τεχνολογικών ιδρυμάτων της χώρας.
Το πρόγραμμα προτείνεται να έχει συνολική διάρκεια έξι έτη και να υλοποιείται μέσω εικοσιτετράμηνων συμβάσεων κατάρτισης / απασχόλησης, απόκτησης εμπειριών ανέργων επιστημόνων λόγω ιδιαζουσών αναγκών. Οι προσλήψεις θα γίνονται με βάση την εκπαίδευση αλλά και κοινωνικά κριτήρια (οικογενειακή – οικονομική κατάσταση, μήνες ανεργίας κ.τ.λ.), ενώ όσοι επιλέγονται δεν θα έχουν δικαίωμα να λάβουν μέρος στον αμέσως επόμενο κύκλο αλλά θα μοριοδοτούνται για επόμενη πρόσληψη στη συγκεκριμένη θέση. Το ετήσιο κόστος του προγράμματος είναι 130 εκατ. ευρώ.
Σκοπός είναι να παρασχεθεί η δυνατότητα απασχόλησης, κατάρτισης και επανακατάρτισης νέων επιστημόνων, οι οποίοι για πολλά χρόνια δεν εργάζονται στο γνωστικό τους αντικείμενο λόγω της κρίσης, καθώς και να στηριχθεί στην πιο κρίσιμη φάση του το σύστημα Υγείας.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναγκών ανά κατηγορία, το σύστημα έχει ανάγκη από την πρόσληψη 3.500 νοσηλευτών, 500 ραδιοτεχνολόγων – ακτινολόγων, 300 παρασκευαστών – βοηθών μικροβιολόγων, 200 φυσικοθεραπευτών, 150 λογοθεραπευτών, 250 διαιτολόγων, 150 εργοθεραπευτών, 100 επισκεπτών υγείας, 150 κοινωνικών λειτουργών, 200 μαιών, 100 στελεχών διοίκησης μονάδων υγείας, 750 ατόμων ως λοιπό επιστημονικό προσωπικό, καθώς και άλλων 500 ατόμων που θα καλύψουν θέσεις τραπεζοκόμων, οδηγών για τα κέντρα υγείας, βοηθών πληροφορικής, ηλεκτρολόγων, υδραυλικών, βοηθών μηχανολόγων, βοηθών εργαστηρίων, προσωπικού για τα κέντρα αποκατάστασης, γυμναστών, βοηθών θαλάμων.
Επίσης, απαιτούνται 700 τραυματιοφορείς, 3.000 εργαζόμενοι στον τομέα της καθαριότητας και άλλοι 2.000 στη φύλαξη. Σε ό,τι αφορά το προσωπικό καθαριότητας, προτείνεται να απορροφηθούν άνεργοι άνω των 45 ετών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες στην επανένταξή τους στην αγορά εργασίας.
Τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν διαμορφωθεί ασφυκτικές συνθήκες ως προς τη στελέχωση των δημόσιων υπηρεσιών Υγείας της χώρας. Ο βασικός λόγος είναι το πάγωμα των προσλήψεων. Μαζί με τις συνταξιοδοτήσεις και τις αποχωρήσεις εργαζομένων από το ΕΣΥ συνέβαλε στη μείωση του διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού Υγείας και στην υποστελέχωση του δημόσιου συστήματος Υγείας, με αποτέλεσμα ο αριθμός των κενών θέσεων να υπερβαίνει τις 22.000.
Κατά συνέπεια πολλές κλινικές υπολειτουργούν, ενώ ορισμένες αναγκάζονται να σταματήσουν τη λειτουργία τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση των ογκολογικών κλινικών, οι οποίες αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες θεραπείας των καρκινοπαθών, με λίστες αναμονής που συνθέτουν μιαν απελπιστική κατάσταση.
Πρόσφατες μελέτες
Ανασφάλιστοι 2,2 εκατομμύρια Ελληνες
Στην πρότασή της η ελληνική πλευρά επισημαίνει τις συνέπειες της παρατεταμένης και βαθιάς οικονομικής και ταυτόχρονα υγειονομικής κρίσης που βιώνει η Ελλάδα. Οι ανασφάλιστοι πολίτες υπολογίζονται σε 2.200.000 και μεγάλο μέρος του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας.
Συγκεκριμένα, πρόσφατες μελέτες που δημοσιεύθηκαν έχουν δείξει ότι η υγεία των πολιτών και η κατάσταση του συστήματος Υγείας έχουν επιβαρυνθεί στην Ελλάδα ως συνέπεια της απρόβλεπτης αυτής ύφεσης. Συνοπτικά, στη διάρκεια των τελευταίων ετών αυξήθηκαν τα ψυχικά νοσήματα, ο αριθμός των Ελλήνων που δηλώνουν ότι η κατάσταση της υγείας τους είναι κακή ή πολύ κακή, ο αριθμός των κρουσμάτων HIV (AIDS), των αυτοκτονιών, των ατυχημάτων και των περιπτώσεων βίας, καθώς και των εισαγωγών στα νοσοκομεία. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι έχουν αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός και το ποσοστό των ατόμων που δεν καλύπτεται η υγειονομική τους ανάγκη (υπερτριπλάσιο από τον μέσο όρο των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης).
Παράλληλα, εξαιτίας της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, έχει προκληθεί μια θεαματική και βίαιη μεταστροφή της ζήτησης από τον ιδιωτικό τομέα στο δημόσιο σύστημα Υγείας. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μόνο το 2011 οι εισαγωγές στα δημόσια νοσοκομεία αυξήθηκαν κατά 24% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Την τελευταία πενταετία η χρήση υπηρεσιών υγείας στον ιδιωτικό τομέα μειώθηκε κατά περίπου 25%. Η ζήτηση μεταφέρθηκε στο δημόσιο σύστημα ή… πουθενά. Δηλαδή παρέμεινε ακάλυπτη.
Επιπροσθέτως, το σύστημα Υγείας υποχρηματοδοτείται, καθώς η δημόσια δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι περίπου 6% σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ (7,5%). Οι δαπάνες για την Υγεία σε απόλυτο αριθμό μειώθηκαν. Αυτό είχε συνέπεια την υποχρηματοδότηση και την υποστελέχωση του συστήματος, ιδίως στο ιατρονοσηλευτικό και στο βοηθητικό προσωπικό. Η Ελλάδα διαθέτει τον χαμηλότερο αριθμό νοσηλευτών (3,6 ανά 1.000 κατοίκους σε σύγκριση με τους 8 ανά 1.000 κατοίκους που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ) και τη χειρότερη σχέση νοσηλευτών προς γιατρούς (0,6 στην Ελλάδα και 2,3 ο μέσος όρος της ΕΕ). Συνολικά η Ελλάδα διαθέτει από τους χαμηλότερους δείκτες (πέμπτη από το τέλος) στελέχωσης του υγειονομικού συστήματος ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ.
Το ΒΗΜΑ