Καθώς επικεφαλής πολιτικών κομμάτων, όπως ο κ. Στ. Θεοδωράκης ή η κ. Φώφη Γεννηματά, και σημαντικός αριθμός βουλευτών (σ.σ. μεταξύ άλλων οι Κυρ. Μητσοτάκης, Ντόρα Μπακογιάννη) ζητούν, είτε γενικώς, είτε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τη σύγκληση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών προκειμένου να υπάρξει συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων, έχει ενδιαφέρον να αναφερθεί τί προβλέπει το Σύνταγμα για την περίσταση. Για την ακρίβεια, τί δεν προβλέπει το Σύνταγμα, κάτι που, όπως δηλώνεται αρμοδίως, καθορίζει τελικά και τα περιθώρια χειρισμών του νυν Προέδρου κ. Προκόπη Παυλόπουλου.
Η τελευταία σχετική αναφορά για τη δυνατότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας να συγκαλεί τους πολιτικούς αρχηγούς περιλαμβανόταν στο Σύνταγμα του 1975 και συγκεκριμένα στο άρθρο 39. Το προβλεπόμενο, τότε, Συμβούλιο της Δημοκρατίας (σ.σ. κατά το προδικτατορικό Συμβούλιο του Στέμματος) δεν είχε τη μορφή της κοινής σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών του Κοινοβουλίου, που γνωρίζουμε στην Ελλάδα από το 1992 και μετά. Προέβλεπε ότι συμμετείχαν οι διατελέσαντες Πρόεδροι της Δημοκρατίας και Πρωθυπουργοί, ο Πρόεδρος της Βουλής και, προφανώς, ο Πρωθυπουργός και ο Αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Το άρθρο 39 καταργήθηκε στην αναθεώρηση του 1986 (σ.σ. όπως μπορεί καθένας να δει στην έκδοση του Συντάγματος στην ιστοσελίδα της Βουλής) και έκτοτε ουδεμία τέτοια πρόβλεψη υπάρχει.
Ως αποτέλεσμα, την περίοδο της κρίσης με τα Σκόπια όταν και συγκλήθηκαν διαδοχικές συσκέψεις των πολιτικών αρχηγών, αυτές πραγματοποιήθηκαν σε νομικό και συνταγματικό κενό. Η σύγκλησή τους τότε, έγινε κατόπιν πρότασης του τότε Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη την οποία απεδέχθη ο τότε Πρόεδρος Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Όπως σημειώνουν πηγές από το Προεδρικό Μέγαρο, τα Συμβούλια του 1992 δημιούργησαν, κατά τους συνταγματολόγους, τις «συνθήκες του πολιτεύματος», που δεν αποτελούν και δεν παράγουν «εθιμικό δίκαιο» αλλά συνιστούν μία πρακτική που τηρούν τα κρατικά όργανα. Όλα τα υπόλοιπα Συμβούλια Πολιτικών Αρχηγών (επί Κώστα Καραμανλή για το Σχέδιο Ανάν ή επί Γιώργου Παπανδρέου για την τρόικα) ακολούθησαν την ίδια πρακτική: συγκαλούνταν κατόπιν πρωτοβουλίας του Πρωθυπουργού, δεδομένου ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει σχετική ευχέρεια. Οι «συνθήκες του πολιτεύματος» βέβαια, δεν απέτρεψαν διαχρονικά τους πολιτικούς αρχηγούς, κυρίως της αντιπολίτευσης, να ζητούν επαλειμμένα τη σύγκληση του Συμβουλίου, είτε για να αναζητηθεί κοινός τόπος είτε, όπως έπραξε ο κ. Τσίπρας προεκλογικά, προκειμένου να ζητήσει την παραίτηση του κ. Σαμαρά και να συμφωνηθεί ο χρόνος των εκλογών.
Πέραν της ακολουθούμενης πρακτικής έναντι των Συμβουλίων Πολιτικών Αρχηγών και των ερωτημάτων εάν αυτή μπορεί να μεταβληθεί (σ.σ. εάν π.χ. το σύνολο των πολιτικών αρχηγών της αντιπολίτευσης υπέβαλλαν σχετικό ή ακόμη και κοινό αίτημα προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας), στοιχείο προβληματισμού είναι και το αποτέλεσμα που θα μπορούσε να έχει μία τέτοια πρωτοβουλία. Με άλλα λόγια, όπως σημείωναν όχι μόνον συνταγματολόγοι αλλά και βουλευτές (πχ. Μιλτ. Βαρβιτσιώτης), η σύγκληση του Συμβουλίου έχει έννοια μόνον εφόσον υπάρξει προεργασία που θα κατατείνει στη σύμπτωση απόψεων τουλάχιστον μεταξύ των κυρίαρχων πολιτικών συνιστωσών. Σε διαφορετική περίπτωση (σ.σ. άλλωστε πλην των θέσεων στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ για έξοδο από το ευρώ, δύο ακόμη κόμματα του Κοινοβουλίου έχουν σαφή θέση ενάντια στην Ευρωζώνη), ένα Συμβούλιο θα μπορούσε να καταστεί πεδίο αντιπαράθεσης και όχι συνεννόησης, ενισχύοντας τελικά την εικόνα διχασμού.
Καθημερινή