Όπως σε κάθε συμφωνία έτσι και σε αυτή, ανάμεσα σε Αθήνα και Σκόπια, υπάρχουν τα υπέρ και τα κατά. Διαπραγμάτευση δεν υπάρχει χωρίς κάτι να πάρεις και κάτι να δώσεις. Το news.gr ζήτησε την άποψη του διευθυντή Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων και γνωστού διεθνολόγου Κωνσταντίνου Φίλη.
Ο καθηγητής μας ανέλυσε σύντομα και περιεκτικά τα υπέρ και τα κατά της συμφωνίας και μας είπε τα εξής: «Δεν θέλω να είμαι αφοριστικός στην απάντησή μου. Η συμφωνία αυτή δεν είναι ούτε εθνικός θρίαμβος, δεν είναι όμως ούτε εθνική τραγωδία. Είναι ένας συμβιβασμός γιατί οι συμφωνίες που επιλύουν ζητήματα που βρίσκονται σε εκκρεμότητα επί δεκαετίες και που έχουν δημιουργήσει και πολλά άλλα προβλήματα δεν μπορούν παρά να είναι προϊόν συμβιβασμού, είναι ένας συμβιβασμός που έχει θετικά σημεία για εμάς και έχει και αρνητικά σημεία για εμάς.
Τα θετικά σημεία είναι προφανώς το «erga omnes». Είναι το γεγονός ότι καταφέραμε να επιβάλουμε, εφόσον βέβαια η συμφωνία ολοκληρωθεί, σε μια άλλη χώρα την ονομασία της. Το πως θα λέγεται δηλαδή. Επίσης καταφέραμε, πράγμα το οποίο δεν ήταν στην ατζέντα ή δεν είχαν φτάσει τόσο κοντά τα προηγούμενα χρόνια, να επιβάλλουμε την αλλαγή και του πως θα λέγονται στο εσωτερικό τους. Όχι μόνο δηλαδή στο εξωτερικό, έναντι άλλων κρατών.
Επίσης μια άλλη επιτυχία είναι το γεγονός πως με επιστολή τους θα ενημερώσουν όλα τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων αυτών που τους έχουν αναγνωρίσει ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» ότι πλέον είναι η «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» και βέβαια εκ των ων ουκ άνευ να πούμε ότι θα έπρεπε, όπως και γίνεται να απαλειφθούν τα όποια σημεία έχουν απομείνει και η αλήθεια είναι ότι τα περισσότερα είχαν ήδη απαλειφθεί με την ενδιάμεση συμφωνία του 1995. Θα έπρεπε λοιπόν και θα απαλειφθούν όσα σημεία έχουν απομείνει στο Σύνταγμά τους που αποπνέουν αλυτρωτισμό ή επεκτατισμό.
Επίσης είναι καλό ότι αυτή η συμφωνία μας δίνει τη δυνατότητα, εφόσον υλοποιηθεί, να αναπτύξουμε ένα άλλο modus operandi με τη γειτονική χώρα. Να εστιάσουμε στα σημεία που μας ενώνουν, στη συνεργασία την οικονομική, την εκπαιδευτική, την πολιτιστική, την πολιτική, κ.ο.κ.
Αυτό σημαίνει ότι εάν και εφόσον αυτή η συμφωνία λειτουργήσει σωστά, η Ελλάδα μπορεί κάλλιστα τα επόμενα χρόνια και να έχει μετριάσει τον ανθελληνισμό που είναι έντονος στο εσωτερικό της γείτονος και να έχει εξ αυτού ανασχέσει την επιρροή τρίτων χωρών, που είναι πολλές φορές απέναντι στα ελληνικά συμφέροντα (Τουρκία, Βουλγαρία, Αλβανία).
Τα αρνητικά είναι τα εξής. Πρώτον, το χρονοδιάγραμμα είναι τέτοιο, μπορεί να μην μπορούσε να είναι και άλλο, είναι τέτοιας έκτασης, πέραν του ότι θα πρέπει να λυθεί το ζήτημα της Συνταγματικής ονομασίας εντός του 2018, και διαστάσεων που απαιτεί πρώτον, εργώδεις προσπάθειες και αρκετό καιρό για τη διευθέτηση πολύ σημαντικών θεμάτων, όπως για παράδειγμα είναι οι εμπορικές χρήσεις. Το γεγονός δηλαδή ότι δεν λύθηκαν οι εμπορικές χρήσεις, δημιουργεί ένα κενό το οποίο θα επιχειρήσουν να εκμεταλλευθούν ένθεν κακείθεν, οι δύο πλευρές και αυτό για εμάς είναι εν δυνάμει αρνητικό. Δεύτερον στο ζήτημα των εμπορικών χρήσεων μπορεί να έχουμε τη δημιουργία ενός οικονομικού ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρηματικών κοινοτήτων των δύο χωρών, διότι θα κοιτάξουν μέχρι να λυθεί το ζήτημα των εμπορικών χρήσεων, να κατοχυρώσουν οι ίδιοι, διεθνώς κάποιες ονομασίες, πέρα από τις κατοχυρωμένες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με πατέντες ας πούμε, που ούτως ή άλλως δεν μπορούν να αμφισβητηθούν.
Από εκεί και πέρα ως προς το χρονοδιάγραμμα και ως προς την υλοποίηση, θα πρέπει να πάνε όλα πολύ καλά, από όλες τις πλευρές.
Αυτό βέβαια είναι προβληματικό. Θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Ίσως κάποια ζητήματα θα έπρεπε να διευθετούνται στη συμφωνία και να μην παραπέμπονται για το μέλλον. Καταλαβαίνω ότι υπήρχε μια σχετική βιασύνη γιατί είχαμε τα χρονικά ορόσημα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Των δύο συνόδων κορυφής.
Ένα ακόμα σημείο προβληματισμού είναι αυτό με την ιθαγένεια και τη γλώσσα. Θα έχουμε μια χώρα που θα αποκαλείται «Βόρεια Μακεδονία», οι πολίτες θα είναι «Μακεδόνες/πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας» και η γλώσσα θα είναι «Μακεδονική», νοτιοσλαβικής προέλευσης.
Είναι ένα ερώτημα γιατί η γλώσσα και η ιθαγένεια δεν είναι βορειομακεδονική. Εδώ νομίζω είναι το σημείο και σε ανύποπτο χρόνο το είχα πει και δημόσια, όπου η ελληνική πλευρά φαίνεται πως επέλεξε να κάνει τις δικές της παραχωρήσεις. Δηλαδή προκειμένου να καταφέρει το «erga omnes» και την αλλαγή της Συνταγματικής ονομασίας και τις αλλαγές στο εσωτερικό, που είναι πολύ σημαντικές επαναλαμβάνω, φαίνεται πως επέλεξε να κάνει αυτή την παραχώρηση έναντι των γειτόνων.
Το αν θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο, ξέρετε αυτό που δεν έχει γίνει ή αυτό που δεν έχει δει θεωρείς πως είναι καλύτερο από αυτό που έγινε. Νομίζω πως τελικά την συμφωνία, την επιτυχία αυτής, την έκβαση αυτής θα την κρίνουν παράγοντες που σχετίζονται και με τα διμερή αλλά και παράγοντες εξωγενείς που σχετίζονται με τα περιφερειακά.
Αν ας πούμε πάρει μια κατεύθυνση, που δεν την έχει αυτή την στιγμή, προς τη δημιουργία θεσμών δημοκρατικών, δημοκρατικής διακυβέρνησης, ανάταξης της οικονομίας, δημιουργία προϋποθέσεων σταθεροποίησης στο εσωτερικό με τα ζητήματα που απασχολούν Σλαβομακεδόνες και Αλβανούς και πάρει μια πορεία ένταξης στην ΕΕ και μέσα από αυτή προκύψουν συνεργασίες και συνέργειες και με την Ελλάδα, εκεί μπορεί να πει κανείς πως μέσα στον χρόνο που θα δοκιμαστεί η συμφωνία, μπορεί τα ζητήματα να βελτιωθούν. Αν όμως διατηρηθεί η τωρινή κατάσταση που βλέπουμε σε πολλές χώρες της δυτικής βαλκανικής, εκεί τα πράγματα θα είναι δύσκολα διαχειρίσιμα για όλες τις πλευρές, ανεξάρτητα από το αν θα υπήρχε συμφωνία».